Οι πολιτικές εξελίξεις γύρω από την υπόθεση της Χρυσής Αυγής κρίνονται… ραγδαίες. Ξηλώνονται αξιωματικοί της αστυνομίας οι οποίοι συνδέονται με -ή παραβλέπουν τα- «ανδραγαθήματα» των φασιστοειδών, άλλοι αντικαθίστανται και παίρνουν μεταθέσεις για να μην εμποδίσουν την σχετική έρευνα, γίνονται έρευνες στο στρατό μπας και εντοπιστούν αξιωματικοί-μέλη και εκπαιδευτές των ταγμάτων εφόδου, κατατίθενται κυβερνητικές προτάσεις για διακοπή χρηματοδότησης του «λαϊκού συνδέσμου», εκκινούν βουλευτικές διαδικασίες για την ποινική περιθωριοποίηση. Τα ΜΜΕ «αλλάζουν ρότα» και διαχέουν έναν επιθετικό σκεπτικισμό γύρω από την εγκληματικότητα της ΧΑ συνεπικουρώντας τις πολιτικές εξελίξεις. Ρεπορτάζ με «μετανοημένους» χρυσαυγίτες, καινούργια βίντεο με τεκμηριώσεις πολιτικής εγκληματικότητας, παλαιά βίντεο που σύρονται έξω από τον ιδιότυπο αποκλεισμό τους λόγω «αλλαγής ρότας», «ανενόχλητη» προβολή της κοινωνικής οργής για τον θάνατο του Π. Φύσσα, και ολίγη «αυτοκριτική» για την πρότερη «ανοχή» ή «στήριξη» του δημοσιογραφικού κόσμου στον φασιστικό εσμό.
Διατυπώνεται λοιπόν μια δομική αναδιευθέτηση της υπόθεσης ΧΑ. Κάνοντας, ωστόσο, μια απλή χρήση των αναλυτικών μας εργαλείων μπορούμε να αντιληφθούμε τη διαλεκτική σχέση μεταξύ ουσίας και φαινομενικότητας. Η ουσία είναι ότι ο ολοκληρωτισμός που υπάρχει εγγενώς μέσα στις ίδιες τις δομές του κράτους «Λεβιάθαν» επιτρέπει στον καπιταλισμό να αντιμετωπίζει τον κοινωνικό σχηματισμό με μια πολύ συγκεκριμένη εκδοχή των αρχών του Διαφωτισμού όποτε κρίνεται απαραίτητο. Η συστημική κρίση έχει οδηγήσει σε έναν υπερσυγκεντρωτισμό της συσσώρευσης κεφαλαίων προσθέτοντας ένα ακόμη πρόβλημα στο να αναχαιτιστούν τα δομικά αδιέξοδα του καπιταλισμού. Οι λύσεις για μια αναλογική σχέση συσσώρευσης κεφαλαίων και αστικής δημοκρατίας μέσα σε αυτή τη συνθήκη είναι αδύνατη. Οι «ανοιχτές κοινωνίες» του καπιταλισμού πρέπει να περισταλούν στο βαθμό που μπορούν να παράξουν λύσεις στα δομικά αδιέξοδα, τέτοιες που να πείθουν για το ξεπέρασμα του καπιταλισμού ως προϋπόθεση για την ίδια τους την ύπαρξη. Έτσι οι κοινωνίες πρέπει να κλείσουν, να φτωχύνουν σε κάθε επίπεδο, υλικό, πνευματικό, συναισθηματικό, να υποστείλουν κάθε δυνατότητα ενδεχόμενης κριτικής, αμφισβήτησης και άρνησης του υπάρχοντος. Η κίνηση του καπιταλισμού προς τον ολοκληρωτισμό είναι παγκόσμιο φαινόμενο.
Από το 2009 έχει γίνει εμφανής η απόπειρα των διευθυντηρίων εξουσίας να χρησιμοποιήσουν την Ελλάδα ως δοκιμαστικό σωλήνα για τον εξανδραποδισμό των «ανοιχτών κοινωνιών». Μία επίθεση στην ελληνική οικονομία στα τέλη του 2008 οπότε και αποσύρθηκαν 25 δις ευρώ από το τραπεζικό σύστημα, χωρίς ποτέ να γίνει γνωστή η καταγωγή της επίθεσης αυτής, απελευθέρωσε τις συστημικές επιλογές. Μία βασική δομική επιλογή ήταν η κήρυξη ενός «καθεστώτος έκτακτης ανάγκης» που επιβεβαίωσε και κατοχύρωσε την βίαιη περιστολή κάθε πολιτικού και κοινωνικού χαρακτηριστικού της ίδιας της εκ φύσεως περιεσταλμένης αστικής δημοκρατίας ελληνικού τύπου. Έκτοτε «απολαμβάνουμε» την αγαστή σχέση μιας κοινοβουλευτικής δημοκρατίας με τις φασιστικές συμμορίες μέσα κι έξω από το κοινοβούλιο χωρίς να μπορεί να γίνει αυτή η σχέση διακριτή: για παράδειγμα, τι είναι οι «πράξεις νομοθετικού δικαίου» που αντικαθιστούν τα νομοσχέδια και περνάνε η μία μετά την άλλη ρυθμίζοντας την συστημική συγκρότηση… αν όχι ασκήσεις ολοκληρωτισμού;
Στο πεδίο της φαινομενικότητας υπάρχει το πανηγύρι των εκλογικών ποσοστών και των ασταμάτητων γκάλοπ, η επικύρωση του «αντισυστημικού» χαρακτήρα της ΧΑ με διαρκείς επιτηδευμένες κινήσεις ενός ιδιότυπου αποκλεισμού της, η εξοργιστικά εξόφθαλμη ενίσχυσή της από τον σκληρό πυρήνα του κρατικού μηχανισμού, η επιτηδευμένη κατεύθυνση της κοινωνικής δυσφορίας προς μια ανάθεση -και προφανώς ανεξέλεγκτη εργολαβία- στα τάγματα εφόδου. Είναι γεγονός ότι το ξεθεμελίωμα του πελατειακού κράτους (όχι ως αυτεπιλογή του πολιτικού συστήματος αλλά ως αναπόφευκτη πραγματικότητα και εξωγενής αναγκαιότητα) απελευθέρωσε ιδεολογικές αγκυλώσεις, πυροδότησε την αναβίωση ενός μετεμφυλιακού σκοταδισμού βασισμένου σε μια πίστη… σε ό,τι μπορεί κανείς να χαρακτηρίσει αντιδραστικότητα, «έσυρε» την κεντρική πολιτική σκηνή σε ασκήσεις βαθιάς υποταγής στις πιο σκοτεινές εκδοχές του Διαφωτισμού (ερωτοτροπώντας στα όριά τους με έναν επικίνδυνα αναχρονιστικό υπερβατικό Ρομαντισμό).
Μέσα σε αυτό το κλίμα δεν πρέπει να απορεί κανείς που δεν έχουν κατασχεθεί τα τηλέφωνα βασικών εμπλεκόμενων στην υπόθεση της δολοφονίας του Φύσσα (ενώ είναι το πρώτο σχεδόν πράγμα που εφαρμόζεται άμα τη συλλήψει ενός αντικαθεστωτικού διαδηλωτή), που δεν έχουν ακόμη ανακοινωθεί οι συνομιλίες από την άρση του απορρήτου των τηλεφωνημάτων μεταξύ των φυσικών και ηθικών δολοφόνων (ενώ σε άλλες περιπτώσεις τις ακούμε σε χρόνο dt από την κάθε Ζούγκλα gr), που έχουν μείνει ανενόχλητοι οι άλλοι 20 εμπλεκόμενοι στην επίθεση στον Φύσσα (ενώ σε χρόνο dt είχαν προσαχθεί 46 άτομα αμέσως μετά από επίθεση οπαδών του ΠΑΟΚ στα γραφεία της ΧΑ στη Σαλονίκη)… και πόσα άλλα…
Αυτό που μπορούμε να επισημάνουμε είναι ότι δεν πρέπει να περιμένει κανείς απολύτως τίποτε από τις θεσμικές αναδιατάξεις σχετικά με την υπόθεση του φασισμού γιατί εκτιμούμε ότι πρόκειται για κεντρική συστημική επιλογή των καιρών μας. Προφανώς, παρακολουθούμε τις «αποχρώσες ενδείξεις» των πολιτικών μετατοπίσεων αλλά έχουμε πάντα επίγνωση της σχέσης μεταξύ ουσίας και φαινομενικότητας.
Εφόσον πρόκειται για μια «διαρκή ανάλυση» δεν μπορούμε να αφήσουμε μερικά γεγονότα απέξω. Τόσο σε επίπεδο αριστερών πολιτικών οργανώσεων όσο και σε επίπεδο διαφόρων «προοδευτικών» καλλιτεχνών… το ζήτημα της αντιφασιστικής βίας έχει εξέχουσα θέση τις τελευταίες ημέρες. Δεν θέλουμε να αναφερθούμε σε μια ιδιοτελή και επιτηδευμένη απόκρυψη των αντιφασιστικών δράσεων του μεγαλύτερου μέρους του α/α χώρου από αυτούς τους χώρους. Ο κοινωνικοπολιτικός πόλεμος αυτού του χώρου ενάντια στον ρατσισμό και τον εθνικισμό είναι διαρκής και ατελεύτητος δεκαετίες τώρα, όταν όλοι αυτοί ή, έστω, οι περισσότεροι από αυτούς απολάμβαναν την καταναλωτική ευμάρεια πραγμάτων και… ιδεολογιών. Η μονοδιάστατη προσέγγιση για τον α/α χώρο που χρεώνεται με μια δήθεν άλεκτη, άφατη, μουγκή, τυφλή, όπως θέλετε πείτε την, αντιφασιστική βία δεν είναι τυχαία. Κάθε διαχωρισμός θεωρίας και πράξης είναι ύποπτος, πόσω μάλλον όταν προωθείται από χώρους που δεν ανέχονται μια εκ των αριστερών τους κριτική και αμφισβήτηση.
Όλοι αυτοί οι χώροι δεν μπορούν να απαντήσουν σε ένα βασικό μας ερώτημα: Ωραία όλα αυτά… περί ειρήνης και δημοκρατίας, απομόνωσης, γυρίσματος της πλάτης, ακύρωσης των φασιστών και άλλων ευτράπελων της ιστορίας αλλά όταν σε παίρνουν τηλέφωνο μετανάστες και ζητούν βοήθεια τη στιγμή που δέχονται επίθεση πιστεύει κανείς ότι μπορεί να τους βοηθήσει κάτι από… «ειρήνη»; Όσο πολεμάμε το φασισμό ως μια σκοταδιστική ιδεολογία με όρους πολιτικούς και κοινωνικούς άλλο τόσο πολεμάμε και τους φασίστες στους δρόμους όταν σηκώνουν τα χέρια τους και τα μαχαίρια τους προς κάθε αδύναμο, διαφορετικό, μετανάστη, πρόσφυγα, κομμουνιστή, αναρχικό… Και όποιοι χώροι, πολιτικοί και καλλιτεχνικοί, διαφωνούν ας παίρνουν την αστυνομία τηλέφωνο κάθε φορά και ας κάθονται στα ρητορικά τους αναλόγια ενώ οι χτυπημένοι και βανδαλισμένοι θα φυλακίζονται ή θα απελαύνονται. Τώρα δε που προστέθηκε και ο Παύλος στον κύκλο του αίματος είναι εξόχως προβληματικό να επαναλαμβάνουν όλοι αυτοί το ίδιο τροπάρι με το οποίο μας ζάλιζαν τόσον καιρό και το οποίο εκ των πραγμάτων –για μια ακόμη κραυγαλέα φορά- κρίνεται αναποτελεσματικό.
Όσον αφορά συντρόφους/ισσες, αντιφασίστες/στριες στους δρόμους, ανοιχτά αυτοοργανωμένα εγχειρήματα, αυτοδιαχειριζόμενα στέκια, καταλήψεις, αντιεξουσιαστικές και αναρχικές ομάδες, ακηδεμόνευτες συνελεύσεις σε γειτονιές, κοινότητες σε διαδικασία αγώνα ενάντια σε καπιταλιστικά συμφέροντα και την κρατική καταστολή… να προσέχουμε. Όπως και να’χει ένας στόχος θα παραμένουμε πάντα όλοι και όλες εμείς.
Leave a Reply