A rose is a rose is a rose is a rose?

Αν δεν μπορούν να χορέψουν πάνω στο τραπέζι μου τριαντάφυλλα, τότε δεν είναι η επανάσταση μου.

Αιμιλία Χρυσοπούλου

Στη βόρεια άκρη της πολιτείας της Μασσαχουσέτης βρίσκεται απλωμένη, δίπλα στις όχθες του ποταμού Merrimack το Lawrence. Η περιοχή, που αργότερα θα χτιστεί η πόλη, αγοράστηκε το 1845, από την λεγόμενη Essex Company η οποία δεν ήταν κάτι άλλο από ένα συνεταιρισμό βιομηχάνων της περιοχής.  Ο συνεταιρισμός αυτός σκοπό είχε να φτιάξει ένα σταθμό παροχής νερού και ενέργειας δίπλα στο ποτάμι. Φτιάχτηκαν κάποιες πρώτες εγκαταστάσεις, οικοδομήθηκαν κάποια εργοστάσια υφαντουργίας (στα οποία είναι απαραίτητο το νερό) και έτσι, σιγά σιγά, άρχισε να αναπτύσσεται η υφαντουργία στην περιοχή. Αλλά για να αναπτυχθεί η βιομηχανία, χρειάζεται φυσικά και εργάτες οι οποίοι από τα μέσα προς τα τέλη του 19ου αιώνα, θα εισρεύσουν κατά χιλιάδες, κυρίως μετανάστες από άλλες χώρες αλλά και αμερικανοί της υπαίθρου. Αυτό θα έχει σαν αποτέλεσμα  η πόλη να γνωρίσει γιγαντιαία ανάπτυξη… Μάλιστα, ήταν τόση η εισροή μεταναστών και από τόσα πολλά μέρη του πλανήτη όπου η πόλη είχε κατοίκους από τα περισσότερα έθνη από κάθε άλλη πόλη του κόσμου, αποκτώντας το προσωνύμιο immigrant town. Οι συνθήκες στα υφαντουργεία ήταν πραγματικά άθλιες, όπως και οι μισθοί όπως και οι κατοικίες που ήταν άλλωστε ιδιοκτησία των βιομηχάνων. Ενδεικτικά να αναφέρουμε ότι το 1860 κατέρρευσε ένα ολόκληρο κτήριο μάλιστα σκοτώνοντας 146 εργάτες.

Στις αρχές του 20ου αιώνα το Lawrence είχε γίνει ένα τεράστιο πυκνοκατοικημένο (έκταση μόλις 6 τετραγωνικά μίλια) συγκρότημα αποτελούμενο από υφαντουργεία και άθλιες κατοικίες  για τις οποίες οι εργάτες έδιναν εώς και το 30% του μηνιαίου τους μισθού στους βιομηχάνους στους οποίους ανήκαν. Στο Lawrence εκείνη την περίοδο υπήρχαν 51 εθνότητες, η συντριπτική πλειοψηφία των εργατών στα υφαντουργεία ήταν ανειδίκευτες γυναίκες και παιδιά, στη μεγαλύτερη εταιρεία μάλιστα σχεδόν το 50% του εργατικού δυναμικού ήταν παιδιά ηλικίας 14 εώς 18 ετών. Συνολικά ο αριθμός των εργαζομένων στα υφαντουργεία έφτανε τις 40.000 από τους οποίους περίπου οι 1.000 ήταν ειδικευμένοι και οργανωμένοι στο παραδοσιακό και συντηρητικό συνδικάτο της AFL (American Federation of Labour). Οι συνθήκες εργασίας ίδιες και απαράλλαχτες σχεδόν εδώ και 50 χρόνια με την μόνη διαφορά ότι η εκμηχάνιση είχε επιταχύνει τους ρυθμούς εργασίας, είχε απωθήσει σχεδόν οποιαδήποτε ειδικευμένη εργασία στην άκρη και είχε καταντήσει την εργασία ένα συνεχές και μονότονο μεροκάματο.

Στις αρχές του 1912 εφαρμόζεται νόμος για την μείωση των ωρών εργασίας από 56 σε 54. Στο πρώτο βδομαδιάτικο στις 11 Γενάρη του ’12, δύο εργάτριες από την Πολωνία διαπιστώνουν ότι ο μισθός είναι λειψός κατά 32 cents. Αμέσως κλείνουν τα μηχανήματα και φωνάζοντας καλούν σε απεργία. Μέσα σε μια βδομάδα, οι απεργοί θα φτάσουν τις 20.000. Σχεδόν αμέσως, η IWW στέλνει δύο στελέχη της, τους τον Joseph Ettor και τον Arturo Giovanitti δύο ιταλούς μετανάστες, προκειμένου να οργανώσουν τους απεργούς.

breadandroses1

Η οργάνωση της απεργίας έχει πολλές δυσκολίες. Ανειδίκευτοι, σχεδόν όλοι χωρισμένοι σε δεκάδες διαφορετικές εθνότητες και ταυτόχρονα εργαζόμενοι σε διαφορετικές τυπικά επιχειρήσεις. Σύντομα, η απεργία θα απαντηθεί με καταστολή. Ο δήμαρχος της πόλης για πρώτη φορά στην ιστορία της χτυπά την καμπάνα του γενικού συναγερμού και η πολιτoφυλακή αναλαμβάνει να περιπολεί στους δρόμους του Lawrence. Σε απάντηση των περιπολίων δημιουργούνται για πρώτη φορά οι περιφρουρήσεις έξω από τους εργασιακούς χώρους: το picket line. Οι περιφρουρήσεις απαντήθηκαν με ρίψη νερού από τους εργοστασιάρχες μέσα στη βαρυχειμωνιά. Ωστόσο, η απεργία συνέχισε την ανάπτυξη της. Στήθηκαν απεργιακές επιτροπές ανά εθνότητα, δημιουργήθηκαν απεργιακά ταμεία από τα οποία ενισχύονταν οικονομικά οι εργάτριες και οι εργάτες, στήθηκαν απεργιακά συσσίτια, υπήρξε φροντίδα ώστε πολλά παιδιά να μεταφερθούν στη Νέα Υόρκη και να φιλοξενηθούν εκεί σε σπίτια αλληλέγγυων. Οι συγκρούσεις απεργών, πολιτοφυλακής, αστυνομίας και μπράβων των εργοστασιαρχών ήταν συχνά πολύ βίαιες και είχαν το αποτέλεσμα το θάνατο δύο απεργών. Στη μία περίπτωση μάλιστα, δόθηκε και η αφορμή ώστε να συλληφθούν οι Ettor και Giovanitti, οι οποίοι έμειναν φυλακισμένοι για 8 μήνες (και οι οποίοι αντικαταστάθηκαν από την Elizabeth Garley Flynn και τον Bill Haywood).

Η απεργία κράτησε δύο ολόκληρους μήνες μέσα σε έναν πολύ δύσκολο και βαρύ χειμώνα και οδήγησε σε νίκη των απεργών, των οποίων όλα σχεδόν τα αιτήματα ικανοποίησαν οι εργοστασιάρχες. Γρήγορα, σε όλη σχεδόν την ανατολική ακτή εφαρμόστηκαν οι συμφωνίες και οι μισθοί του Lawrence. Με τον καιρό βέβαια, και καθώς η οικονομία βυθίστηκε σε ύφεση λόγω του πολέμου, πολλά από όσα κερδήθηκαν στο Lawrence ξαναχάθηκαν για πολλές εργάτριες και εργάτες.

Η σημασία της απεργίας του Lawrence είναι τεράστια, παρόλο που δεν ήταν η πρώτη φορά που εργάτριες στο συγκεκριμένο κλάδο είχαν απεργήσει με τέτοιους μαζικούς όρους ήταν όμως η πρώτη φορά που η μεγάλη πολυεθνική μάζα οργανώνεται, αποκτά πρόσωπο, χέρια και στόμα. Συγκροτείται, απεργεί και κυρίως νικάει. Ειδικά, σε μια στιγμή, ειδικά σε μια περίοδο που για τον επίσημο συνδικαλισμό ήταν αδύνατο να γίνει κάτι τέτοιο. Σημασία άλλωστε ποτέ δεν είχαν οι αντικειμενικές συνθήκες καθαυτές, σημασία είχαν οι κοινότητες των επιθυμιών ως διαμορφωτές των αντικειμενικών συνθηκών.

Οι εμπειρίες, τα συμπεράσματα, οι γνώσεις, η αυτοπεποίθηση, οι πολιτικές σημασίες, οι αξίες που δημιουργήθηκαν μέσα από αυτόν τον αγώνα υπήρξαν καταλυτικά μέσα στην περαιτέρω ανάπτυξη των αγώνων στις ΕΠΑ τα επόμενα χρόνια.

breadandroses2

Από αυτή την απεργία ξεπήδησε το σύνθημα “Bread and Roses”. Η λαϊκή μυθολογία θέλει τις εργάτριες και τους εργάτες που απεργούσαν να γράφουν σε πλακάτ “Θέλουμε ψωμί αλλά θέλουμε και τριαντάφυλλα επίσης”. Κάτι τέτοιο ωστόσο, δεν επιβεβαιώνεται. Η φράση παρόλα αυτά είχε ειπωθεί εκείνη την περίοδο από την Rose (σύμπτωση;) Schneiderman. Η Schneiderman γεννήθηκε σε μια εβραϊκή οικογένεια στην υπό Ρώσικη κατοχή Πολωνία και μετανάστευσε στις ΕΠΑ στα τέλη του 19ου, γρήγορα άρχισε να είναι δραστήρια συνδικαλιστικά. Υπήρξε από τις πρώτες που οργάνωσε συνδικαλιστικά γυναίκες σε μια εποχή που τα περισσότερα σωματεία δεν τις δεχόταν καν ως μέλη τους. Ήταν από τις πιο ενεργές αγωνίστριες στην “Εξέγερση των 20.000” –όπως έμεινε γνωστή αργότερα η απεργία. H απεργία αυτή έλαβε χώρα το 1909 στη Νέα Υόρκη, όπου 20.000 εργάτριες και εργάτες στα υφαντουργεία, κυρίως εβραϊκής καταγωγής, κατάφεραν να κερδίσουν υψηλότερους μισθούς, καλύτερες συνθήκες εργασίας και λιγότερες ώρες δουλειάς. Το 1912 σε ένα λόγο της η Schneiderman λέει –πολύ λιτά και απλά- τα εξής: “Αυτό που θέλει μια εργάτρια είναι το δικαίωμα της να ζει, όχι απλά να υπάρχει – το δικαίωμα στη ζωή όπως έχει και μία πλούσια γυναίκα δικαίωμα στη ζωή, στον ήλιο, στη μουσική και την τέχνη. Δεν έχετε τίποτα στο οποίο να μην έχει δικαίωμα και η τελευταία εργάτρια. Η εργάτρια πρέπει να έχει ψωμί, αλλά πρέπει να έχει και τριαντάφυλλα, επίσης.”

Η φράση για πρώτη φορά αποδίδεται στις εργάτριες του Lawrence to 1915 σε μία συλλογή με ποιήματα που επιμελήθηκε ο Upton Sinclair, ένας εξαιρετικά δημοφιλής σοσιαλιστής συγγραφέας. Η πρώτη όμως εμφάνιση της φράσης έγινε τρία χρόνια πιο πριν στο ομώνυμο ποίημα του James Oppenheim, αν και εκεί το ποίημα αφιερώνεται στις γυναίκες συνδικαλίστριες του Σικάγο.

Το ποίημα είναι αυτό εδώ:

As we come marching, marching in the beauty of the day,
A million darkened kitchens, a thousand mill lofts gray,
Are touched with all the radiance that a sudden sun discloses,
For the people hear us singing: “Bread and roses! Bread and roses!”
As we come marching, marching, we battle too for men,
For they are women’s children, and we mother them again.
Our lives shall not be sweated from birth until life closes;
Hearts starve as well as bodies; give us bread, but give us roses!
As we come marching, marching, unnumbered women dead
Go crying through our singing their ancient cry for bread.
Small art and love and beauty their drudging spirits knew.
Yes, it is bread we fight for — but we fight for roses, too!
As we come marching, marching, we bring the greater days.
The rising of the women means the rising of the race.
No more the drudge and idler — ten that toil where one reposes,
But a sharing of life’s glories: Bread and roses! Bread and roses!

Πολωνοεβραία λοιπόν, η Scneiderman, συνδικαλίστρια στην υφαντουργία, πολωνοεβραίες και εκείνες οι πρώτες δύο γυναίκες στο Lawrence, που πρώτες έκλεισαν τις κλωστικές μηχανές. Ψωμί και τριαντάφυλλα, δύο έννοιες διατυπωμένες διαφορετικά, σε ένα λόγο, σε ένα πλακάτ, σε ένα ποίημα, σε ένα τραγούδι.

Μία άγρια απεργία για 37 cents. Για μερικές φραντζόλες ψωμί. Ένα κείμενο για την αναγκαιότητα αυτού ακριβώς του ψωμιού. Ένα σύνθημα -μπορεί και όχι, έχει σημασία;- που ζητά από αυτόν τον κόσμο, από αυτή τη ζωή και ψωμί και τριαντάφυλλα. Ένα σύνθημα που γίνεται τραγούδι. Ένα σύνθημα-ψωμί που το μετατρέπουμε εμείς σε ένα τραγούδι-τριαντάφυλλο. Και εδώ είναι η δύναμη μας. Εδώ είναι εκείνη η δύναμη “που δεν υπάρχει μεγαλύτερη της κάτω από τον ήλιο” σε έναν κόσμο που αδυνατεί να προσφέρει τραγούδια, φτιάχνει τα τραγούδια μόνη της. Εδώ είναι εκείνη η συλλογική ευφυΐα που μετατρέπει το ίδιο το ψωμί σε τριαντάφυλλο. Εδώ είναι εκείνη η συλλογική ευφυΐα που μετατρέπει τον ίδιο τον αγώνα σε ομορφιά, σε παρηγορητικό, σε επουλωτική αλοιφή, σε ένα κομμένο τριαντάφυλλο ενός κήπου σε ένα γκρίζο προάστιο που κάποιος χαρίζει σε κάποιον, κάποια σε κάποια, κάποιος σε κάποιαν και κάποια σε κάποιον.

Και είναι το τριαντάφυλλο αυτό το ίδιο ο φορέας αυτής της κίνησης. Είναι το τριαντάφυλλο διεαυτόν που κυκλοφορεί. Όπως ακριβώς και η τάξη μας πρέπει να υπάρχει διεαυτήν. Ταυτόχρονα όμως είναι και το ψωμί εκείνο ακριβώς το οποίο δίνει μορφή και περιεχόμενο στο τριαντάφυλλο. Διαλεκτική συνήθως το λένε. Ένα μπουκέτο τριαντάφυλλα δίπλα σε μια αχνιστή φραντζόλα έχει άλλη γεύση, ακριβώς όπως η φραντζόλα έχει άλλο άρωμα.

Και εδώ είναι το σημείο που η κυρία Gertrude Stein θα έρθει να διαφωνήσει κάθετα δηλώνοντας: “Ένα τριαντάφυλλο είναι ένα τριαντάφυλλο είναι ένα τριαντάφυλλο είναι ένα τριαντάφυλλο.” Ας μας επιτραπεί να της δώσουμε την απάντηση ότι ένα τριαντάφυλλο δεν είναι ποτέ ένα τριαντάφυλλο. Κάτι συνοδεύει, από κάτι συνοδεύεται. Κάτι πάντα θα τονίζει, σε μία λέξη σε μία πρόταση, σε μια παράγραφο, σε ένα βιβλίο που χαρίζεται. Πάντα. Νυν και αεί.

Και εις τους αιώνας των αιώνων, πιο συγκεκριμένα βέβαια στον 19ο αιώνα όπου το 1867 γεννιέται στο Λονδίνο ο Ernest Dowson. Υπήρξε λογοτέχνης ο οποίος συνδέθηκε με το ρεύμα των Decadents και φίλος του Oscar Wilde. Δεν έγραψε πάρα πολλά πράγματα και πέθανε σχετικά νέος το 1900… Ανάμεσα στα πιο γνωστά του ποιήματα είναι και αυτό εδώ (φυσικά το αφήνω αμετάφραστο):

They are not long, the weeping and the laughter,
Love and desire and hate;
I think they have no portion in us after
We pass the gate.

They are not long, the days of wine and roses:
Out of a misty dream
Our path emerges for a while, then closes
Within a dream.

To οποίο ποίημα αυτό μας χάρισε τη φράση “The days of wine and roses” (ο ίδιος ποιητής παρεμπιπτόντως μας έχει χαρίσει και την έκφραση “gone with the wind”), η οποία φράση αποτελεί έναν συμβολισμό μιας εποχής όπου κάπου ανήκες και κάτι σου άνηκε. Όπου σου άνηκαν οι μέρες, ο οίνος και τα ρόδα. Η έκφραση έχει χρησιμοποιηθεί σε μία νουβέλα, που αργότερα έγινε ταινία του Blake Edwards σε soundtrack του Henry Mancini με ένα ομώνυμο μάλιστα τραγούδι, και έχει τέλος πάντων πλείστες όσες αναφορές σε διάφορα πολιτιστικά σημεία, σταυροδρόμια και κρυφές γωνίες.

breadandroses3

Μία από αυτές τις γωνίες βρίσκεται στο Los Angeles της California, όπου θα μαζευτούν η Kendra Smith, o Steve Wynn, o Karl Precoda και ο Dennis Duck, για να σχηματίσουν τους Dream Syndicate, να ηχογραφήσουν το The Days Of Wine And Roses, και να σηματοδοτήσουν την συμβολή της ανατολικής ακτής των ΕΠΑ στην άρρητη, σκοτεινή αλλά ταυτόχρονα σαφέστατη και ολοφώτιστη μυστική υπόγεια σκηνή των 80’s. Δεν είμαι αυτός που θα γράψει εδώ τους επαίνους για αυτόν τον αριστουργηματικό δίσκο και τα αστραφτερά κομμάτια ακατέργαστου κάρβουνου που τον αποτελούν. Ούτε είμαι αυτός που θα κάτσει να μιλήσει για το πορτραίτο του καλλιτέχνη σε νεαρή ηλικία. Δεν τα χρειάζονται, άλλωστε μια χαρά μπορεί να σας τα πει αυτά ένας μουσικός δημοσιογράφος.

Και εδώ είναι η στιγμή αγαπητέ μου αναγνώστη, όπου ο συγγραφέας συνειδητοποιεί την αδυναμία του ως συγγραφέας. Και αποφασίζει να σταματήσει να είναι συγγραφέας. Στρίβει ένα τσιγάρο, γεμίζει με κρύα μπύρα το ποτήρι όσο ακόμα είναι ακόμα ζεστός ο καιρός. Και βάζει να ακούσει την ζωντανή εκτέλεση, από το δίσκο Live At Raji’s, το τελευταίο live των Dream Syndicate, του τραγουδιού The days of wine and roses. Ακούει την οκτάλεπτη εκτέλεση μέχρι το 6ο περίπου λεπτό. Εκεί που ο Wynn σταματά το τζαμάρισμα. Εκεί που λέει “Stop!”. Εκεί που κρέμεσαι για δύο δεύτερα. Εκεί ακριβώς, πριν ακουστεί μια κραυγή από το πλήθος που θα μπορούσε να είναι δική του. Σταματά και αυτός εκεί την ακρόαση. Αλλά όχι για δύο δεύτερα.

The days of wine and roses λοιπόν. Στέκεται και κοιτά αυτό το εκκρεμές. Όπου η κλωστή του είναι το τριαντάφυλλο και τα ακραία σημεία των ταλαντώσεων είναι το ψωμί και το κρασί. Ψωμί, κρασί και τριαντάφυλλα. Ψωμί για να μπορούμε να κινηθούμε, κρασί για να μπορούμε να σταθούμε λίγο. Και τριαντάφυλλα για να μπορούμε να χαρακτηρίζουμε όλες τις ενδιάμεσες κινήσεις μας, όλα τα ενδιάμεσα κινήματα, όλες τις ενδιάμεσες πράξεις μας και θεωρίες μας ως όμορφες. Τι είναι όμορφο; Τι είναι η ομορφιά; Έχει σημασία; Έχει νόημα να πω οτιδήποτε εγώ για ένα θέμα που έχει συζητηθεί εδώ και 3000 χρόνια; Όχι δεν έχει. Το μόνο που ίσως έχει μια κάποια σημασία είναι να σας πει είναι τι θέλει να κάνει όμορφο. Πού βρίσκει αυτός τις μικρές του ομορφιές.

Στον Ernest Dowson που οι όμορφες του μέρες χάνονται μέσα σε ένα όνειρο.

Στην Rose Schneiderman που οι μέρες της δεν έχουνε ούτε ψωμί και βγαίνει και από πάνω ζητώντας και τριαντάφυλλα.

Στις δύο ανώνυμες πολωνοεβραίες εργάτριες που έκαναν αυτό το τόσο απλό πραγματάκι που λέγεται απεργία αλλά και τόσο δύσκολο συνάμα.

Στους 20.000 απεργούς της Νέας Υόρκης και του Lawrence, γυναίκες, αγόρια, κορίτσια, άντρες.

Στο παρεάκι του Los Angeles που εκεί την εποχή του τέλους των ιδεολογιών, την εποχή του τέλους των μεγάλων αφηγήσεων, την εποχή που έμοιαζε να μην έχει τίποτα νόημα στο τέλμα του θεάματος, την εποχή όπου όλα είχαν τελειώσει μόνο και μόνο για να ξαναρχίσουν, την εποχή που όλα ήταν μετέωρα χωρίς καμία αναφορά, που όλα κενά νοήματος περιστρέφονταν σαν ζαλισμένα από το φως των λαμπτήρων του νέον έντομα, εκείνη την εποχή λοιπόν στις 31 Ιανουαρίου του 1988. Ο Steve σταμάτησε την μπάντα. Πήραν όλοι μια ανάσα. Αλλά μία ανάσα. Και ούρλιαξαν, ο καθένας όπως μπορούσε την αρχή του τέλους ενός επικείμενου χωρισμού. Την αρχή της αποξένωσης. Της αλλοτρίωσης μας. Από τον άλλον και από εμάς τους ίδιους. Ουρλιάζουν τη χαμένη οικειότητα προσπαθώντας να ανασύρουν την ανάμνηση της.

I’m just trying to remember the days of wine and roses…

Θα ήθελε, ο συγγραφέας που ποτέ δεν υπήρξε συγγραφέας και ούτε τώρα είναι, να υπήρχε μια Rose Schneiderman σήμερα για να έρθει και να προσθέσει στο ψωμί και τριαντάφυλλα και το κρασί. Και όλοι μαζί να μιλήσουμε για μέρες ψωμιού, κρασιού και τριανταφύλλων.

 Ως τότε ουρλιάζοντας με όλη του την ψυχή το καταιγιστικό τέλος εκείνης της ζωντανής εκτέλεσης δε θα προσπαθεί να θυμηθεί τις μέρες του οίνου και των ρόδων ενός παρελθόντος, αλλά θα προσπαθεί να παλεύω για τις μέρες του οίνου και των ρόδων ενός μέλλοντος.

Για μια μέρα που δε θα είναι μέρα αλλά η πιο μαύρη νύχτα που θα κοιμηθώ δίπλα της αλλά εγώ δε θα είμαι εγώ και αυτή δε θα είναι αυτή, όπου εγώ θα είμαι εμείς, και αυτή θα είναι πάλι εμείς.

Είναι απλό οι μέρες του ψωμιού, του κρασιού και των τριανταφύλλων είναι οι μέρες, όπου εμείς θα είμαστε εμείς θα είμαστε εμείς θα είμαστε εμείς.

*αναδημοσίευση από την Προλεταριακή Κουλτούρα

Ουδείς άλλος μπορεί να ομορφύνει αυτόν τον κόσμο.


by

Tags:

Comments

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *