Άρθρο που δημοσιεύτηκε αρχικά στο Analyse Opinion Critque (γαλλικά) και στο blog των εκδόσεων Verso Books. Ο Jacques Rancière είναι ακαδημαϊκός, συγγραφέας και φιλόσοφος. Μετάφραση Δημήτρης Πλαστήρας
Βλέποντας την επίθεση στο Καπιτώλιο, μπορεί να προκαλεί έκπληξη το να βλέπεις οπαδούς του Trump να αρνούνται συνεχώς τα γεγονότα σε βαθμό που να βυθίζονται σε φανατισμένη βία. Κάποιοι τους αντιμετωπίζουν ως εύπιστα πνεύματα παραπλανημένα από τις ψεύτικες ειδήσεις. Πως όμως μπορούμε ακόμη να πιστεύουμε σ’ αυτό το παραμύθι όταν ζούμε σε ένα κόσμο όπου υπάρχει υπερπληθώρα και νέων και σχολιαστών που «αποκρυπτογραφούν» τα νέα; Στην πράξη, αν οι άνθρωποι απορρίπτουν αυτό που είναι ξεκάθαρο, δεν το κάνουν επειδή είναι ηλίθιοι, είναι για να δείξουν πως είναι έξυπνοι. Ένα δείγμα μιας διαστροφής εμφυτευμένης στην ίδια την δομή της λογικής μας.
Είναι εύκολο να κάνουμε πλάκα με τις ανοησίες του Donald Trump και να μιλήσουμε αποδοκιμαστικά για την βία των φανατικών του. Όμως η απελευθέρωσης του απόλυτου παραλογισμού στην καρδιά της εκλογικής διαδικασίας, στη χώρα που είναι τέλεια ρυθμισμένη για να διαχειρίζεται την εναλλαγή σε ένα αντιπροσωπευτικό σύστημα δημιουργεί επίσης ερωτήματα για τον κόσμο τον οποίο μοιραζόμαστε μαζί της: ένα κόσμο που νομίζαμε πως ήταν ο κόσμος της λογικής σκέψης και της ειρηνικής δημοκρατίας. Και το πρώτο ερώτημα είναι φυσικά: πως μπορούν να αρνούνται οι άνθρωποι τόσο πεισματικά να αναγνωρίσουν τα καλύτερα τεκμηριωμένα στοιχεία, και πως μπορεί αυτή η άρνηση να είναι τόσο ευρέως διαδομένη και υποστηριζόμενη;
Κάποιοι άνθρωποι κρατιούνται ακόμη από ένα παλιό σωσίβιο: εκείνοι που δεν θέλουν να αναγνωρίσουν τα γεγονότα αντιμετωπίζονται ως παραπληροφορημένοι αδαείς ή εύπιστα άτομα που έχουν πέσει θύμα ψευδών ειδήσεων. Αυτή είναι η κλασική εικόνα των καλών αλλά απλοϊκών ανθρώπων που έχουν παρασυρθεί, αλλά που το μόνο που χρειάζεται είναι να μάθουν να εντοπίζουν πληροφορίες οι ίδιοι για τα γεγονότα και να τα κρίνουν με κριτική σκέψη. Αλλά πως μπορούμε να πιστεύουμε αυτό το παραμύθι λαϊκής αφέλειας όταν ζούμε σε ένα κόσμο όπου τα μέσα πληροφόρησης, τα μένα διασταύρωσης της πληροφορίας και σχολιασμοί που «αποκωδικοποιούν» κάθε πληροφορία, είναι άμεσα διαθέσιμα για όλους;
Το ερώτημα έτσι πρέπει να αντιστραφεί: αν οι άνθρωποι απορρίπτουν το προφανές, δεν είναι επειδή είναι ανόητοι, είναι για να δείξουν πως είναι ευφυείς. Και η ευφυία, όπως είναι γνωστό, αποτελείται από το να προσέχεις τα γεγονότα και να διερωτάσαι τον σκοπό της τεράστιας μάζας πληροφοριών που πέφτει πάνω μας καθημερινά. Στο οποίο η απάντηση είναι, απόλυτα φυσιολογικά, είναι για να παραπλανήσει τους ανθρώπους, επειδή αυτό που φαίνεται με την πρώτη ματιά συνήθως είναι εκεί για να καλύψει την αλήθεια, την οποία πρέπει να μπορούμε να ανακαλύψουμε – κρυμμένη κάτω από την ψεύτικη εμφάνιση των παρουσιαζόμενων γεγονότων.
Η δύναμη αυτής της απάντησης είναι πως ικανοποιεί και τον πιο φανατικό και τον πιο σκεπτικιστική ταυτόχρονα. Ένα από τα αξιοσημείωτα χαρακτηριστικά της νέας ακροδεξιάς είναι ο χώρος που καταλαμβάνεται από θεωρίες συνωμοσίας και αρνητισμού. Αυτές οι θεωρίες έχουν παραισθητικές πτυχές, όπως η θεωρία της μεγάλης διεθνούς παιδοφιλικής σκευωρίας. Το ντελίριο όμως αυτό τελικά είναι απλά η ακραία μορφή του είδους της λογικής που σε γενικές γραμμές εκτιμάται στις κοινωνίες μας: εκείνη που απαιτεί να δούμε κάθε ιδιαίτερο γεγονός ως το αποτέλεσμα μιας παγκόσμιας τάξης, τοποθετώντας το σε ένα ευρύτερο πλαίσιο συνδέσεων που το εξηγεί και το εμφανίζει να είναι πολύ διαφορετικό τελικά από αυτό που αρχικά φαίνονταν.
Ξέρουμε πως αυτή η αρχή επεξήγησης των πάντων από το άθροισμα των συνδέσεων επίσης λειτουργεί και αντίστροφα: είναι πάντοτε πιθανό να αρνηθείς ένα γεγονός με την επίκληση την απουσία ενός κρίκου στην αλυσίδα συνθηκών που το κάνουν πιθανό. Αυτό, όπως γνωρίζουμε, είναι πως συγκεκριμένοι ριζοσπάστες μαρξιστές αρνούνταν την ύπαρξη των ναζιστικών θαλάμων αερίων, καθώς ήταν αδύνατο να κατανοήσουν την αναγκαιότητα τους από την γενικότερη λογική του καπιταλιστικού συστήματος. Και, ξανά σήμερα, κάποιοι διακριτικοί διανοούμενοι αντιλαμβάνονται τον κορονοϊό ως ένα παραμύθι επινοημένο από τις κυβερνήσεις μας για να μας ελέγξουν καλύτερα.
Η λογική πίσω από θεωρίες συνωμοσίας και αρνητισμού δεν είναι ιδιαίτερη σε απλοϊκά μυαλά και άρρωστους εγκεφάλους. Οι ακραίες μορφές μαρτυρούν στο κομμάτι του άλογου και προκατάληψης που υπάρχουν στη καρδιά της κυρίαρχης μορφής λογικής στις κοινωνίες μας, και με τους τρόπους σκέψης που ερμηνεύουν πως λειτουργούν. Η πιθανότητα άρνησης των πάντων δεν είναι το είδος «σχετικισμού» που αμφισβητείται από σοβαρά μυαλά που θεωρούν τους εαυτούς τους ως φύλακες της ορθολογικής ολικότητας. Είναι μια διαστροφή που εμπεριέχεται στην ίδια την δομή της λογικής μας.
Μπορεί να ειπωθεί πως το οι άνθρωποι να αρνούνται τα πάντα δεν αρκεί να έχουν τα κατάλληλα πνευματικά όπλα. Είναι επίσης αναγκαίο να το επιθυμούν. Αυτό είναι απόλυτα αληθές. Χρειάζεται όμως να μελετήσουμε το περιεχόμενο αυτής της επιθυμίας ή επιρροής που οδηγεί στο να πιστέψεις ή όχι.
Είναι απίθανο πως οι εβδομήντα πέντε εκατομμύρια ψηφοφόροι που έδωσαν το ψήφο τους στον Trump να είναι αδύναμα μυαλά που πείστηκαν από τους λόγους και τις ψευδείς πληροφορίες που μεταφέρουν. Δεν πιστεύουν με την έννοια πως παίρνουν κάθε τι που λέει ως αληθινό. Πιστεύουν με την έννοια πως είναι χαρούμενοι να ακούν αυτό που ακούν: μια ικανοποίηση που μπορεί να εκφράζεται σε ένα χάρτινο ψηφοδέλτιο κάθε τέσσερα-πέντε χρόνια, αλλά πολύ πιο απλοϊκά καθημερινά με ένα απλό «like». Και οι φορείς των ψευδών πληροφοριών δεν είναι ούτε αφελείς άνθρωποι που φαντάζονται πως είναι αλήθεια ούτε κυνικοί που ξέρουν πως είναι ψέματα. Είναι απλά άνθρωποι που θέλουν να είναι έτσι, που θέλουν να βλέπουν, να σκέφτονται, να αισθάνονται και να ζουν στην κοινότητα του συναισθήματος που υφαίνουν αυτές οι λέξεις.
Πως θα πρέπει να κατανοήσουμε αυτή την κοινότητα και αυτή την επιθυμία; Εδώ είναι που ακόμη μια οκνηρή αντίληψη βρίσκεται σε αναμονή, εκείνη του λαϊκισμού. Αντίθετα από ένα καλό και αφελές πλήθος, αυτός επικαλείται ένα αγανακτισμένο και φθονερό πλήθος, έτοιμο να ακολουθήσει κάποιον που γνωρίζει πως να ενσαρκώσει τις πικρίες τους και να προβάλει την άποψη τους.
Ο Trump, μας λένε, είναι αντιπροσωπευτικός της αγωνίας και του θυμού των μη προνομιούχων λευκών κοινοτήτων: εκείνων που εγκαταλείφθηκαν από την οικονομική και κοινωνική μεταμόρφωση· εκείνων που έχασαν τις δουλειές τους με την αποβιομηχάνιση και τα στοιχεία της ταυτότητας τους με νέες μορφές ζωής και κουλτούρας· εκείνων που αισθάνονται εγκαταλειμμένοι από απόμακρες πολιτικές ελίτ και περιφρονημένοι από την μορφωμένη ελίτ. Δεν είναι καινούριος σκοπός: είναι ήδη ο τρόπος που η ανεργία στην δεκαετία του 1930 χρησίμευσε για να εξηγηθεί ο ναζισμός και έχει χρησιμοποιηθεί επανειλημμένα για κάθε άνοδο της ακροδεξιάς στις χώρες μας. Αλλά πως μπορούμε να πιστέψουμε στα αλήθεια πως τα εβδομήντα πέντε εκατομμύρια ψηφοφόροι του Trump ταιριάζουν με αυτό το προφίλ θυμάτων της κρίσης, της ανεργίας και της ταπείνωσης; Είναι έτσι αναγκαίο να εγκαταλείψουμε το το δεύτερο σωσίβιο της νοητικής παρηγοριάς, την παραδοσιακή μορφή ενός ανθρώπινου συνόλου που μπαίνει στο ρόλο του παράλογου πρωταγωνιστή: ενός αγανακτισμένου και βίαιου πλήθους που είναι το αντίστοιχο του καλού και αφελή πλήθους.
Σε μεγαλύτερο βάθος πρέπει να αμφισβητήσουμε αυτή τη μορφή ψευδοακαδημαϊκής ορθολογικότητας, η οποία επιδιώκει να μετατρέψει τις πολιτικές μορφές της έκφρασης των πλήθους-υποκειμένου σε στοιχεία που ανήκουν σε αυτό ή το άλλο στρώμα σε άνοδο ή πτώση. Ένα πολιτικό πλήθος δεν είναι η έκφραση του κοινωνιολογικού πλήθους που προϋπάρχει. Είναι μια συγκεκριμένη δημιουργία: το προϊόν ενός αριθμού θεσμών, διαδικασιών και μορφών δράσης, αλλά και λέξεων, φράσεων, εικόνων και απεικονίσεων που δεν εκφράζουν τα συναισθήματα ενός υπάρχοντος πλήθους αλλά δημιουργούν ένα ιδιαίτερο πλήθος, με το να δημιουργούν ένα ιδιαίτερο καθεστώς αισθημάτων για αυτό.
Οι άνθρωποι του Trump δεν είναι η έκφραση των κοινωνικών στρωμάτων σε δυσκολία και σε αναζήτηση προστάτη. Είναι πάνω από όλα, ένας λαός παραγόμενος από ένα ιδιαίτερο θεσμό στο οποίο μπορούμε να δούμε πεισματικά την κορυφαία έκφραση της δημοκρατίας: εκείνη που δημιουργεί μια άμεση και αμοιβαία σχέση μεταξύ ενός ατόμου που ορίζεται να ενσαρκώνει την δύναμη όλων και μιας συλλογικότητας ατόμων που ορίζονται να αναγνωρίζουν τους εαυτούς τους σε αυτό. Είναι επίσης ένα πλήθος δημιουργημένο μια ιδιαίτερη μορφή απεύθυνσης, την προσωποποιημένη απεύθυνση που είναι δυνατή χάρη στις νέες τεχνολογίες επικοινωνίας, όπου ο ηγέτης μιλά κάθε μέρα στον καθένα ξεχωριστά, τόσο ως δημόσιος άνδρας όσο και ως ιδιώτης, χρησιμοποιώντας τις ίδιες μορφές επικοινωνίας που επιτρέπουν στον καθένα ξεχωριστά να εκφράσει καθημερινά αυτό που έχει στο νου ή στην καρδιά του.
Τέλος είναι, ένα πλήθος δημιουργημένο από το ιδιαίτερο σύστημα επιρροών που ο Donald Trump έχει συντηρήσει μέσω αυτού του συστήματος επικοινωνίας: ένα σύστημα που δεν προορίζεται για κάποια συγκεκριμένη τάξη και το οποίο δεν βασίζεται πάνω στην αγανάκτηση αλλά, το αντίθετο, στην ικανοποίηση με την κατάσταση κάποιου, όχι πάνω σε μια αίσθηση ανισότητας που διορθώνεται αλλά σε μια αίσθηση προνομίου του να συντηρείται απέναντι σε όλους όσους θα ήθελαν να επιτεθούν σε αυτή.
Δεν υπάρχει τίποτα το μυστήριο γύρω από το πάθος στο οποίο κάνει επίκληση ο Trump, είναι το πάθος για την ανισότητα, το πάθος που επιτρέπει και στους πλούσιους και στους φτωχούς να βρουν ένα πλήθος κατώτερων πάνω στους οποίους πρέπει να συντηρούν την ανωτερότητα τους. Πράγματι, υπάρχει πάντοτε μια ανωτερότητα στην οποία μπορείς να συμμετέχεις: η ανωτερότητα ανδρών πάνω από τις γυναίκες, των λευκών γυναικών πάνω στις μαύρες γυναίκες, των εργαζόμενων πάνω στους άνεργους, εκείνων που δουλεύουν στα επαγγέλματα του μέλλοντος έναντι των άλλων, εκείνων με καλή ασφάλεια και εκείνων που βασίζονται στην κοινωνική πρόνοια, των αυτόχθονων έναντι των μεταναστών, των πολιτών έναντι των ξένων, των πολιτών της μητέρας πατρίδας της δημοκρατίας πάνω από την υπόλοιπη ανθρωπότητα.
Η ταυτόχρονη παρουσία, στο Καπιτώλιο που είχε καταληφθεί από τους μπράβους του Trump, τόσο της σημαίας των 13 ιδρυτικών πολιτειών και της σημαίας του δουλοκτητικού Νότου δείχνει πολύ καλά αυτή τη μοναδική ένωση που κάνει την ισότητα την απόλυτη απόδειξη της ανισότητας και της «επιδίωξης της ευτυχίας» μια γεμάτη μίσος υπόθεση. Το ήθος όμως ενός συγκεκριμένου έθνους δεν μπορεί να ταυτιστεί με είτε με αυτή την ταύτιση της εξουσίας του συνόλου με μια αόριστη συλλογή ανωτεροτήτων και μίσους, ή με ένα ιδιαίτερο κοινωνικό στρώμα. Ξέρουμε το ρόλο που έπαιξε στη χώρα μας η αντίθεση μεταξύ μιας «σκληρά εργαζόμενης Γαλλίας» και μιας «τεμπέλικης Γαλλίας», μεταξύ εκείνων που προχωρούν μπροστά και εκείνων που παραμένουν εξαρτημένοι σε αρχαϊκά συστήματα κοινωνικής προστασίας, ή μεταξύ πολιτών της χώρας του Διαφωτισμού και των ανθρώπινων δικαιωμάτων και φανατικών πληθυσμών που απειλούν την ακεραιότητα της. Και μπορούμε να δούμε, κάθε μέρα στο Διαδίκτυο, το μίσος όλων των μορφών ισότητας που αυξάνεται σε σημείο βρασμού από τα σχόλια αναγνωστών εφημερίδων.
Όπως η ξεροκέφαλη άρνηση δεν είναι το γνώρισμα οπισθοδρομικών μυαλών αλλά μια εκδοχή της κυρίαρχης λογικής, έτσι και η κουλτούρα του μίσους δεν είναι το προϊόν των μη προνομιούχων κοινωνικών στρωμάτων αλλά των λειτουργικών θεσμών μας. είναι μια μέθοδος «διαμόρφωσης ανθρώπων», ένας τρόπος δημιουργίας που ανήκει στη λογική της ανισότητας. Σχεδόν διακόσια χρόνια πριν, ο Joseph Jacotot, στοχαστής της διανοητικής χειραφέτησης, έδειξε πως η αντιχειραφετική παράνοια ήταν η βάση μιας κοινωνίας στην οποία κάθε κατώτερος ήταν ικανός να βρει κάποιον πιο κατώτερο από αυτόν και να απολαύσει την ανωτερότητα του. Μόλις ένα τέταρτο του αιώνα πριν ανέφερα πως η ταύτιση της δημοκρατίας με την συναίνεση παρήγαγε , στη θέση ενός λαού κοινωνικής διαίρεσης, που τώρα αποκαλείται αρχαϊκός, έναν πολύ πιο αρχαϊκό λαό βασισμένο αποκλειστικά στις υποθέσεις του μίσους και του αποκλεισμού.
Αντί της ασφάλειας της αγανάκτησης και της περιφρόνησης, τα γεγονότα που χαρακτήρισαν το τέλος της προεδρίας του Donald Trump θα πρέπει να μας σπρώξει να ρίξουμε μια σχετικά πιο προσεκτική ματιά στις μορφές σκέψης που αποκαλούμε ορθολογικές και τις μορφές κοινότητας που αποκαλούμε δημοκρατικές.
Leave a Reply