«Το ζήτημα είναι να μιλάνε όλοι στις μαζώξεις μας», «είναι μεγάλο πρόβλημα οι σιωπές», «δουλειά μιας συλλογικότητας είναι να δυναμώνει τα άτομα που την απαρτίζουν» κλπ. Γνώριμες σε όλους μας διαπιστώσεις, που άπτονται αυτών που θα λέγαμε «άλυτων ιστορικών ζητημάτων». Στους δρόμους φωνάζουμε ότι η σιωπή και η απάθεια είναι συνενοχή στην διαιώνιση και αναπαραγωγή των καταπιεστικών κοινωνικών δομών. Θα μπορούσε αυτή η αναφορά να αποτελέσει μια καλή αρχή για ζητήματα σιωπής και απάθειας μεταξύ μας. Παρακάμπτοντας όμως τα σφάλματα που δημιουργούνται συνήθως από τις αναφορές σε ανοιχτά και γενικευμένα συστήματα, θα ήταν πιο αποτελεσματικό να περιοριστούμε στα πλαίσια των συλλογικοτήτων μας. Μετά από ένα χρονικό διάστημα μπορεί ο καθένας να περιγράψει το σχήμα του, αλλά και το σχήμα της συλλογικότητας. Τις δυνατότητες μας τις έχουμε άλλοτε δει κι άλλοτε διαισθανθεί. Τις έχουμε δει να ξεδιπλώνονται στο δρόμο δημιουργώντας γεγονότα. Τις έχουμε ανιχνεύσει φορές φορές εδώ κι εκεί σε μικρές πράξεις ή φράσεις που δηλώνονται διάσπαρτα και δείχνουν ότι υπάρχει θησαυρός που πρέπει να αποκαλυφθεί. Για τις αδυναμίες μπορεί αντίστοιχα να μιλήσει ο καθένας από μας. Κι αυτές άλλοτε τις έχουμε δει κι άλλοτε διαισθανθεί.Δυο από τις πιο σοβαρές αδυναμίες των συλλογικοτήτων μας είναι οι θεσμισμένες σιωπές και η διακεκριμένη έλλειψη πρωτοβουλιών. Παρατηρώντας τριγύρω –κι εδώ είναι αθώος ο συγκριτισμός– τα περιβάλλοντα άλλων (δια)συλλογικοτήτων που έχουμε ζήσει, διαπιστώνουμε ότι το κλίμα των δικών μας διαδικασιών είναι το ιδανικότερο για να εκφραστεί κάποιος-α. Γιατί οι διαδικασίες αυτές είναι απόρροια σχέσεων, εμπεριέχονται στις σχέσεις, ακολουθούν την ροή των σχέσεων και δεν αποτελούν ένα στείρο πλέγμα πολιτικών συνευρέσεων. Σε επίπεδο διαδικασιών δεν υπάρχει περίπτωση να εμποδιστεί ο οποιοσδήποτε να εκφράσει την άποψη του και ίσα ίσα το κλίμα των ίδιων των διαδικασιών είναι τουλάχιστον ενθαρρυντικό για το αντίθετο. Πώς θα μπορούσε να ερμηνευτεί η διαρκώς σιωπηλή παρουσία των περισσοτέρων μεταξύ μας; Είναι γεγονός ότι δεν εμποδίζεται κανείς να «μιλήσει». Αν κάποιος νιώθει αμήχανος, αυτό είναι ίσως μια παρατεταμένη παθολογία που ξεπερνιέται. Πρόκειται για ζήτημα χρόνου. Μια άλλη αιτία είναι η έλλειψη αυτοπεποίθησης. Οι λόγοι που φέρνουν κάποιον-αν σε εγχειρήματα απελευθέρωσης είναι από μόνοι τους σημεία αναφοράς στη συνείδηση και για την επικοινωνία στην εξέλιξη των εγχειρημάτων. Για να δυναμώσει κάποιος-α την άποψη του και να είναι όπως θέλει, και πρέπει, καταλυτική η παρουσία του-της στην εξέλιξη των εγχειρημάτων, χρειάζονται εκτός από κόπο για γνώση, επικοινωνιακή προσπάθεια και πρόκληση βιωματικών εμπειριών, «λύσσα» για τα ίδια τα εγχειρήματα, για την ίδια την ζωή. Εάν κάποιος-α υποφέρει από την σιωπηλή του παρουσία, δεν νοείται να μην προσπαθεί να σταματήσει το ανυπόφορο αυτό συναίσθημα. Αν το πρόβλημα πηγάζει από τον ίδιο, τότε χρειάζεται μια προσωπική προσπάθεια. Αν όντως κάποιος-α υποφέρει δεν έχει παρά να κάνει κάτι για να πάψει να υποφέρει. Στην διαδρομή για την κατανόηση του προβλήματος είναι σίγουρο ότι θα βοηθήσει και τα ίδια τα εγχειρήματα, τις ίσως προβληματικές διαδικασίες, την επαναπροσέγγιση με διαφορετικό τρόπο των «άλυτων ιστορικών ζητημάτων».
Φτάνοντας όμως αμιγώς και απευθείας στην αναφορά ιστορικών παγιωμένων ζητημάτων, φαίνεται σαν να καθάρουμε και την ενδεχόμενη ιδιοτέλεια των σιωπών. Έχει γίνει αντιληπτή η προσωπικά επιλεγμένη σε στιγμές ασφάλεια που παρείχε η σιωπή και η αδράνεια. Άρα, ακόμη και να θέλαμε να παραβλέψουμε ίσως τις κακόπιστες σιωπές, δεν μπορούμε να το κάνουμε πια γιατί έχουν το δικό τους μερίδιο στις πιθανές ερμηνείες. Στο βαθμό που κάποιος υποφέρει, επαναλαμβάνουμε, δεν κάνει τίποτε άλλο από το να προσπαθήσει να το αλλάξει. Όταν όμως αυτή η σιωπηρή κατάσταση διαρκεί σε τέτοιο χρόνο που επιτρέπει να μιλάς πλέον για χαρακτηριστική συμπεριφορά ενός συντρόφου, τότε είναι φυσικό να αποτιμάται ότι ο σύντροφος δεν υποφέρει. Ο σύντροφος μπορεί και να νιώθει ασφάλεια μέσα στην σιωπή του. Μπορούμε να μιλήσουμε για την εξουσία της σιωπής και μάλιστα εντελώς βιωματικά. Η σιωπή των άλλων μπορεί και να σε τρελάνει. Τη δύναμη αυτή που έχει η σιωπή την γνωρίζουν οι άνθρωποι και υπάρχει μια σοβαρή τάση να βολεύονται στην εύκολη άσκηση της. Η διαρκής σιωπή δεν λεει απολύτως τίποτα ούτε και γι αυτήν την ίδια. Είναι μια μαύρη τρύπα που μπορεί να χάψει κάθε προσπάθεια επικοινωνίας. Είναι η δύναμη του κενού στο οποίο μετεωρίζεσαι όταν προσπαθείς να κάνεις απόλυτα μόνος τις σωστές κινήσεις πάνω σε ένα τεντωμένο σκοινί. Επομέως, η σιωπή πρέπει να απονομιμοποιηθεί της δεδομένης αθωότητας της. Δεν είναι πάντα αθώα.
Μετά από αυτές τις αναφορές, μπορεί να γίνει ένα πέρασμα στο ζήτημα της εξουσίας στις διαδικασίες μας, στα χιλιοειπωμένα «ιστορικά ζητήματα». Η εξουσία είναι στρατηγική σχέσεων. Δεν είναι ένα μεταφυσικό διαισθητικό μέγεθος ούτε ένα πάγιο μετρήσιμο υλικό μέγεθος που το κατέχουν κάποιοι ή κάποιος ή κάποιος μηχανισμός. Είναι σχέσεις σε εξέλιξη, είναι συναισθηματικές ροές και συμπεριφορικοί μετασχηματισμοί, είναι βούληση επιβολής και στρατηγική εφαρμογή της που έχει και τις νοητικές αλλά και τις υλικές αντανακλάσεις. Είναι ανώφελο να ασχοληθούμε σε αυτό το είδος κειμένου με την θεσμισμένη εξουσία, την κυριαρχία, γιατί δεν υπάρχει τέτοια θεσμισμένη έκφραση ανάμεσα μας. Αν κάτι μας ενδιαφέρει εδώ είναι αυτό που θα λέγαμε άτυπη εξουσία και σε ποιο βαθμό αυτή είναι υπεύθυνη για τις σιωπές και την έλλειψη πρωτοβουλιών στις συλλογικότητες μας. Είναι αυτό που υπολανθάνει κάθε αναφοράς στις «διαφορές ταχυτήτων» μέσα στις συλλογικότητες, στην «εξουσία της γνώσης και της πείρας» στις διαπροσωπικές σχέσεις και γενικά σε κάθε ανισότιμη σχέση. Είναι δεδομένο, ότι αυτά καθεαυτά τα ζητήματα, μας έχουν απασχολήσει σχεδόν όλους και σε διαφορετικό βαθμό και μας έχουν φτάσει σε έναν αξιοσημείωτο βαθμό προσέγγισης .
Είναι σημαντικό να διευκρινίσουμε ένα κομβικό σημείο όσον αφορά την έννοια της εξουσίας. Υπάρχει εξουσία χωρίς βούληση επιβολής; Υπάρχει ασυνείδητη άσκηση εξουσίας; Αποδεχόμενοι την έννοια της εξουσίας ταυτόσημη με την άσκηση μιας συγκεκριμένης στρατηγικής επίτευξης στόχων, πρέπει να αποδεχτούμε ταυτόχρονα με την άσκηση εξουσίας την ύπαρξη ενός μίνιμουμ σχεδίου. Οι χειρονομίες, οι λέξεις, οι φράσεις, οι συμπεριφορές του άτυπου εξουσιαστή έχουν ένα στόχο χρήσης του Άλλου και ξεδιπλώνονται, συμπαρατάσσονται, συμπληρώνονται και διαδέχονται εξυπηρετώντας την επίτευξη αυτού του στόχου. Στις δικές μας συλλογικότητες δεν υπάρχουν σχέδια οποιουδήποτε είδους, που να δικαιολογούν ένα στρατηγικό αγώνα κάποιων άτυπων εξουσιαστών να τα επιβάλλουν στους υπόλοιπους. Περιοριζόμενοι, επομένως, σε μια ενδεχόμενη άσκηση εξουσίας από μεμονωμένα πρόσωπα για δικό τους ανεξιχνίαστο όφελος, πρέπει να παραδεχτούμε ότι αυτή η όποια εξουσία δεν αφορά τις συλλογικότητες, αλλά το βεληνεκές τους θα περιορίζεται σε αμιγώς διαπροσωπικές σχέσεις. Δεν υπάρχουν δηλαδή έλλογα κίνητρα για την άσκηση άτυπης εξουσίας σε συλλογικό επίπεδο με σκοπό την παρεμπόδιση της ελεύθερης έκφρασης και πρωτοβουλίας. Αν αυτό γίνεται εν μέρει και απροσχημάτιστα, μπορεί να γίνεται στο πλαίσιο των διαπροσωπικών σχέσεων, όπου πια δεν μπορεί να γίνει λόγος για σχέδιο επιβολής και χρήσης συγκεκριμένων ατόμων από κάποια άλλα. Αν κάποιοι καταπιέζονται από κάποιους άλλους, αυτή η κατάσταση δεν αποτελεί καθεστώς εξουσιασμού, αλλά καθεστώς ακατάσχετων και προφανώς ασχεδίαστων λαθών και παρεξηγήσεων σε επίπεδο διαπροσωπικών σχέσεων. Κι αυτό, το επίπεδο των διαπροσωπικών σχέσεων, είναι το πλέον πρόσφορο για το ξεπέρασμα τέτοιων καταστάσεων. Από κει και πέρα, βρίσκεται αυτό που χαρακτηρίζεται ως παθολογική εμμονή: η φαντασίωση του αξεπέραστου των εξουσιαστικών σχέσεων, την φαντασματική ύπαρξη της εξουσίας πίσω από κάθε συμπεριφορά μας και την προβληματική ταύτιση εν τέλει της εξουσίας με την επιθυμία.
Έτσι, ας πούμε, η γνώση και η πείρα αναγορεύονται σε εξουσία, είναι σαν όπλα που επιβάλλουν στον φορέα τους μια αναπόφευκτη εξουσιαστική συμπεριφορά, ανεξάρτητα από την ελεύθερη βούληση του, ανεξάρτητα ακόμα κι από την συνειδητή του επιλογή να μην αντιμετωπίζει την γνώση και την πείρα σαν όπλα σε διαπροσωπικές μάχες. Φτάνοντας ως εδώ, μια επισήμανση που πρέπει να γίνει για τον καθένα μας συνειδητή επιλογή στο ζήτημα της άτυπης εξουσίας: αν αντιμετωπίζουμε τα προσωπικά λάθη σαν σχέδιο εξουσίας και την πείρα της ίδιας της ζωής σαν αναπόφευκτη άσκηση επιβολής συμπεριφορών και χρήσης των άλλων, τότε δικαιώνουμε πλήρως την ιεραρχική κοινωνική δόμηση και ακυρώνουμε τα εγχειρήματα μας. Εν ολίγοις, είμαστε σε λάθος πολιτικό χώρο, αν πιστεύουμε στην ακύρωση της δύναμης της ελεύθερης βούλησης των ανθρώπων και στην εξύψωση των ασυνείδητων δυνάμεων που έχει εμφυτεύσει η κυριαρχία μέσα τους και μάλιστα σε αξεπέραστο βαθμό.
Ας επιτεθούμε ειλικρινά στη σιωπή και στις ζωντανές απουσίες όποτε και οπουδήποτε βρισκόμαστε.
Leave a Reply