Η προκήρυξη των Μαχόμενων Επαναστατικών Λαϊκών Δυνάμεων δεν επεξέτεινε –ούτε σε θεωρησιακό επίπεδο ούτε σε υποστηριστική επιχειρηματολογία- απολύτως κανένα από τα πρωταρχικά βασικά στοιχεία κοινωνικής πρόσληψης της ίδιας της πράξης.
Έχουμε ένα αρχικό δεδομένο, ότι δεν έχει προσδιοριστεί με την απαραίτητη εγκυρότητα η πολιτική ταυτότητα της οργάνωσης που ανέλαβε την ευθύνη. Είναι αλήθεια ότι λείπουν τα παραδοσιακά τεκμήρια που πιστοποιούν την ταυτότητα της πράξης. Εν πρώτοις, είναι αδύνατος ο σαφής προσδιορισμός της πολιτικής ταυτότητας της οργάνωσης (που κινείται σε ένα τόσο ευρύ πολιτικό φάσμα, το οποίο, με δεδομένες τις οξύτατες «εσωτερικές» αντιφάσεις και μάλιστα σε βαθμό αυτοακύρωσης, στην ουσία έχει μόνο φαντασματική –ούτε καν φαντασιακή- ύπαρξη). Στη συνέχεια, εντοπίζονται εξαιρετικά αντιφατικές πολιτικές αναφορές σε όλη σχεδόν την έκταση της προκήρυξης (συγκρούονται διαρκώς οι προκρίσεις στοχεύσεων πότε της άμεσης ένοπλης επίθεσης στους φασίστες και τους ψηφοφόρους τους και πότε της άμεσης δράσης ενάντια στο κράτος και τα αφεντικά… των οποίων οι φασίστες είναι απλώς απόρροια). Η κατάθεση επιχειρησιακών στοιχείων της επίθεσης από μεριάς των ένοπλων οργανώσεων ποτέ δεν αποτελούσε μια στείρα επίδειξη ανώτερων ικανοτήτων αλλά αφενός, αποδείκνυε ότι υπάρχουν τρόποι για την ανάδειξη και αξιοποίηση της τρωτότητας των αντικαπιταλιστικών και αντικρατικών στόχων και αφετέρου, τεκμηρίωνε με «αποκαλυπτικό τρόπο» την αυθεντική ταυτότητα της πράξης. Η έλλειψη κάθε επιχειρησιακού στοιχείου είναι μια… καινοτομία. Ακριβώς σε αυτό τό πλαίσιο της ταυτόχρονης ύπαρξης τριών καινοτομιών, δικαιολογείται κάθε επιφύλαξη για την “γνησιότητα” της ανάληψης. Η προκήρυξη αυτή θα μπορούσε να έχει γραφτεί από τον οποιοδήποτε «ενδιαφερόμενο».
Πέρα από τις επιφυλάξεις, όμως, καλό θα ήτανε να διατυπωθούν κάποιες πρώτες σκέψεις αμιγώς πάνω στο πολιτικό υλικό της προκήρυξης, παίρνοντας ως δεδομένη όχι την εξόφθαλμη αντιφατικότητα της μορφής αλλά την προσπάθεια κατάθεσης προθέσεων επί του περιεχομένου από μεριάς των συντακτών της. Αναμφισβήτητα, η προκήρυξη ξεχειλώνει σε βαθμό φαντασματικότητας, όπως προαναφέραμε, την ανάγκη για κοινό μέτωπο δράσης όχι όμως με άμεση αναφορά σε αυτό. Αλλά εμμέσως πλην σαφώς μέσα από κάθε παράγραφο του κειμένου. Από τις αγαστές αναφορές στον Ντουρρούτι και… την ΟΠΛΑ μέχρι την δυσδιάκριτη και φευγαλέα πολεμική στην καθεστωτική αριστερά. Ούτε μια κουβέντα για το ΚΚΕ και… μόλις μια κουβέντα άσφαιρης ψυχολογικοποίησης για τον Σύριζα. Μέσα σε αυτή την ανεκδιήγητη –τόσο ιστορικά όσο και συγκαιρινά- διαστολή των πολιτικών αναφορών γίνονται τόσο απροσδιόριστα όσο, όμως, και την ίδια στιγμή προσδιορίσιμα τα πολιτικά χαρακτηριστικά της οργάνωσης. Έτσι, εκείνο που ορίζει την ταυτότητα είναι μόνο η στόχευση: ένα ευρύ μέτωπο «αριστερών, κομμουνιστών και αναρχικών» που θα σηκώσει το γάντι επιτέλους των εμφυλιοπολεμικών προκλήσεων που πέταξαν οι ομάδες μεγάλων συμφερόντων, το κράτος και οι φασίστες. Ο κοινός τόπος, ωστόσο, μεταξύ όλων όσων διατυπώνουν την αναγκαιότητα για ένα ευρύ «αντιφασιστικό, αντικαπιταλιστικό, αντικρατικό» μέτωπο διεμβολίζεται με αυτόν τον τρόπο από την σχέση μέσων και σκοπών. Εισάγεται ένας επιπλέον αναπόφευκτος δυναμικός διαχωρισμός που επιστρέφει από το ξεπέρασμα των διαφωνιών -μέσα από έναν άλλο δρόμο- στην επίφασή τους.
Είναι γεγονός ότι η δομή της προκήρυξης δεν επιτρέπει την κατανόηση επί του συνόλου της τόσο λόγω των αντιφατικών της αναφορών όσο και της αναπόφευκτης σύνδεσής της με την ίδια την πράξη, αυτήν της τελικής πρόκρισης της εκτέλεσης των φασιστών. Από την εκτενή ιστορική παράθεση των εγκλημάτων της ΧΑ που τεκμηριώνουν την πολιτική και φυσική ευθύνη των μελών της μέχρι και την τρις αναφορά τους ως «μαντρόσκυλα του κεφαλαίου» αλλά και την λογική… μεταβίβαση της ευθύνης όλων αυτών στο κεφάλαιο και το κράτος συν την εκτενή αναφορά στα δικά τους εγκλήματα… χάνεται το σημείο αναφοράς ανάμεσα στην κότα και το χρυσό αυγό. Η τελική πρόκριση της πράξης μας λέει ότι οι ΜΛΕΔ επιλέξανε τα χρυσά αυγά αφήνοντας την κότα… για μετά; Κανείς δεν ξέρει. Έτσι κι αλλιώς αυτή η προκήρυξη δεν μπαίνει καν στον κόπο να συνδέσει στοιχειωδώς πειστικά αυτή της την επιλογή με την συγκεκριμένη πολιτική και κοινωνική συγκυρία. Αν η εκτέλεση, έτσι κι αλλιώς και με αυτόν τον τρόπο, αξίζει στα μαντρόσκυλα του κεφαλαίου τότε λογικά πρόκειται για μια διϊστορική επιλογή που αφορά τουλάχιστον τα τελευταία είκοσι χρόνια όσο και οι εκτενείς ιστορικές αναφορές της οργάνωσης για τα «κατορθώματα» των φασιστών. Γιατί όμως δεν επιλέχθηκε έστω πριν την εκτέλεση του Π. Φύσσα και επιλέχθηκε τώρα; Αν το επιχείρημα είναι ότι η απροκάλυπτη δολοφονία του Π. Φύσσα ήταν «η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι» τότε αδικούνται με εξαιρετικά προβληματικό τρόπο τόσες και τόσες άλλες απροκάλυπτες δολοφονίες μεταναστών.
Συνακόλουθα, η αναφορά στην «αφομοίωση του αντιφασιστικού κινήματος» που συντελέστηκε μέσα σε… ένα μήνα διατυπώνει μια βαθιά υποκειμενική αντίληψη για την ταχύτητα της «αφομοίωσης των κοινωνικών κινημάτων» που, όμως, γίνεται αντικειμενική δεσπόζοντας στην πραγματικότητα μέσω της εκτέλεσης των φασιστών. Το μέτρο της υποκειμενικής αυτής αντίληψης έχει ως αναφορά την μαζικότητα, προφανώς, κι όχι τα ποιοτικά κινηματικά χαρακτηριστικά. Το «αντιφασιστικό κίνημα» δεν αφομοιώθηκε αλλά βρισκόταν σε μια πορεία συγκρούσεων από μεριάς του ριζοσπαστικού αντιφασισμού -με βαθιές ιστορικές καταβολές στην ελληνική πραγματικότητα- ενάντια στον όψιμο και χειραγωγικό θεσμικό αντιναζισμό. Οι συγκρούσεις αυτές βρίσκονταν σε μια εξέλιξη που θα ποιοτικοποιούσε τη γενική αφύπνιση αφήνοντας νέες παρακαταθήκες στον -αντικρατικό και αντικαπιταλιστικό- αντιθεσμικό αγώνα. Τίποτε, ωστόσο, από όλα αυτά δεν γίνεται αντιληπτό ή, έστω, άξιο αναφοράς από τους συντάκτες της προκήρυξης. Έτσι, μέσα σε μια αράδα οι διεργασίες των «από τα κάτω» γράφονται στα παλαιά των υποδημάτων των συντακτών και σε αντιδιαστολή με… την αποθέωση που τους επιφυλάσσουν στις τελευταίες παραγράφους όταν τους καλούν σε «αντάρτικο». Στη συνέχεια, η ίδια η βιωματική μας σχέση με την πραγματικότητα των αποτελεσμάτων της εκτέλεσης των φασιστών βρίσκονται στον αντίποδα τόσο των «προσδοκιών» -στο βαθμό που αυτές μας έγιναν αντιληπτές- των ΜΕΛΔ όσο και αυτών που ισχυρίζονται ότι πρόκειται για μια φυσική συνέχεια των πραγμάτων και συνεχίζουμε χωρίς να… τρέχει τίποτα.
Τίποτε από όλα αυτά δεν είναι καινούργιο. Η προκήρυξη και σε επίπεδο περιεχομένου δεν προσέφερε απολύτως τίποτε. Η εκτίμησή μας για την ματαιότητα της αναμονής ανάληψης ευθύνης θεωρούμε ότι επιβεβαιώθηκε ως εκ των προτέρων προφανής. Όσον αφορά την έλλειψη πολιτικής σοβαρότητας…
Σε μια και μόνη πρόταση θα συμφωνήσουμε με τις ΜΕΛΔ αν κι από αυτή τη συμφωνία οι ίδιες οι ΜΕΛΔ έχουν αυτοεξαιρεθεί: «Σε αυτόν τον πόλεμο δεν πρέπει να πτοηθούμε, να καμφθούμε από τα αναμενόμενα αντίποινα και τις προβοκάτσιες του εχθρού». Κι αυτό θα κάνουμε, όπως το κάνουμε εδώ και χρόνια.
Leave a Reply