Henri Lefebvre και Catherine Régulier: καθημερινή ζωή και ρυθμοί

Το κείμενο που ακολουθεί δημοσιεύτηκε στο 4ο τεύχος του περιοδικού Carex Flacca της κατάληψης Σινιάλο τον Δεκέμβρη του 2015.

Το παρόν κείμενο είναι το πρώτο μέρος του άρθρου με τίτλο “H ρυθμαναλυτική μελέτη” που γράφτηκε από τον Henri Lefebvre και την Catherine Régulier και δημοσιεύτηκε το 1985 στο τεύχος 41 του περιοδικού Communications. Αποτελεί μια εισαγωγή στο ζήτημα των ρυθμών, το οποίο απασχόλησε τον Lefebvre στα τελευταία χρόνια της ζωής του. Το άρθρο περιλαμβάνεται στο βιβλίο “Στοιχεία Ρυθμανάλυσης” (1992), το οποίο επρόκειτο να αποτελέσει τον τέταρτο τόμο της “Κριτικής της Καθημερινής Ζωής” αλλά εκδόθηκε τελικά ένα χρόνο μετά τον θάνατο του Lefebvre. Από τη δική μας πλευρά, δεν είναι παρά η αρχή της ενασχόλησής μας με τα ζητήματα του χρόνου και του ρυθμού. Επιλέγουμε, εμβαθύνοντας, να αφήσουμε ήδη ένα αποτύπωμα της πρώιμης  ενασχόλησής μας με τον χωροχρόνο ως σύνολο και επιφυλασσόμαστε για τη συνέχεια. Η μετάφραση δική μας.

Σε μια επικείμενη δημοσίευση θα δείξουμε τις σχέσεις μεταξύ της καθημερινής ζωής και των ρυθμών, με άλλα λόγια τις συγκεκριμένες τροπικότητες του κοινωνικού χρόνου. Η ρυθμολογική μελέτη που θα επιχειρήσουμε ενσωματώνεται σε εκείνη της καθημερινής ζωής. Ακόμη, βαθαίνει κάποιες πλευρές της. Η καθημερινή ζωή δομείται πάνω στον  αφηρημένο, ποσοτικοποιημένο χρόνο, τον χρόνο των ρολογιών. Αυτός ο χρόνος εισήχθη κομμάτι-κομμάτι στη δύση μετά την ανακάλυψη των ρολογιών, ταυτόχρονα με την ένταξή τους στην κοινωνική πρακτική. Ομογενοποιημένος και βεβηλωμένος, αυτός ο χρόνος έχει αναδυθεί νικηφόρος από τη στιγμή που καθόρισε το μέτρο του χρόνου της εργασίας. Με αφετηρία αυτήν τη χρονική στιγμή, έγινε ο χρόνος της καθημερινότητας, καθυποτάσσοντας στην οργάνωση της εργασίας στον χώρο άλλες πτυχές του καθημερινού: τις ώρες του ύπνου και του ξυπνήματος, των γευμάτων και της ιδιωτικής ζωής, τις σχέσεις των ενηλίκων με τα παιδιά τους, τη διασκέδαση και τα χόμπι, τις σχέσεις με τον τόπο κατοικίας. Ωστόσο, η καθημερινή ζωή διαπερνάται και διασχίζεται από μεγάλους κοσμικούς και ζωτικούς ρυθμούς: ημέρα και νύχτα, μήνες και εποχές, και ακόμα πιο συγκεκριμένα, βιολογικούς ρυθμούς. Στην καθημερινότητα, αυτό καταλήγει στη συνεχή αλληλεπίδραση αυτών των ρυθμών με επαναλαμβανόμενες διαδικασίες που συνδέονται με τον ομογενοποιημένο χρόνο.

Αυτή η αλληλεπίδραση περιλαμβάνει διάφορες πλευρές που θα αφήσουμε στην άκρη, για παράδειγμα τους παραδοσιακούς δεσμούς του κοινωνικού χρόνου με θρησκευτικές δοξασίες και μοτίβα. Θα ασχοληθούμε μόνο με τη ρυθμική εκδοχή του καθημερινού χρόνου. Η μελέτη της καθημερινής ζωής έχει επισημάνει ήδη αυτήν την κοινότοπη μα ελάχιστα γνωστή διαφορά μεταξύ κυκλικού και γραμμικού, μεταξύ έρρυθμων χρόνων και χρόνων στυγνών επαναλήψεων. Αυτές οι επαναλήψεις είναι κουραστικές, εξουθενωτικές και ανιαρές, ενώ η επιστροφή ενός κύκλου έχει την όψη ενός  γεγονότος και μιας έλευσης. Το ξεκίνημά του, που τελικά είναι μονάχα μια επανέναρξη, έχει πάντα τη φρεσκάδα μιας ανακάλυψης και μιας εφεύρεσης. Η αυγή έχει πάντα μια θαυμαστή γοητεία, η πείνα και η δίψα ανανεώνονται υπέροχα… Η καθημερινότητα είναι ταυτόχρονα το σκηνικό, η τοποθεσία και το διακύβευμα μιας σύγκρουσης μεταξύ των μεγάλων άφθαρτων  ρυθμών και των διαδικασιών που επιβάλλονται από την κοινωνικοοικονομική οργάνωση της παραγωγής, της κατανάλωσης, της κυκλοφορίας και της κατοικίας. Η ανάλυση της καθημερινής ζωής δείχνει πώς και γιατί ο ίδιος ο κοινωνικός χρόνος είναι ένα κοινωνικό προϊόν. Όπως όλα τα προϊόντα, όπως κι ο χώρος, ο χρόνος διαιρεί και διαιρείται μεταξύ χρήσης και αξίας χρήσης απ’ τη μια πλευρά και ανταλλαγής και ανταλλακτικής αξίας απ’ την άλλη. Από τη μια πωλείται κι απ’ την άλλη βιώνεται.

Από εδώ προκύπτουν ορισμένες υποθέσεις που λειτουργούν ως σημείο αφετηρίας για τη ρυθμανάλυση.

Πρώτον, ο καθημερινός χρόνος μετριέται με δύο τρόπους, ή καλύτερα μετράει και μετριέται ταυτόχρονα. Από τη μία θεμελιώδεις ρυθμοί και κύκλοι μένουν σταθεροί κι από την άλλη, ο ποσοτικοποιημένος χρόνος των ρολογιών επιβάλλει μονότονες επαναλήψεις.  Οι κύκλοι αναζωογονούν την επανάληψη, διαπερνώντας την. Δεν είναι άραγε αυτό το διπλό μέτρο που επέτρεψε στην καθημερινότητα να εγκαθιδρυθεί στην σύγχρονη εποχή, να σταθεροποιηθεί και, κατά κάποιο τρόπο, να θεσμοποιηθεί;

Δεύτερον, μια πικρή και σκοτεινή πάλη διεξάγεται γύρω από τον χρόνο και τη χρήση του. Αυτή η πάλη έχει εκπληκτικές συνέπειες. Οι λεγόμενοι φυσικοί  ρυθμοί αλλάζουν για πολλαπλούς τεχνολογικούς, κοινωνικοοικονομικούς  λόγους, με έναν τρόπο που απαιτεί ενδελεχή έρευνα. Για παράδειγμα, οι νυκτερινές δραστηριότητες πολλαπλασιάζονται, ανατρέποντας τους κιρκαδικούς ρυθμούς. Η κοινωνική πρακτική εισβάλλει λίγο λίγο στη νύχτα, λες και η μέρα δεν ήταν αρκετή για να διεξάγουμε τα επαναλαμβανόμενα καθήκοντά μας. Στο τέλος της εβδομάδας ξεσπάει ο ‘πυρετός του σαββατόβραδου’, αντικαθιστώντας την παραδοσιακή ημέρα εβδομαδιαίας ξεκούρασης και ευσέβειας.

Τρίτον, ο ποσοτικοποιημένος χρόνος υπόκειται σε έναν πολύ γενικό νόμο αυτής της κοινωνίας: ενώ γίνεται ομοιόμορφος και μονότονος, ταυτόχρονα σπάει και κατακερματίζεται. Όπως κι ο χώρος, διαιρείται σε πακέτα και τεμάχια: μεταφορικά δίκτυα, κατακερματισμένα και τα ίδια, διάφορες μορφές εργασίας, διασκέδασης και ανάπαυσης. Δεν υπάρχει χρόνος για να κάνεις τα πάντα, αλλά καθετί έχει τον χρόνο του. Αυτά τα κατακερματισμένα τμήματα ιεραρχούνται μεταξύ τους, αλλά η εργασία παραμένει σε μεγάλο βαθμό ουσιώδης (παρά την όποια υποτίμηση, που αντισταθμίζεται από πρακτικές επαναξιοποίησης σε περιόδους ανεργίας), το σημείο αναφοράς στο οποίο ανατρέχουν όλα τα υπόλοιπα. Ωστόσο, οι διαταραχές των ρυθμών πολλαπλασιάζονται, όπως και τα  αποκαλούμενα νευρικά προβλήματα. Δεν είναι ανακριβές να ισχυριστούμε πως τα νεύρα και ο εγκέφαλος έχουν τους  δικούς τους ρυθμούς, όπως οι αισθήσεις και η νόηση.

Από ρυθμαναλυτική σκοπιά, μπορούμε να περιγράψουμε την ημέρα  και τις χρήσεις του χρόνου με βάση κοινωνικές κατηγορίες, το φύλο και την ηλικία. Είναι αξιοσημείωτο πως τα αντικείμενα είναι καταναλωτές χρόνου, εγγράφονται στη χρήση του με τις δικές τους απαιτήσεις. Ένα πλυντήριο καταναλώνει ένα τμήμα χρόνου (λειτουργία και συντήρηση)  όπως καταλαμβάνει και ένα τμήμα χώρου. Οι ώρες των γευμάτων είναι αποτέλεσμα σύμβασης μιας και ποικίλουν από χώρα σε χώρα. Όμως αν τρως κάθε δώδεκα κι οκτώ, θα καταλήξεις να πεινάς εκείνες τις ώρες. Χρειάζονται ίσως δεκαετίες για να προσαρμοστεί το σώμα σε τέτοιους ρυθμούς και δεν είναι σπάνιο για τα παιδιά να αρνούνται τους κοινωνικούς ρυθμούς. Σε ότι αφορά την πνευματική συγκέντρωση και τις δραστηριότητες με τις οποίες συνδέεται (διάβασμα, γράψιμο, ανάλυση), έχουν επίσης τον δικό τους ρυθμό, που δημιουργήθηκε από συνήθεια, δηλαδή από έναν περισσότερο ή λιγότερο αρμονικό συμβιβασμό μεταξύ του επαναληπτικού, του κυκλικού και εκείνου που ανακύπτει από αυτά. Αυτές οι συμπεριφορές που αποκτώνται σύμφωνα με μια συγκεκριμένη διαίρεση του χρόνου και σαφώς καθορισμένους ρυθμούς δημιουργούν, ωστόσο, μια εντύπωση αυθορμητισμού. Αυτοματισμοί ή αυθορμητισμός; Αποδίδουμε τις συνέπειες εξωτερικών περιορισμών σε μια ουσιώδη ανάγκη. Εκείνος που ξυπνάει στις έξι το πρωί επειδή έχει ρυθμιστεί έτσι  εξαιτίας της δουλειάς του είναι ίσως ακόμη νυσταγμένος και έχει  ανάγκη για ύπνο. Μήπως αυτή η αλληλεπίδραση του επαναλαμβανόμενου με το έρρυθμο αργά ή γρήγορα δεν γεννά την εκτόπιση του σώματος; Αυτή η εκτόπιση έχει σημειωθεί και υπερτονιστεί πολλές φορές, χωρίς ωστόσο να έχουν γίνει κατανοητές όλες οι αιτίες που την προκαλούν.

Στην καθημερινή ζωή, λοιπόν, οτιδήποτε σχετίζεται με τις κοινωνικές  σχέσεις εμφανίζεται σε κάθε “υποκείμενο” ως αναγκαίο και απόλυτο, ως ουσιώδες και αυθεντικό. Με την εισαγωγή ενός καινούργιου στοιχείου στον καθημερινό χρόνο, αυτή η κατασκευή μπορεί να κλονιστεί με κίνδυνο να καταρρεύσει, δείχνοντας έτσι πως δεν ήταν ούτε απαραίτητη ούτε αυθεντική. Το ότι είσαι ερωτοχτυπημένος, έχεις βουλιμία ή πάσχεις από αϋπνία σημαίνει ότι εισέρχεσαι σε μια άλλη καθημερινότητα…

Η ρυθμική οργάνωση του καθημερινού χρόνου είναι κατά μία έννοια ό,τι πιο προσωπικό, ό,τι πιο εσωτερικό. Και είναι επίσης ό,τι πιο εξωτερικό (κατ’ αντιστοιχία με μια διάσημη ρήση του Χέγκελ [1]). Δεν άπτεται μιας ιδεολογίας ούτε της πραγματικότητας. Οι επίκτητοι ρυθμοί είναι ταυτόχρονα εσωτερικοί και κοινωνικοί. Στη διάρκεια μιας μέρας στον σύγχρονο κόσμο, όλοι κάνουν περίπου τα ίδια πράγματα στις περίπου ίδιες ώρες, αλλά καθένας είναι πραγματικά μόνος του κάνοντάς τα.

Το κυκλικό και το γραμμικό είναι κατηγορίες, δηλαδή έννοιες ή αντιλήψεις. Καθεμιά από αυτές τις δύο λέξεις προσδιορίζει – υποδηλώνει – μια εξαιρετική ποικιλία γεγονότων και φαινομένων. Οι κυκλικές διαδικασίες και κινήσεις, οι ταλαντώσεις, οι δονήσεις, οι επιστροφές και οι περιστροφές είναι αμέτρητες, από τις μικροσκοπικές μέχρι τις αστρονομικές, από τα μόρια μέχρι τους γαλαξίες, περνώντας μέσα από τους χτύπους της καρδιάς, το πετάρισμα των βλεφάρων και την αναπνοή, τη διαδοχή ημέρας και νύχτας, μηνών και εποχών και πάει λέγοντας. Όσο για το γραμμικό, προσδιορίζει κάθε σειρά πανομοιότυπων γεγονότων που διαχωρίζονται από μικρά ή μεγάλα χρονικά διαστήματα: η πτώση μιας σταγόνας νερού, τα χτυπήματα ενός σφυριού, ο θόρυβος μιας μηχανής κ.λπ. Ο υπαινιγμός  είναι εμφανής στο νόημα αυτών των όρων. Το κυκλικό προσλαμβάνεται σχετικά ευνοϊκά: κατάγεται από το κοσμικό, το παγκόσμιο, τη φύση. Μπορούμε όλοι να φανταστούμε τα κύματα της θάλασσας – μια όμορφη εικόνα, γεμάτη νόημα – ή τα ηχητικά κύματα ή τους κιρκαδικούς  ή μηνιαίους  κύκλους. Το γραμμικό, ωστόσο, περιγράφεται αποκλειστικά ως μονότονο, κουραστικό ή ακόμη κι αφόρητο.

Οι σχέσεις του κυκλικού και του γραμμικού – αλληλεπιδράσεις, συγκρούσεις, η κυριαρχία του ενός πάνω στο άλλο ή η εξέγερση του ενός ενάντια στο άλλο – δεν είναι απλές:  υπάρχει μεταξύ τους μια ανταγωνιστική ενότητα. Διεισδύουν το ένα στο άλλο, αλλά σε μια ατέλειωτη πάλη: κάποτε συμβιβασμός, άλλοτε διάσπαση. Υπάρχει, ωστόσο, μεταξύ τους μια ακατάλυτη ενότητα: το επαναλαμβανόμενο τικ-τακ του ρολογιού μετράει τον κύκλο των ωρών και των ημερών, και αντιστρόφως. Στη βιομηχανική πρακτική, όπου το γραμμικό επαναλαμβανόμενο τείνει να κυριαρχήσει, η πάλη είναι έντονη.

Αν το κυκλικό και το γραμμικό είναι κατηγορίες του χρόνου και του ρυθμού με γενικά χαρακτηριστικά (συμπεριλαμβανομένης της μέτρησης του ενός από το άλλο, κάτι που καθιστά καθένα από αυτά ένα μετρώμενο-μέτρο), δεν υπάρχουν άλλες κατηγορίες;  Άλλα χαρακτηριστικά στοιχεία του χρόνου και του ρυθμού; Άλλοι χρόνοι;

Ο χρόνος που προσωρινά θα ονομάσουμε “οικειοποιημένο” έχει τα δικά του χαρακτηριστικά. Είτε κανονικός είτε εξαιρετικός, είναι ένας χρόνος που ξεχνά τον χρόνο, κατά τη διάρκειά του ο χρόνος δεν μετράει (και δεν μετριέται πια). Φτάνει ή αναδύεται όταν μια δραστηριότητα φέρνει πληρότητα, είτε αυτή η δραστηριότητα είναι κοινότοπη (μια απασχόληση, μια δουλειά), ραφινάτη (διαλογισμός, περισυλλογή), αυθόρμητη (ένα παιχνίδι για παιδιά ή ακόμα και για ενήλικες) ή εκλεπτυσμένη. Αυτή η δραστηριότητα είναι σε αρμονία με τον εαυτό της και με τον κόσμο. Έχει μάλλον διάφορα χαρακτηριστικά αυτοδημιουργίας ή δώρου παρά υποχρέωσης ή έξωθεν επιβολής. Είναι έγχρονη: είναι ένας χρόνος, αλλά δεν το αναλογίζεται.

Για να θέσουμε το ερώτημα των ρυθμών καθαρά, ας επιστρέψουμε στην καθημερινή ζωή και στην περιγραφή  μιας ημέρας. Η χρήση του χρόνου την κατακερματίζει, την τεμαχίζει. Ένας κάποιος ρεαλισμός συγκροτείται μέσω της λεπτομερούς περιγραφής αυτών των τεμαχίων, εξετάζοντας δραστηριότητες που σχετίζονται με τη διατροφή, την ενδυμασία, την καθαριότητα, τη μετακίνηση κ.λπ. Αναφέρει τα χρησιμοποιούμενα προϊόντα. Μια τέτοια περιγραφή μοιάζει επιστημονική αλλά προσπερνάει το ίδιο το αντικείμενο, που δεν είναι η ακολουθία της παρόδου τέτοιων χρονικών στιγμιοτύπων αλλά η από κοινού σύνδεσή τους στον χρόνο, επομένως ο ρυθμός τους. Το ουσιώδες θα χαθεί, προς όφελος του συμπτωματικού, ακόμα και – ιδιαίτερα – αν η μελέτη αυτών των τεμαχίων μάς επιτρέπει να θεωρήσουμε συγκεκριμένες δομές της καθημερινότητας.

 

[1] «Το Εξωτερικό είναι η έκφραση του Εσωτερικού.» (Χέγκελ, Φαινομενολογία του πνεύματος) [ΣτΜ]


by

Tags:

Comments

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *