Ε, άνθρωπε, καταλαβαίνεις έστω και λίγο τι σου λέω;

Και έβλεπες κάτω στη σειρά τις πόρτες των κελιών, που τόση οργή εμείς είχαμε ξηλώσει. Ίδιες σαν ταφόπλακες τύλιγαν με βαθύ σκοτάδι τα ανθρώπινα όνειρα. Στο πάνω της μέρος, αντί για σταυρό, είχε τον αριθμό του κελιού, έναν αριθμό που μέσα στο πέρασμα του χρόνου, είτε θεληματικά είτε αθέλητα, αφομοιωνόσουν και γινόσουν ένα μαζί του, καθώς όλα σου τα βήματα τα έπαιρνε και τα έφερνε πάλι έξω απ’ αυτόν. Που σε δίπλωνε με την αόρατη σκληρότητα του και σε τσάκιζε σιγά μα σταθερά. Και ακριβώς λίγο πιο κάτω από τον αριθμό της καταστολής σου είχαν ανοίξει μια διαπεραστική τρύπα, ίδια σε μέγεθος με οπλοπολυβόλο, απ’ όπου ο εχθρός σε ξεγύμνωνε απροκάλυπτα νύχτα μέρα με τον πιο αδίστακτο τρόπο και σου σκότωνε ό,τι μυστικό είχες και κρατούσες μέσα σου. Από κει έριχναν τις δολοφονικές ριπές τους αδιάκοπα πάνω σου και γάζωναν το κορμί σου στις πιο ιερές και απαραβίαστες στιγμές του. Είναι η τρύπα που με την χειρότερη λύσσα ξέρναγε από  κει ο εχθρός σου το χειρότερο μίσος του. Είναι ο αδυσώπητος, ο τυραννικότερος ελεγκτής σου και ο χειρότερος φονιάς του ιδιωτικού, του κρυφού σου εαυτού. Που μέσα στην πιο παράλογη σύγκρουση τον άλλαζες, τον παραποιούσες, τον μεταμόρφωνες αναγκαστικά σε κάποιον άλλον, σε έναν ξένο.

Είναι η τρύπα-μάτι, όπου στον πιο ανύποπτο χρόνο, στον πιο δικό σου ή ιδιωτικό χρόνο αυτή τον ξεσκίζει. Καθώς έβλεπες να προβάλλει πίσω από κει το γυαλιστερό, το ψυχρό μάτι του δήμιου ερευνητή και να σου διαπερνά το είναι. Που σε αναγκάζει ακόμα και μέσα στον τάφο σου να αλλάζεις χαρακτήρα! Γιατί αισθάνεσαι, το νιώθεις μέσα σου, πως κάθε σου κίνηση παρακολουθείται, πως είσαι ένα ελεγχόμενο άτομο, πως δεν έχεις αποκλειστικά τίποτα μα τίποτα δικό σου ˙ και εκεί πάνω εξεγείρεσαι κατά του εαυτού σου. Καθώς διαπιστώνεις, ωμά πλέον, το πόσο αδύναμος είσαι απέναντι σ’ αυτή την αδηφάγα τρύπα, που αιώνια απορροφά όλη σου την ύπαρξη και την διαλαλεί στους διαδρόμους της εξουσίας.

Ω! Μάτι φθονερό, για πάντα να σε σφραγίσω! Για να πάψει πια το απαίσιο στα χέρια των δήμιο ξεγύμνωμα και άρπαγμα της ψυχής. Ω! Ρουφιάνε των πιο απόκρυφων κινήσεων μου, πόσο σε μισό και πόσο λαχταρώ τον θάνατο σου! Την καταστροφή σου! Το χαμό σου!

Και λίγο πιο κάτω και ακριβώς στη μέση της πόρτας και ισχυρά μπηγμένη μέσα της είναι η φοβερή αμπάρα που χώνεται μέχρι βαθιά στην καρδιά της πέτρας. Για να αμπαρώνει μέσα εκεί ακλόνητα ολόκληρη της ύπαρξη σου μια για πάντα.

Είναι η βαριά σιδερένια αμπάρα που σκίζει τον άνθρωπο στα δύο. Που του συνθλίβει κάθε σκέψη αντίστασης, καθώς ίδια με γιγάντια ατσαλένια μέγκενη τον σφίγγει και τον συνθλίβει τελειωτικά. Πότε την ακούς να σέρνεται και να σηκώνεται αθόρυβα, ύπουλα σαν φίδι ˙ είναι οι στιγμές των άγριων απαγωγών στις πιο απονήρευτες και γαλήνιες ώρες! Και πότε σκληρά, βαριά να καρφώνεται με λυσσασμένη μανία μέσα στην πέτρα. Από τον τρόπο που σηκώνεται ή πέφτει αναγνωρίζεις και τον χαρακτήρα της διάθεσης και τον σκοπό του δήμιου. Όλα του είναι χαραγμένα πάνω σ’ αυτή του την κίνηση. Και ακριβώς λίγο πιο κάτω είναι η τεράστια της ασφάλειας κλειδαριά, τόσο στέρεα μπηγμένη πάνω της, που με το πέρασμα των χρόνων έχει γίνει ένα σώμα με την πόρτα. Μια κλειδαριά που ο θόρυβος της είναι ο μισητότερος θόρυβος που αποκαλύφθηκε ποτέ.

Είναι ο θόρυβος αυτός που μέσα σε λίγο χρονικό διάστημα είναι σε θέση να διαλύσει ακόμα και το πιο γερό νευρικό σύστημα.

Το μάτι σε γδύνει, σε παραμορφώνει, η μπάρα σου φράζει την ανάσα και η κλειδαριά, αφού σε στριφογυρίσει, σε εκσφενδονίζει σαν απομεινάρι στην άκρη του παγερού κελιού.

Και ακριβώς γύρω από την πόρτα, εντελώς καλυμμένη απ’ αυτήν και κριμένη σαν τον ύπουλο φονιά της, βρισκόταν Η ΤΡΟΜΕΡΗ ΤΩΝ ΖΩΝΤΑΝΩΝ ΚΑΣΑ!

Η κάσα! Φώναξα.

Ω! Καταραμένη εξουσία, που θάβεις τους ανθρώπους ζωντανούς! Που όσοι σε αρνιούνται και σε περιφρονούν τους ρίχνεις στα χειρότερα μαρτύρια, σ’ αυτά τα ανομολόγητα που καμιά πένα δεν έχει την δύναμη να περιγράψει, γιατί η αλήθεια δεν περιγράφεται, γιατί αυτή κατοικεί στο πιο βαθύ σκοτάδι και για να περιγραφτεί πρέπει πρώτα να περάσεις το ίδιο το σώμα από τη λάβα της φωτιάς!

Εμπρός παιδιά, να ξεπατώσουμε τις κάσες που μέσα τους οι εγκληματίες ολόκληρα ατελείωτα χρόνια μας κατασπαράζουν ζωντανούς.

Δεν χρειάστηκε δεύτερη κουβέντα, λες και τα παιδιά το περίμεναν από μέρες, ή λες και ήταν αυτό το κρυφό που τους έκαιγε και που ζητούσαν τη στιγμή να το σβήσουν. Γι’ αυτό και όλοι μαζί ορμήξαμε πάνω στην πιο επίπονη και σκληρή δουλειά που μέχρι τώρα είχαμε κάνει. Καθώς αυτές οι φοβερές κάσες, λες και ήξεραν τον προορισμό του απαίσιου έργου τους, είχαν αφομοιωθεί απόλυτα και είχαν γίνει ένα με την πέτρα.

Ενώ από δεξιά και αριστερά, τεράστια σιδερένια στηρίγματα ξεπετάγονταν από μέσα τους και έμπαιναν ως βαθιά μέσα στην άγρια πέτρα. Ενώ ακόμα ήταν εφαρμοστά χωνεμένες με ειδικές πατούρες, ολόκληρες μέσα στην πέτρα. Ήταν μια μάχη φοβερή, καθώς έπρεπε να ξεκολλήσουμε, μπήγοντας τα σίδερα στις πέτρες, τα σιδερένια στηρίγματα των κασών. Έπρεπε να σπάσουμε κομμάτια πέτρες και να σκάψουμε με μυτερά σίδερα βαθιά μέσα, τόσο στο πλάι, όσο και από πάνω και από κάτω. Να περάσουμε τους χειροποίητους σιδερένιους λοστούς ανάμεσα σ’ αυτή και την άγρια πέτρα, που λες και ήξερε, λες και ένιωθε πως θα της πάρουν τον σύντροφο τόσο πιο άγρια και σκληρή γινόταν! Ενώ μετά, με άλλους σιδερένιους λοστούς και ρόπαλα ορμούσαμε με όλες μας τις δυνάμεις, για να ξεριζώσουμε από τους τάφους τις κάσες των ζωντανών που ρουφούσαν το αίμα μας και έτρωγαν τις σάρκες μας ωμές! Και που για δεκάδες χρόνια ολόκληρα θάβαν τις ψυχές μας. Και τότε συνέβη το φοβερό. Μίλησε η αλήθεια! Που όλοι την ακούσαμε. Ναι, την ακούσαμε στις μοναδικές για μας στιγμές που τραβούσαμε τις κάσες προς τα έξω ˙ κραυγές και ουρλιαχτά σκορπίστηκαν ανάμεσα μας! Ήταν κάτι πρωτοφανέρωτο, καθώς σε κάθε βίαιο σπρώξιμο και κάσα μουγκρητό ξέρναγε! Και ούρλιαζε ίδια σαν άνθρωπος που σπαράζει! Ακούσαμε ολοφάνερα κραυγές πόνου και βογκητά!!! Και εκεί απάνω μας κυρίευσε μια πρωτόφαντη δύναμη, που δεν πιστεύαμε ποτέ πως έχουμε μέσα στα στήθια μας! Και τότε… πέσαμε πάνω στις κάσες των ζωντανών σαν πεινασμένα πιράνχας και τις ξεσκίσαμε, τις ξεδοντιάσαμε, τις πιάσαμε από τις μασέλες και τις σπάζαμε σε κομμάτια, αδιαφορώντας για τα ουρλιαχτά τους που, αντίθετα, μας εμψύχωναν, γιατί ο καθένας εκεί μέσα, ανάμεσα σε κείνες τις αλλόκοτες κραυγές, αναγνώριζε και την δική του! Και ένιωσε τον σπαραγμό της ψυχής του μέσα σε κείνο τον τάφο, που τον έθαβαν εκείνες οι φοβερές κάσες ζωντανό, ολοζώντανο. Πάνω στην λύσσα που μας είχε κυριεύσει, αδιαφορούσαμε πλήρως για τον εαυτό μας ˙ έτσι κανείς μας εκείνες τις μοναδικές στιγμές δεν ένιωθε πόνο, όταν πολλές φορές μας ξέφευγαν από τα χέρια τα σίδερα και τα ρόπαλα και μας χτυπούσαν σε πολλά μέρη του σώματός μας. Όλοι μας νιώθαμε την ανωτερότητα της πράξης και όλοι νιώθαμε δυνατοί! Γιατί όλοι μας επιθυμούσαμε τον αφανισμό αυτών των φονιάδων, που η αιματοκυλίστρα εξουσία έστρεψε εναντίων μας. Γι’ αυτό δουλέψαμε τόσο σκληρά όσο ποτέ. Χωρίς στιγμή ανάσας και γεμάτοι σκισίματα, ιδρώτα και αίμα ξεριζώσαμε τις κάσες και περιφρονητικά τις πετάξαμε άψυχες πια μέσα στο κέντρο. Αφήνοντας στη θέση τους, αντί τα ανθρωποφάγα, τα γεμάτα πόνο, θλίψη, δάκρυ και τρόμο κελιά, ακίνδυνα πια ανοίγματα που σου προκαλούσαν μόνο δέος. Κελιά χωρίς τις φοβερές κάσες τους δεν είναι κελιά. Γιατί μόνο πάνω στις φοβερές κάσες μπορεί να ρίξει τις αμπάρινες πόρτες της η εξουσία. Για να σφραγίσει για πάντα μέσα κάθε ζωή και κυρίως τη μεγάλη ζωή της αντίστασης.

Και αφήσαμε την πέτρα μονάχη σε μια αξιολύπητη κατάσταση, τραυματισμένη και ξεσυντροφευμένη να χάσκει αναπολώντας τα παλιά μεγαλεία! Κι εκεί απάνω μας έπιασε μια άλλη νέα οργή, να τινάξουμε, να γκρεμίσουμε από την ίδια την αιματοβαμμένη ρίζα, την ίδια την πέτρα και όλα τα κελιά να τα κάνουμε σκόνη και μια άμορφη μάζα. Μοναδικό μνημείο της πρώτης πράξης του νέου πολιτισμού…

Όμως με πίκρα και απογοήτευση βλέπαμε πως δεν είχαμε τα μέσα για να το πραγματοποιήσουμε, και αυτό μας έκαιγε όλους μας.

Όχι στα κόκκινα κελιά τους θανάτου!

Όχι άλλα κελιά!

Όχι στην φρικτή βαρβαρότητα που κατακομματιάζει τον οργανισμό! Τον κατακρεουργεί! Τον ακρωτηριάζει με τον φρικτότερο τρόπο που θα μπορούσε να διανοηθεί ποτέ κανείς!

Όχι στο φοβερότερο και κτηνωδέστερο στήριγμα των εξουσιαστών!

Αυτή ήταν για μας μια μεγάλη στιγμή, καθώς συνειδητά γκρεμίζαμε ό,τι το χειρότερο σκέφτηκε ποτέ το ανθρώπινο μυαλό: το ίδιο το ΚΕΛΙ!

Αυτή την ομορφότερη μέρα της ζωής μου δεν θα την ξεχάσω ποτέ!

Ω! φώναξα. Φυλακισμένοι όλων των χωρών, γευτείτε τη γλύκα αυτής της αιώνιας, μοναδικής, της μοναδικής στιγμής! Γκρεμίστε, συντρίψτε, τσακίστε τα δόντια των εξουσιαστών, ξεμασελιάστε τα ανθρωποκτόνα κελιά τους! Ξεπατώστε τις φοβερές αυτές κάσες, τους νεκροθάφτες των ζωντανών ψυχών όλων των καταπιεσμένων και κυρίως των πρώτων αρνητών της Γης!

Και κει πάνω στο σωρό, στις στοιβαγμένες κάσες, νιώσαμε από μέσα μας να βγαίνει αυθόρμητα ένα μεγάλο βάρος που χρόνια μας πλάκωνε ˙ να ξεφεύγει από το σώμα, να ανεβαίνει και να φεύγει. Όλοι μας ανασάναμε για πρώτη φορά ελεύθερα. Χωρίς τον πόνο του άγχους της ματαίωσης του εαυτού μας.

Κανείς μας εκείνη την πρώτη στιγμή της ζωής δεν αισθανόταν κούραση, παρά ένα όμορφο ζωγραφιστό χαμόγελο φώτιζε τα πρόσωπά μας. Ήταν μια από τις ιερότερες πράξεις που είχαμε κάνει στη ζωή μας!

Άνθρωπε! Ε, άνθρωπε, καταλαβαίνεις έστω και λίγο τι σου λέω; Πες μου! Πες!

Που και που, για ώρες μετά άκουγες μαζί με τον αέρα να ξεφεύγει μέσα από τα τρύπια κελιά μια παραπονεμένη κραυγή ή κάποιο απελπισμένο ουρλιαχτό ανάμεικτο με κλάμα, που γρήγορα όμως χανόταν στο άπειρο του ουρανού…

Γιάννης Πετρόπουλος – Απόσπασνα από την αφήγηση της εξέγερσης της Αλικαρνασσού (1990)


by

Tags:

Comments

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *