“Καλησπέρα, είμαι η Α. και την Παρασκευή 5 Νοεμβρίου στη 1 το βράδυ γύριζα στο σπίτι μου μετά από μια βραδιά χορού. Στο μαγαζί που βρισκόμουν με φίλους ήταν ένας τύπος που με κοίταζε πολύ έντονα καθ όλη τη διάρκεια της βραδιάς. Ήρθε να μου ζητήσει να χορέψουμε αλλά αρνήθηκα γιατί με έκανε να αισθάνομαι πραγματικά άβολα και γενικά η κατάσταση ήταν αρκετά παρενοχλητική.
Αποφάσισα να φύγω και καθώς ήμουν πάνω στην Πατησίων παρατηρώ ότι είναι κι αυτός από πίσω μου. Σκέφτηκα ότι οι δρόμοι είχαν αρκετά φώτα και ότι δεν κινδύνευα. Είχα στο μυαλό μου τη φωνή της φίλης μου να μου λέει “αφού ζεις στο κέντρο, να έχεις πάντα ένα σπρέι πιπεριού μαζί σου”. Αρνιόμουν να ξεκινάω με φόβο από το σπίτι μου και να γυρνάω με φόβο σε αυτό, όμως εκείνη τη στιγμή ένιωθα ότι κάτι δεν πάει καλά.
Με αυτές τις σκέψεις φτάνω στην Πειραιώς και βλέπω μπροστά μου δελτάδες. Η όψη τους με τα full face και τον εξοπλισμό τους, άκρως απωθητική, γι’ αυτό δεν ήθελα να τους μιλήσω. Πήγα όμως και στάθηκα στο ίδιο πεζοδρόμιο με αυτούς, στη γωνία, για να απομακρυνθεί ο τύπος που με ακολουθούσε.
Ξαφνικά έρχεται ο μπάτσος και με ρωτάει “Θέλεις κάτι;”. Του λέω “Αυτός ο τύπος με ακολουθεί εδώ και κάποια χιλιόμετρα και στάθηκα εδώ για να φύγει”. Με κοιτάει με ύφος και μου λέει “ξέρεις ότι δεν πρέπει να κάθεσαι δίπλα μας;”. Ο διάλογος που ακολούθησε με θυμώνει ακόμα και θα με θυμώνει για πάντα.
Α: “Μόλις σας είπα ότι έχω έναν ανώμαλο στο κατόπι μου και εσείς μου λέτε να μην κάθομαι δίπλα σας;”
Μ1: “Ταυτότητα”
Α: “Συγγνώμη;”
Μ1: ” Δείξε μου την ταυτότητά σου”
Εγώ σε σοκ, να βλέπω τον ανώμαλο να με κοιτάει και να χασκογελάει από την απέναντι στάση του λεωφορείου και τον μπάτσο να μην έχει γυρίσει καν να τον κοιτάξει, αλλά να μου κάνει εξακρίβωση χωρίς κανένα απολύτως λόγο. Αρχίζουν να πλακώνουν και οι υπόλοιποι δελτάδες γιατί καταλαβαίνουν ότι κάτι συμβαίνει.
Μ2: “Τι συμβαίνει εδώ;”
Α: “Ο τύπος απέναντι (τον δείχνω) με ακολουθεί και στάθηκα δίπλα σας για να φύγει. Και εδώ ο συνάδελφός σας αντί να πάει σε αυτόν, μου ζητάει ταυτότητα. Είναι δυνατόν;”
Μ2: “Κάνε ο,τι σου λέει και άσε τα πολλά λόγια. Τι κάνεις εδώ τέτοια ώρα;”
Α: (βγάζω την ταυτότητα και παγωμένη όπως ήμουν δεν ρώτησα καν τα ονόματά τους) “Ρε παιδιά, ο τυπάς είναι απέναντι, γιατί δεν πάτε σε αυτόν;”
Μ1: “Έχεις προσαχθεί τους τελευταίους 6 μήνες;”
Α: (τον κοιτάω με το πιο έκπληκτο βλέμμα που έχω κοιτάξει ποτέ άνθρωπο) “Με κοροϊδεύετε;”
Μ3: “Απάντα στην ερώτηση”
Α: “Όχι! Με τον τύπο απέναντι θα κάνετε κάτι;”
Μ1: “Δεν ξέρεις ότι είναι επικίνδυνα εδώ τέτοια ώρα; Γιατί κυκλοφορείς;”
Α: “Εσείς γιατί δεν κάνετε τη δουλειά σας;”
Μ4: “Καθαρή είναι”
Μ1: “Μπορείς να φύγεις” (μου δίνει πίσω την ταυτότητα)
Θύμωσα με τον εαυτό μου που με εξέπληξε τόσο πολύ ο σεξισμός, η ψυχρότητα, η συγκάλυψη, η αδιαφορία και η εξουσιαστική τους στάση. Τι παραπάνω περίμενα από αυτούς που χτυπάνε μανιασμένοι με τα γκλομπ τα μηχανάκια τους, έτοιμοι να σε σκοτώσουν κάθε φορά που βγαίνεις στο δρόμο; Δεν τους ήξερα; Δεν μπορούσα να το φανταστώ;
Κι όμως, πάγωσα. Μια φίλη μου είπε ότι αυτή την παγωμάρα βιώνουν και οι κοπέλες που βιάζονται. Και κάπως έτσι, γύρισα σπίτι, θυμωμένη, φοβισμένη, αγανακτισμένη, συγχυσμένη. Όχι τελικά γιατί με τραμπούκισαν μπάτσοι, αλλά γιατί δεν είχα τα αντανακλαστικά να τους τραμπουκίσω εγώ, κι ας μου κόστιζε.
Αν θέλετε, κοινοποιήσετε την καταγγελία μου και πιέστε για δίκτυα προστασίας, για περιφρουρήσεις, για συλλογικές διαδικασίες που θα μας βοηθήσουν να σπάσουμε το φόβο, να νιώθουμε ασφαλή στο δρόμο, στις πορείες, στις γειτονιές, σε μια μπατσοκρατούμενη πόλη, να εκπαιδευτούμε στη σύγκρουση, αφού πλέον είναι αναπόφευκτη.
Α.
Leave a Reply