Η Ουλρίκε Μάινχοφ (7/10/1934-8/5/1976) ήταν Γερμανίδα δημοσιογράφος και από το 1970 ιδρυτικό και ηγετικό μέλος της ακροαριστερής οργάνωσης Φράξια Κόκκινος Στρατός (RAF), που έδρασε στη Δυτική Γερμανία. Το 1970 συνέβαλλε στην απελευθέρωση του Αντρέας Μπάαντερ (Andreas Baader) από την φυλακή και το 1972 σε πέντε βομβιστικές επιθέσεις που άφησαν τέσσερις νεκρούς. Συνελήφθη το 1972 και αυτοκτόνησε ή κατά την διεθνή επιτροπή που ερεύνησε τις συνθήκες θανάτου της πέθανε πριν απαγχονιστεί το 1976.
Η Ουλρίκε Μάινχοφ θεωρούνταν μέχρι και το θάνατό της, ως ο θεωρητικός ηγετικός νους της ομάδας. Σήμερα εξακολουθούμε να τη βάζουμε στο απλοϊκό καλούπι του “αναρχικού εχθρού του κράτους” ή του μάρτυρα.
Το κινηματογραφικό πορτραίτο της Ουλρίκε Μαρί Μάινχοφ δεν κάνει μόνο αναδρομή στο ιστορικό μιας ζωής, βάζοντας σε κοντινό πλάνο τον άνθρωπο προβάλλει εξίσου και τους ιστορικούς και πολιτικούς συσχετισμούς. Οι χώροι όπου διαδραματίστηκε η ζωή της Μάινχοφ, συναντήσεις και συζητήσεις με ανθρώπους που επηρέασαν αποφασιστικά τη διακεκριμένη δημοσιογράφο από τα παιδικά της χρόνια ως και την εποχή των ανταρτών των πόλεων, κάνουν την ίδια την ταινία ντοκουμέντο.
Η ταινία δεν εντοπίζει μόνο τη θέση της Μάινχοφ στη συλλογική μνήμη, την επαναπροσδιορίζει.
Σκηνοθεσία: Τίμων Κουλμάσης (1994)
αποσπάσματα από συνέντευξη του σκηνοθέτη:
Κατ’ αρχήν επρόκειτο για μιά ταινία μυθοπλασίας που θα έκανα με την κόρη της Ούλρικε Μάινχοφ, τη Μπεττίνα, η οποία τη βρήκε πολύ σκληρή και τελικά αποχώρησε. Το θέμα της ήταν η ιστορία της Γερμανίας μέσα από τα μάτια δύο παιδιών, αρχίζοντας από το 1965-67 και τελειώνοντας γύρω στο 1980. Οι παράλληλες ιστορίες δύο παιδιών των οποίων οι μητέρες είναι πολιτικοποιημένες, αλλά με τελείως διαφορετικό τρόπο: η Ούλρικε Μάινχοφ και η μητέρα μου, που τότε αγωνιζόταν εναντίον της Χούντας μέσω της Ντόιτσε Βέλλε. Μέσα από αυτές τις πορείες, ήθελα να παρουσιάσω το πρόσωπο της Γερμανίας εκείνη την εποχή. Το σενάριο διακρίθηκε σε πολλές επιτροπές αλλά δεν πήρε καμία επιδότηση για προφανείς πολιτικούς λόγους. Και τότε ένας φίλος παραγωγός, ο Φαμπρίς Πυσό, μου πρότεινε να κάνω ένα ντοκιμαντέρ, πράγμα που με τρόμαξε στην αρχή γιατί ήμουν πολύ κοντά στους πρωταγωνιστές της ιστορίας. Αλλά κάποια στιγμή αποφάσισα ότι η ευθύνη που είχα ήταν μεγάλη κι ότι έπρεπε να το κάνω, γιατί χάρη σ’ αυτή την προνομοιακή θέση θα είχα προσβάσεις που δεν ίσχυαν γιά άλλους σκηνοθέτες. Κι όταν τελείωσα το ντοκιμαντέρ δεν είχα πια καμία επιθυμία να ασχοληθώ με την ταινία μυθοπλασίας, τα είχα πει όλα. Ποιος ξέρει, ίσως σε μερικά χρόνια.
Ο στόχος της ταινίας εστιάζεται στην προσπάθεια να καταλάβει κανείς γιατί κάποιος που γνωρίζαμε, η Ούλρικε Μάινχοφ, αποφάσισε μια ωραία πρωία να πάρει τα όπλα, έχοντας τη συνείδηση πως ήταν πλέον αδύνατον να αλλάξει τον κόσμο μέσα από το «λόγο». Η αιωνιότητα της φόρεσε προσωπεία. Η αριστερά το προσωπείο του θύματος (θύμα του κράτους, θύμα του συζύγου της) ηρωποιώντας και μυθοποιώντας την στη συνέχεια. Από την άλλη, η δεξιά της έβαλε το προσωπείο του απλού εγκληματία που κήρυξε πόλεμο στην κοινωνία. Για να κατανοήσουμε λοιπόν το πρωταρχικό ερώτημα, για ποιο λόγο πήρε τα όπλα η Μάινχοφ, έπρεπε κατ’ αρχήν να ρίξουμε τα δύο προσωπεία. Και για να το επιτύχουμε, έπρεπε να ανακαλύψουμε το ανθρώπινο πλάσμα. Να δούμε, κρατώντας πάντοτε την πολιτική διάσταση, και από μιά σκοπιά καθόλου ψυχαναλυτική, ποια ήταν η πορεία της, τα χρόνια της συγκρότησης, την επίδραση της γυναίκας που την ανέθρεψε, το γάμο της. Οι ταινίες σούπερ 8 έχουν ένα νόημα που ξεπερνά την απλή υπενθύμιση της πραγματικότητας και το απλό συναίσθημα που προσθέτει κάτι στο ντοκιμαντέρ. Κατά τη γνώμη μου, δίνουν μιά διάσταση ανθρώπινη σε ένα πρόσωπο που μέχρι τότε ήταν μόνο δημόσιο πρόσωπο στην εικόνα. Ενώ τώρα μπορούμε να συγκρίνουμε, να την παρατηρήσουμε σε καταστάσεις όπου δεν είναι δημόσιο πρόσωπο, να προσθέσουμε αυτή τη διάσταση που λείπει για την κατανόηση της προσωπικότητάς της.
Ένας σημαντικός λόγος ήταν η σωστή απόσταση που έπρεπε να κρατήσω ως σκηνοθέτης απέναντι στα γεγονότα και το θέμα. Το γεγονός ότι ήμουν πολύ κοντά στα πρόσωπα δε μου επέτρεπε να έχω μια ουδέτερη ματιά, όπως θα είχε ίσως οποιοσδήποτε άλλος. Η θέση μου σαφώς διευκόλυνε την πρόσβαση, οι άνθρωποι μου μίλησαν με μεγαλύτερη ευκολία, μου παραχώρησαν το υλικό τους. Όμως, αν είχα χρησιμοποιήσει περισσότερο ερασιτεχνικό υλικό, θα είχα κάνει κατάχρηση της θέσης μου σε σχέση με μιά υπόθεση που αδιαφορεί για το αν ήμουν κοντινός ή όχι, θα είχα θέσει σε κίνδυνο την ισορροπία της ταινίας ανάμεσα στο ιδιωτικό και το δημόσιο. Και ένας άλλος λόγος είναι ότι δεν θέλω να υποβάλλω τον θεατή σε συναισθηματικό εκβιασμό. Δεν πρέπει να του δείχνουμε περισσότερες ιδιωτικές στιγμές σε μια ιστορία που πήρε διαστάσεις δημόσιας και πολιτικής υπόθεσης. Και βέβαια υπήρξαν και εικόνες που αποφάσισα να μη χρησιμοποιήσω, γιατί πρώτον δεν συνέβαλλαν στη σύνθεση της προσωπικότητας της Ούλρικε Μάινχοφ και την κατανόηση του πολιτικού θέματος και δεύτερον για να προστατεύσω κάποια πρόσωπα όπως τις κόρες της, τη μικρή μου αδερφή, τη μητέρα μου.
Για να της αφαιρέσουμε τα προσωπεία, να υπογραμμίσουμε το ανθρώπινο πλάσμα. Μετά από ένα αρκετά σκληρό τέταρτο, που αφηγείται τις δραστηριότητες της ΡΑΦ και κυρίως τα χρόνια της φυλάκισης και το θάνατο, την αυτοκτονία της Ούλρικε Μάινχοφ, τα πλάνα στο τέλος αποτελούν μιά υπενθύμιση ότι αυτή η γυναίκα ήταν και ένα απλό ανθρώπινο πλάσμα και ότι το πεπρωμένο της παραμένει ανθρώπινο, ακόμη και σε μιά κοινωνία όπως η δική μας. Και αυτό το γεγονός δεν αφαιρεί τίποτα από τις πολιτικές της επιλογές. Οι τελευταίες συνεντεύξεις απαντούν στο ερώτημα «Τι απομένει ;». Εκείνοι που τη γνώρισαν και ήταν κοντά της δε δέχονται τη σκέψη ότι το μόνο που μένει είναι τα προσωπεία που τις επιβλήθηκαν. Το ντοκιμαντέρ δείχνει πως κατ’ αρχήν ήταν ένα ανθρώπινο πλάσμα που υπέστη όλη αυτή τη μεταμόρφωση στη διαδρομή της προς το δημόσιο πρόσωπο. Εικόνες ανάλαφρες μιάς νιότης που υπήρξε πριν απ’ όλα αυτά τα γεγονότα…
Leave a Reply