«Αν οι εκλογές μπορούσαν να αλλάξουν την πραγματικότητα θα ήταν παράνομες». Το ξέρεις αυτό εδώ και καιρό. Αν μη τι άλλο από τότε που οι άνθρωποι σταμάτησαν να ψηφίζουν σύμφωνα με την ιδεολογία τους, αφού η ιδεολογία πήρε τη σάρκα και τα οστά τού κάθε «σωτήρα» και ξεπουλήθηκε όσο-όσο στους πλειστηριασμούς τραπεζιτών, εφοπλιστών και εργολάβων. Από την άλλη, ξέρεις ότι οι εκλογές ανέκαθεν ήταν ένα «παραθυράκι» για να βολέψεις και να βολευτείς. Και κάθε τετραετία ένα γενικευμένο νταλαβέρι ανανέωνε την «πολιτική ζωή» του τόπου.
Το ότι ξέρεις, όμως, δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να σκεφτείς. Μη φοβάσαι. Σε έμαθαν να φοβάσαι τις σκέψεις σου και συ πρέπει να αρχίσεις να σκέφτεσαι τους φόβους σου. Ας πάρουμε για παράδειγμα την πόλη. Λένε ότι στους μοντέρνους καιρούς αν φύγεις για λίγα χρόνια από την πόλη σου, όταν γυρίσεις θα την βρεις αγνώριστη. Θα δυσκολευτείς να αναγνωρίσεις τους δρόμους που μεγάλωσες. Σε αλλοτινούς καιρούς, όμως, τα πράγματα δεν ήταν έτσι: οι άνθρωποι ζούσαν σε ένα τοπίο που δεν άλλαζε μέχρι και τον θάνατό τους. Προς τι αυτή η επιτάχυνση; Ναι, ο κόσμος αλλάζει. Αλλά προς ποια κατεύθυνση; Αναμφισβήτητα προς το χειρότερο, το απάνθρωπο, το αποκρουστικό. Ε; Και ποιος επιλέγει αυτήν την κατεύθυνση;
Μα, αυτοί που ψήφισες. Και ψήφισες με γνώμονα το «συμφέρον» όπως άλλωστε «κάνουν όλοι». Για να βολέψεις και να βολευτείς φέρθηκες με τον χειρότερο τρόπο στην πόλη σου. Κι αυτή σού επιστρέφει με μεγέθη απέχθειας όσα πριμοδότησες εσύ με μεγέθη αδιαφορίας. Τα τοπία στα οποία μεγάλωσες, έπαιξες, ερωτεύθηκες, πικράθηκες, χάρηκες και λυπήθηκες, πανηγύρισες και απογοητεύτηκες, γεύτηκες τα ελέη των βιωμάτων της ανελέητης ζωής, αυτά τα τοπία πρόσφερες στους αγύρτες της εξουσίας για να εισπράξεις τα ψίχουλα που έπεφταν από το τραπέζι τους κάθε φορά.
Και η πόλη σου ψυχορραγεί εδώ και χρόνια. Το ότι δεν έχει ακόμη πεθάνει οφείλεται στο ότι κάποιοι θέλουν να την συντηρούν στην «εντατική». Έτσι συμφέρει περισσότερο. Οι αγύρτες παριστάνουν τους «γιατρούς» που χρειάζονται τα απαραίτητα «φάρμακα» των πάντα πρόθυμων εργολάβων για να διαχειριστούν την παρακμή. Εκείνο που θέλουν όλοι αυτοί είναι να εγκρίνουμε εμείς για μια ακόμη φορά την ανανέωση του θλιβερού τους συμβολαίου.
Συνωστίζονται δίπλα στις κάλπες συντηρητικοί, προοδευτικοί, σοσιαλδημοκράτες, «κομμουνιστές», ριζοσπάστες ζητώντας για μια ακόμη φορά να τους παραδώσουμε την εντολή για την καλύτερη διαχείριση της παρακμής. Την παρακμή της μνήμης μας, των βιωμάτων μας, των δρόμων και των πλατειών μας, του αέρα και του φωτός μας, των γλεντιών και των πανηγυριών μας, των «ληξιαρχικών πράξεων» της γέννησης και του θανάτου μας. Και η ζωή μας να γλιστράει πάνω από τους βουλωμένους υπονόμους.
Στον αντίποδα έχουμε μία και μόνο επιλογή. Να τους το αρνηθούμε. Όχι απλώς και μόνον για να τους τιμωρήσουμε. Αλλά για να αξιώσουμε τους εαυτούς μας. Να πάρουμε τη ζωή στα δικά μας χέρια. Να μάθουμε από τις ουτοπίες των επαναστατικών καιρών, από τις κομμούνες του παρελθόντος, από τις κοινότητες της ζωής και του αγώνα που πασχίζουν να μας μηνύσουν την αξιοπρέπεια ασφυκτιώντας μέσα στην ιστορία των «νικητών», ασφυκτιώντας μέσα στη νεκροζώντανη ιστορία στην οποία οι αγύρτες θέλουν να μας κάνουν συνένοχους. Ουτοπία δεν είναι ο αγώνας για την ανατροπή αυτού του κόσμου. Ουτοπία είναι να πιστεύουμε ότι μπορούμε να συνεχίσουμε έτσι.
Ιδρύουμε λοιπόν μια «παράταξη» που δεν θα κατέβει στις εκλογές αλλά στους δρόμους. Μια «παράταξη» που θέλει οι υποτελείς τάξεις της πόλης να γίνουν επικίνδυνες τάξεις. Μια «παράταξη» που θα υπονομεύσει το εκλογικό πανηγύρι. Μια «παράταξη» ενάντια στους εργολάβους της ζωής.
Leave a Reply