Ένα νησί γεμάτο γρανίτη δεν μπορεί παρά να προσφέρει φτώχεια. Τίποτε δεν μπορεί να καλλιεργηθεί για να προσφέρει αυτάρκεια στους γηγενείς. Ξερολιθιά και πεζούλες παντού από τη μια για να περιφραχτούν οι ιδιοκτησίες και από την άλλη για να στοιβαχτούν οι πέτρες και να ξεχερσωθεί η γη. Αιώνες επί αιώνων φτώχεια. Ο «μυκόνιος γείτων» στην αρχαιότητα σήμαινε τον άνθρωπο που πήγαινε απρόσκλητος σε γιορτές για να εξασφαλίσει ένα πιάτο φαί. Έχει, όμως, ο καιρός γυρίσματα. Και ο τελευταίος μισός αιώνας είναι «η εκδίκηση του μυκόνιου γείτονος». Το νησί του γρανίτη έγινε top destination για τον παγκόσμιο τουρισμό. Κάθε καλοκαίρι, η Μύκονος βουλιάζει από όλες τις «φυλές του Ισραήλ» χωρίς κανείς να μπορεί επακριβώς να ερμηνεύσει τα αίτια της απαρχής του φαινομένου. Η παγκόσμια gay κοινότητα -με προεξάρχοντες τους πλούσιους ανάμεσά τους- αγκάλιασε το νησί περισσότερο ακόμη κι από την Ίμπιζα κι αυτό αποτελεί πλέον μια σταθερά για κάθε ερμηνεία πρωταρχικής συσσώρευσης του συγκεκριμένου κεφαλαίου. Ως νησί, ωστόσο, κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι διαφοροποιείται από τα άλλα κυκλαδονήσια με έναν ιδιαίτερο τρόπο. Η αλήθεια είναι ότι η Χώρα είναι παραθαλάσσια κι αυτό αποτελεί μια ιδιαιτερότητα. Η συσσώρευση ανθρώπων και κεφαλαίων από την άλλη έχει σημείο αναφοράς το νοτιοδυτικό μέρος του νησιού που έχει παραλλάξει ονόματα όπως το Πλυντρί σε Paradise και το Καλαμοπόδι στο ακόμη πιο εμπνευσμένο…Super Paradise.
Μια άλλη ιδιαιτερότητα του νησιού που σαφώς και το προσομοιώνει στα καπιταλιστικά χαρακτηριστικά είναι η σχέση των γηγενών με τη γη. Πέρα από τη Χώρα, η έννοια του χωριού και των οικισμών δεν υπάρχει. Ανέκαθεν οι γηγενείς όταν έλεγαν «χωριό» εννοούσαν τη λεγόμενη «κατοικιά», μια αγροικία δηλαδή μέσα στο χωράφι με όλες τις επιβιωτικές εγκαταστάσεις που ήταν απαραίτητες στην καθημερινή αγροτική ζωή. Αυτές τις κατοικιές τις βρίσκει κανείς διάσπαρτες και στα πιο απίθανα σημεία του νησιού. Ακριβώς αυτή η κουλτούρα είναι που επιτρέπει σε οποιονδήποτε να χτίσει οπουδήποτε και οτιδήποτε θέλει. Το αποτέλεσμα είναι ένα νησί χωρίς οικισμούς αλλά γεμάτο «βίλες» σπαρμένες σε κάθε του σημείο. Η γη πουλιέται συχνά όχι με το στρέμμα, όπως οπουδήποτε αλλού στην αντίστοιχη επαρχία, αλλά με το τετραγωνικό μέτρο… όπως στα αστικά κέντρα.
Για να γίνουν, όμως, αυτά τα μικρά «παλάτια» χρειάστηκαν πολλές εκδουλεύσεις από τις δημοτικές αρχές. Για να μεταφερθεί νερό και ρεύμα στο πιο απόμερο σημείο του νησιού χρειάζονται προσοδοφόρες εργολαβίες και ασκήσεις ατασθαλιών. Η προηγούμενη δημοτική αρχή είναι ήδη υπόδικη για κατασπατάληση δημόσιου χρήματος. Αυτό, ωστόσο, δεν εμπόδισε τους μυκονιάτες να ψηφίσουν έναν παραγιό του απερχόμενου δημοτικού άρχοντα επιλέγοντας την φυσική συνέχεια αυτής της κατάστασης.
Και αυτή η κατάσταση είναι που αξιώνει τη μεγάλη ατομική ιδιοκτησία και απαξιώνει οτιδήποτε δημόσιο. Θα περίμενε κανείς στον top destination του παγκόσμιου τουρισμού να υπάρχει ένα στοιχειωδώς αξιόλογο οδικό δίκτυο. Στο συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος του νησιού όχι μόνο δεν υπάρχει αλλά υπολείπεται της… Ανάφης. Τα δυστυχήματα είναι καθημερινή ρουτίνα και σε αυτό δεν μονοπωλεί το αλκοόλ αλλά «συνεισφέρουν» πολλαπλοί παράγοντες που απορρέουν όλοι από την αισχροκέρδεια. Λεωφορεία για τον «λαουτζίκο» κυκλοφορούν με το σταγονόμετρο δημιουργώντας ιδιότυπους ταξικούς αποκλεισμούς μέσα στο ίδιο το νησί. Επιπλέον, τα ταξί είναι 33 τον αριθμό για όλο το νησί κρατώντας ερμητικά κλειστές τις πόρτες για την έκδοση νέων αδειών συμπεριφερόμενοι, εντέλει, ως δυσεύρετοι και ακριβοθώρητοι άρχοντες. Οι κατσαρίδες είναι το αμέσως μετά τον άνθρωπο πολυσύχναστο είδος στη Χώρα και συνοδεύουν απαραιτήτως τα πανάκριβα κοκτέιλ στην Μικρή Βενετία είτε έρποντας είτε πετώντας…
Όμως, οι «μυκόνιοι γείτονες» δεν έχουν ανάγκη. Παίρνουν εκδίκηση αιώνων στέρησης με τον πιο αντιδραστικό τρόπο που θα τους αναλογούσε. Ο καπιταλισμός έχει καλλιεργήσει την απέχθειά τους για οτιδήποτε κοινό και δημόσιο και εξαργυρώνει την γρανιτένια τους καρδιά. Εξάλλου, ο χρυσός στις τσέπες συνοδεύεται πάντα από γρανιτένιες καρδιές.
Κατά τα άλλα η Δήλος, το μεγαλύτερο δουλοκτητικό κέντρο της Μεσογείου επί 500 περίπου χρόνια που απέχει μισή ώρα από τη Μύκονο, αποτελεί μια εκδρομή για τους τουρίστες απωθώντας την σύγχρονη δουλεία όσο πιο μακριά μπορεί από τα αισθητήρια της κοινωνικής συνείδησης. Μπορεί η gay κοινότητα να γίνεται αποδεκτή, ως πλούσια, αλλά το νησί αποτελεί μια κόλαση για «μαυρούληδες», πακιστανούς, αλβανούς… Επίσης, εν μέσω όλης αυτής της «ομορφιάς», 120 περίπου οικογένειες γηγενών ζουν χάρη στη διανομή τροφίμων από διάφορους φιλάνθρωπους…
[Το παραπάνω κείμενο δημοσιεύτηκε στο πρώτο τεύχος του περιοδικού Carex Flacca της κατάληψης Σινιάλο τον Ιούλη ’14]
Leave a Reply