Η πιο πρόσφατη εκδήλωση της ταξικής βίας που βιώνουμε οι από τα κάτω είναι αυτή της αύξησης των τιμών σε βασικά βιοτικά αγαθά όπως τα καύσιμα, η ενέργεια και τα τρόφιμα. Η ακρίβεια, ιδιαίτερα το τελευταίο διάστημα, μονοπωλεί τις συζητήσεις τόσο σε κοινωνικό επίπεδο όσο και σε επίπεδο «κεντρικής» πολιτικής σκηνής για διαφορετικούς φυσικά λόγους. Στην πρώτη περίπτωση η ακρίβεια αποτελεί ένα πρόβλημα ζωτικής σημασίας που δυσχεραίνει απελπιστικά τις συνθήκες διαβίωσης ιδιαίτερα των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων, ενώ για τους ποικιλώνυμους εκφραστές της πολιτικής ελίτ αυτή δεν είναι τίποτα άλλο από μια ακόμα ευκαιρία ψηφοθηρίας μέσα από στημένες «αντιπαραθέσεις» με φόντο τις επερχόμενες εκλογές.
Παρότι, όμως, η ακρίβεια κυριαρχεί στον δημόσιο διάλογο κυρίως τους τελευταίους μήνες, αυτή δεν έπεσε ως κεραυνός εν αιθρία. Για αυτούς που βρίσκονται στη βάση της ταξικής πυραμίδας, δηλαδή τους μισθωτούς, τους επισφαλώς εργαζόμενους, τους ανέργους, τους χαμηλοσυνταξιούχους, τους μετανάστες, το πρόσφατο κύμα ακρίβειας ήταν το αποκορύφωμα της οικονομικής ανέχειας που βιώνουν για πάνω από μια δεκαετία ως απόρροια της οικονομικής κρίσης του καπιταλιστικού συστήματος. Οι ανατιμήσεις στα βασικά αγαθά ήρθαν να προστεθούν στις περικοπές μισθών και συντάξεων, στις απολύσεις, στην ψήφιση αντεργατικών νομοσχεδίων, στους πλειστηριασμούς πρώτης κατοικίας, στην ιδιωτικοποίηση / διάλυση του Ε.Σ.Υ, στην περιστολή δικαιωμάτων και ελευθεριών με πρόσχημα την αντιμετώπιση της πανδημίας. Όλα τα παραπάνω, αποτελούν απλώς διαφορετικές πτυχές της νεοφιλελεύθερης αναδιάρθρωσης που επιβάλλουν με την βία στους από τα κάτω οι πολιτικά και οικονομικά κυρίαρχοι.
Η ακρίβεια δεν είναι συνέπεια (μόνο) του πολέμου, είναι συνέπεια της ύπαρξης του κράτους και του καπιταλισμού.
Η ακρίβεια που ήδη βιώνουμε για πάνω από μια δεκαετία λόγω της οικονομικής κρίσης εντάθηκε κατά την διάρκεια της πανδημίας και όπως όλα δείχνουν θα επιταθεί ακόμα περισσότερο και εξαιτίας του πρόσφατου πολέμου στην Ουκρανία. Το κρατικό αφήγημα θέλει την ακρίβεια ως επακόλουθο του πολέμου αφενός για να συσκοτίσει τις πραγματικές αιτίες της αύξησης των τιμών και αφετέρου για να απαλλάξει την πολιτική και οικονομική ελίτ από τις ευθύνες που φέρει η ίδια για αυτήν σε μια προσπάθεια αποπροσανατολισμού και εκτόνωσης της κοινωνικής δυσαρέσκειας.
Η πραγματική αιτία των ανατιμήσεων δεν έγκειται ούτε (αποκλειστικά) στον πόλεμο ούτε σε οποιαδήποτε άλλη πραγματική ή επίπλαστη κρίση αλλά στον ίδιο τον πυρήνα του κρατικο/καπιταλιστικού συστήματος που έχει στο επίκεντρό του το ιδιωτικό κέρδος και όχι την ικανοποίηση των ανθρώπινων αναγκών. Είναι η ίδια η «λογική» αυτού του εκμεταλλευτικού συστήματος που αφήνει αχρησιμοποίητα μέσα παραγωγής που δεν αποφέρουν κέρδος, αυτή που καταστρέφει προϊόντα προκειμένου να δημιουργηθεί τεχνητή έλλειψη για να μην μειωθούν τα κέρδη των καπιταλιστών, αυτή που δημιουργεί στρατιές ανέργων, αυτή που οδηγεί αναπόφευκτα στους ενδοκαπιταλιστικούς πολέμους και γεννά την προσφυγιά, την φτώχεια, την ακρίβεια.
Όλα αυτά, βέβαια, δεν σημαίνουν ότι η ακρίβεια είναι πλήρως αποσυνδεδεμένη από τον πρόσφατο πόλεμο. Η αύξηση των τιμών βασικών αγαθών λόγω της καταστροφής των υποδομών, των μέσων παραγωγής και των διακρατικών κυρώσεων αποτελεί συνέπεια και του τωρινού (όπως και κάθε) πολέμου. Ωστόσο, η ακρίβεια και ο πόλεμος δεν είναι αναπόφευκτα εν γένει. Ο πόλεμος, η προσφυγιά, η φτώχεια και η εξαθλίωση υπάρχουν νομοτελειακά στο πλαίσιο του κράτους και του καπιταλισμού. Είτε όμως οι τιμές αυξάνονται (και) εξαιτίας του πολέμου, είτε ο πόλεμος αποτελεί απλώς το πρόσχημα για την αύξηση των τιμών αυτό που είναι δεδομένο είναι ότι τόσο στον πόλεμο όσο και στην «ειρήνη» του κράτους και του καπιταλισμού, αυτή που πληρώνει τις αιματηρές επιπτώσεις της ύπαρξής τους είναι η εκμεταλλευόμενη και καταπιεσμένη κοινωνική πλειοψηφία.
Τα αντίμετρα του κράτους ενάντια στην ακρίβεια ωφελούν μονάχα το ίδιο το κράτος.
Για εμάς είναι δεδομένο ότι οι «λύσεις» που υπόσχεται να δώσει ή θα δώσει το κράτος για την αντιμετώπιση της ακρίβειας δεν θα ανακουφίσουν τους εκμεταλλευόμενους και τις καταπιεσμένες, αλλά θα λειτουργήσουν ως μια ακόμη επικοινωνιακή βαλβίδα αποσυμπίεσης της κοινωνικής οργής. Οι μόνοι ουσιαστικά κερδισμένοι από τα όποια «μέτρα στήριξης» θα είναι οι ίδιοι οι κρατιστές και οι καπιταλιστές, οι οποίοι θα επιχειρήσουν να παρουσιαστούν ως αυτοί που αφουγκράζονται τα βάσανα των φτωχών, ως προστάτες των αδύναμων οικονομικά στρωμάτων ποντάροντας στην ανάκτηση της κοινωνικής εμπιστοσύνης προς το λεγόμενο «κράτος πρόνοιας» ενισχύοντας και διαιωνίζοντας έτσι την κυριαρχία τους.
Το μόνο πραγματικό ανάχωμα στην περαιτέρω αύξηση του κόστους ζωής είναι οι αδιαμεσολάβητοι μαχητικοί κοινωνικοί και ταξικοί αγώνες των εκμεταλλευόμενων.
Οι όποιες συστημικές λύσεις εντός των πλαισίων του κράτους και του καπιταλισμού (όπως το πλαφόν και το πάγωμα των τιμών των προϊόντων, τα επιδόματα κ.τ.λ.) δεν αποτελούν ουσιαστική διέξοδο από την ανέχεια και τη φτώχεια για όσους/ες αποτελούν την κοινωνική βάση. Οι όποιες πενιχρές κρατικές παροχές δεν είναι επ’ ουδενί ικανές να βγάλουν τους από τα κάτω από τις συνθήκες φτώχειας στις οποίες είναι εγκλωβισμένοι. Αυτές οι παροχές χρησιμεύουν μόνο στο να κατευναστεί η αυξανόμενη κοινωνική δυσαρέσκεια, κάτι που αποτελεί πάγια στρατηγική στόχευση όλων των εξουσιαστών προκειμένου να διαιωνίσουν την κυριαρχία τους.
Οι καταπιεσμένοι και οι εκμεταλλευόμενες δεν πρέπει να έχουμε καμία αυταπάτη ότι οι κρατιστές και οι καπιταλιστές -αυτοί δηλαδή που ευθύνονται και διασφαλίζουν την ύπαρξη της ακρίβειας, της οικονομικής ανισότητας και της φτώχειας- θα δώσουν λύση στο πρόβλημα που οι ίδιοι δημιούργησαν. Οποτεδήποτε στην ιστορία οι καταπιεσμένοι κέρδισαν κάτι ενάντια στους καταπιεστές τους, δεν έγινε ούτε με παραχωρήσεις από τα πάνω ούτε με προσευχές για κάποιες καλύτερες μέρες που θα ’ρθουν. Όλες οι κατακτήσεις προήλθαν από αιματηρούς κοινωνικούς και ταξικούς αγώνες στους οποίους οι πληβείοι ήρθαν σε σύγκρουση με την εκάστοτε εξουσία.
Το νήμα αυτών των αγώνων ενάντια στο κράτος και τα αφεντικά οφείλουμε να ξαναπιάσουμε αν θέλουμε να κερδίσουμε έστω και την παραμικρή βελτίωση των όρων ζωής μας.
Μέσα από αδιαμεσολάβητες κοινωνικές οργανώσεις βάσης, συμμετέχοντας σε πρωτοβάθμια εργατικά σωματεία, οργανώνοντας συνελεύσεις γειτονιάς μακριά και ενάντια σε κομματικούς και θεσμικούς φορείς, στήνοντας δίκτυα αλληλεγγύης και αλληλοβοήθειας μεταξύ μας μπορούμε να ξαναδώσουμε στους αγώνες ζωή και στη ζωή αξία. Αυτός είναι ο μοναδικός τρόπος που μπορεί να βάλει ένα τέρμα στη συνεχή υποτίμηση των ζωών μας από το κράτος και τα αφεντικά και να επιφέρει ουσιαστική βελτίωση στις συνθήκες διαβίωσης για όλους και όλες.
Το πρόβλημα δεν είναι μονάχα η ακρίβεια. Το πρόβλημα είναι η ύπαρξη του κράτους και του καπιταλισμού.
Αν και το να οργανωθούμε και να αγωνιστούμε ενάντια στο αυξανόμενο κόστος διαβίωσης δεν αποτελεί πλέον επιλογή αλλά μια επείγουσα αναγκαιότητα, δεν πρέπει -οι καταπιεσμένες και οι εκμεταλλευόμενοι- να περιορίσουμε τις διεκδικήσεις και τους αγώνες μας μόνο στην ανάκληση της αύξησης των τιμών και στην επιστροφή σε κάποια παρελθούσα «κανονικότητα» ενός πιο ανεκτού καπιταλισμού. Τέτοιες διεκδικήσεις, άλλωστε, μπορούν δυνητικά να ικανοποιηθούν και στο πλαίσιο του υπάρχοντος συστήματος, αφομοιώνοντας έτσι τους κοινωνικούς αγώνες, ενισχύοντας την θέση των εξουσιαστών στις συνειδήσεις των ανθρώπων και διατηρώντας παράλληλα τους φτωχούς στην μόνιμη κατάσταση υποτέλειας στην οποία βρίσκονται δεμένους με ακόμα πιο σφιχτά δεσμά αφού μένει ανέπαφος -και επιπλέον ενισχύεται- ο ίδιος ο πυρήνας του κράτους και του καπιταλισμού.
Γι’ αυτό, πρέπει να αγωνιστούμε για να ανακτήσουμε όχι μόνο τα ψίχουλα που μας πετούν οι πολιτικά και οικονομικά κυρίαρχοι ώστε να μην εξεγερθούμε, αλλά όλα αυτά που ανήκουν σε όλες και όλους μας. Τον κοινωνικό πλούτο που δημιούργησαν και συνεχίζουν να δημιουργούν με την εργασία τους οι πληβείοι του παρελθόντος και του παρόντος και τον οποίο λυμαίνεται μια αισχρή μειοψηφία καπιταλιστών και κρατιστών. Αυτός ο κοινωνικός πλούτος που δημιουργήθηκε και δημιουργείται κάθε μέρα από τις εργαζόμενες παραγωγικές τάξεις -τα σπίτια, τα τρόφιμα, ο ρουχισμός, οι μεταφορές, οι υπηρεσίες- δεν ανήκουν σε αυτούς που τα σφετερίστηκαν με τη βία και τα εκμεταλλεύονται προς ίδιον όφελος αποκλείοντας όλους τους άλλους από την πρόσβαση σε αυτά. Αυτά ανήκουν δικαιωματικά σε όλους τους ανθρώπους ανεξαιρέτως και οφείλουν να επιστραφούν στο σύνολο της κοινωνίας.
Έχοντας, λοιπόν, την παραπάνω πεποίθηση για την προέλευση κοινωνικού πλούτου θα ήμασταν ελάχιστα ικανοποιημένοι/ες με μια κατάσταση στην οποία εμείς που παράγουμε με την εργασία μας τα πάντα θα πληρώνουμε αυτούς που δεν παράγουν τίποτα, για να αγοράσουμε φθηνότερα αυτά που μας ανήκουν. Ο ορίζοντας των αγώνων μας σήμερα πρέπει να τοποθετηθεί μακρύτερα από την ανάκληση των ανατιμήσεων. Ξεκινώντας από τις μερικές -πλην απαραίτητες- διεκδικήσεις όπως αυτή για τη μείωση των τιμών των προϊόντων ή την αύξηση των μισθών είναι καιρός να επεκτείνουμε και να ριζοσπαστικοποιήσουμε τους αγώνες μας και να μην σταματήσουμε μέχρι την οριστική εξάλειψη του κράτους και των τάξεων, μέχρι την γενικευμένη απαλλοτρίωση και κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής και του συνόλου του κοινωνικού πλούτου, μέχρι την δημιουργία μιας κοινωνίας χωρίς καταπίεση και εκμετάλλευση. Να αγωνιστούμε για τη δημιουργία μιας κοινωνίας που δεν θα βασίζεται στον ανταγωνισμό και στην επιδίωξη του ατομικού κέρδους όπως η σημερινή αλλά αντιθέτως θα βασίζεται στην αλληλεγγύη, την ισότητα και την ελευθερία. Να αγωνιστούμε για την αναρχία!
ΑΓΩΝΑΣ ΓΙΑ ΖΩH
ΟΧΙ ΓΙΑ ΨΙΧΟΥΛΑ ΨΩΜΙ
αναρχική συλλογικότητα Άνω Θρώσκω
Leave a Reply