«[…] Τα τελευταία χρόνια, η αναζήτηση τρόπων για ν’ απαλλαχτούμε από κάθε τύψη απέναντι στη φτώχεια και για να γράφουμε τους φτωχούς στα παλιά μας τα παπούτσια χωρίς ενοχές, έχει γίνει πρωταρχικό αντικείμενο φιλοσοφικών, λογοτεχνικών και ρητορικών ενασχολήσεων∙ κι είναι μια προσπάθεια που ενδιαφέρει και την οικονομία.
Από τις τέσσερεις με πέντε μεθόδους που χρησιμοποιούνται σήμερα γι’ αυτό το σκοπό, η πρώτη πατάει σε ένα αναμφισβήτητο γεγονός: ότι οι περισσότερες από τις πρωτοβουλίες υπέρ των φτωχών, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο έχουν ληφθεί από το κράτος. Υποστηρίζουν λοιπόν ότι το κράτος είναι από τη φύση του αναποτελεσματικό σε ό,τι αναλαμβάνει, εκτός από το να διαχειρίζεται το Πεντάγωνο. Κι επειδή είναι τόσο ανίκανο και αναποτελεσματικό, λένε, δεν μπορούμε να του ζητάμε να μεριμνήσει για τους φτωχούς αφού το μόνο που θα καταφέρει, θα είναι να τα κάνει μαντάρα και να χειροτερέψει ακόμα περισσότερο την κατάστασή τους.
[…] Η δεύτερη μέθοδος σε αυτή τη μεγάλη κοσμική παράδοση είναι να υποστηριχθεί, ότι οποιαδήποτε μορφή δημόσιας αρωγής προς τους φτωχούς, θα τους κάνει κακό αντί για καλό. Θα καταστρέψει, λένε, το ηθικό τους. Τους κάνει να προτιμούν να κάθονται παρά να ψάχνουν για δουλειά. Διαλύει το γάμο, εφόσον οι γυναίκες μπορούν να ζητούν κοινωνικά επιδόματα για τον εαυτό τους και τα παιδιά τους μόλις χωρίσουν ή χάσουν τον άντρα τους. Δεν υπάρχει καμιά απολύτως απόδειξη, ότι οι ζημιές είναι υψηλότερες από εκείνες που προκύπτουν από την κατάργηση των κοινωνικών παροχών.
[…] Τρίτη μέθοδος, η οποία σχετίζεται με την προηγούμενη, είναι το επιχείρημα ότι η κοινωνική πρόνοια έχει αρνητική επίδραση στο κίνητρο για εργασία, διότι − ισχυρίζονται − με την κοινωνική πρόνοια μεταφέρονται τα εισοδήματα από τους εργαζόμενους προς τους άνεργους και τους άεργους, αποθαρρύνοντας αυτούς που έχουν όρεξη για δουλειά και ενθαρρύοντας τους τεμπέληδες. Η λεγόμενη “οικονομία της προσφοράς” αποτελεί τη σύγχρονη έκφραση αυτής της θέσης. Σύμφωνα με αυτήν, οι πλούσιοι στις ΗΠΑ δεν δραστηριοποιούνται επειδή οι φόροι τους στερούν πολύ μεγάλο μέρος από τα εισοδήματά τους. Γι’ αυτό λοιπόν, προτείνει, πρέπει να πάρουμε τα χρήματα από τους φτωχούς και να τα δώσουμε στους πλούσιους ώστε να τονώσουμε τις προσπάθειές τους και κατ’ επέκταση την οικονομία.
[…] Η τέταρτη τεχνική για την ανακούφιση από τις τύψεις εστιάζει στο πόσο βλαβερό για την ελευθερία των φτωχών είναι το να τους απαλλάσσουμε από τις ευθύνες τους. Ως ελευθερία εννοούν το να ξοδεύει ο καθένας όπως του αρέσει και το κράτος να ξοδεύει τα ελαχιστότερα (των κονδυλίων για την εθνική άμυνα εξαιρουμένων), γιατί, όπως λέει ο καθηγητής Μίλτον Φρίντμαν, “οι άνθρωποι πρέπει να είναι ελεύθεροι να επιλέγουν”. Αυτή είναι ίσως η πιο αποκαλυπτική από όλες τις σοφιστείες, διότι […] ενώ λένε πάρα πολλά για το πόσο περιορίζεται η ελευθερία των πλούσιων όταν τα εισοδήματά τους μειώνονται από τη φορολογία, δεν λένε ποτέ κουβέντα για την … εκπληκτική επαύξηση της ελευθερίας εκείνων που δεν έχουν να ξοδέψουν παρά πενταροδεκάρες.
[…] Τέλος, όταν οι προηγούμενες τεχνικές δεν επαρκούν, καταφεύγουμε στην ψυχολογική άρνηση. Πρόκειται για ένα μηχανισμό άμυνας που, με διάφορα τεχνάσματα, μας οδηγεί π.χ. στο να μη σκεφτόμαστε το θάνατο. Ένας τέτοιος μηχανισμός οδηγεί πολλούς ανθρώπους να μη σκέφτονται για τη φρενήρη αύξηση των εξοπλισμών και επομένως για το ενδεχόμενο εξάλειψης της ανθρωπότητας. Ο ίδιος μηχανισμός μάς κάνει να μη σκεφτόμαστε τους φτωχούς, είτε αυτοί βρίσκονται στην Αιθιοπία, στα νότια του Μπρονξ ή στο Λος Άντζελες. “Σκεφτείτε κάτι ευχάριστο”, μας συμβουλεύουν. […]»
Τζον Κένεθ Γκαλμπρέιθ, How to get the poor off our conscience,
άρθρο στο Harper’s Magazine, Νοέμβριος 1985
*αναδημοσίευση από http://dangerfew.blogspot.gr/
Leave a Reply