“Το επαναστατικό κίνημα δεν έχει επίσης εκτιμήσει ορθά τις φαινομενικά ασήμαντες μικροσυνήθειες της μικροαστικής ζωής και μάλιστα πολύ συχνά τις είχε εκμεταλλευθεί στραβά. Η μικροαστική «σαλοτραπεζαρία» που αγοράζει ο «προλετάριος» μόλις αποκτήσει τα μέσα –κι ας έχει κατά τα’ άλλα επαναστατικό φρόνημα. Η συνακόλουθη καταδυνάστευση της γυναίκας παρόλο που είναι κομμουνιστής. Το «καλό κουστούμι» την Κυριακή, οι άκαμπτες χορευτικές κινήσεις και χίλιες άλλες «μικρολεπτομέρειες», όταν επαναλαμβάνονται καθημερινά, έχουν μιαν απείρως ισχυρότερη αντιδραστική επιρροή απ’ ότι μπορούν να ισοφαρίσουν χιλιάδες επαναστατικές συγκεντρώσεις, λόγοι και προκηρύξεις. Ο στενόκαρδος συντηρητικός βίος επηρεάζει αδιάλειπτα, τρυπώνει μέσα σε κάθε σχησμαδιά της καθημερινής τριβής, ενώ αντίθετα η δουλειά στο εργοστάσιο και τα προπαγανδιστικά φυλλάδια επιδρούν ορισμένες ώρες μόνον. Ήταν άρα λάθος βαρύ, όταν το επαναστατικό κόμμα «για να πλησιάσει τις μάζες» βάλθηκε να οργανώνει γιορτές και πανηγύρια επειδή τάχα ταιριάζει στις συντηρητικές τάσεις της εργατιάς. Σε κάτι τέτοια ο αντιδραστικός φασισμός τα κατάφερνε απείρως καλύτερα. Στο βραδινό φόρεμα που έβαζε η εργάτρια για μια τέτοια γιορτή υπήρχε πιο πολλή αλήθεια αναφορικά με την αντιδραστική δομή του εργάτη, παρά σε εκατό άρθρα. Το «βραδινό φόρεμα» και η οικογενειακή μπυροποσία δεν είναι παρά η εξωτερίκευση μιας εσωτερικής διεργασίας, σημάδι ότι υπήρχε ήδη η προδιάθεση στην ψυχή του εργάτη να δεχτεί τον φασισμό. Όταν κατόπιν ο φασίστας υποσχόταν από πάνω ότι θα «καταργούσε το προλεταριάτο» και είχε μ’ αυτό επιτυχία, θα πει ότι 90 στις 100 περιπτώσεις η επιτυχία του δεν οφειλόταν στο οικονομικό του πρόγραμμα αλλά στο «βραδινό φουστάνι». Πρέπει να προσέχουμε περισσότερο, πολύ περισσότερο αυτά τα μικροπράγματα της καθημερινής ζωής.”
Αυτά έγραφε ο λοιδορημένος από τον «επιστημονικό σοσιαλισμό» και τον «ψυχαναλυτικό ορθολογισμό» των ημερών του -αλλά και διαγραμμένος εξαιτίας αυτών των απόψεών του από το Γερμανικό Κομμουνιστικό Κόμμα- Βίλχεμ Ράιχ, λίγα μόλις χρόνια πριν οι φασίστες κυβερνήσουν τη χώρα του και… δικαιωθεί. Αξιοσημείωτο είναι ότι τo σημαντικό σχετικό έργο του, «Η μαζική ψυχολογία του φασισμού», απ’ όπου και προέρχεται το παραπάνω παράθεμα, έχει γίνει «αποδεκτό» από μια πλειονοτική αριστερά των ημερών μας (εξαιρούμενου, φυσικά, του ΚΚΕ που τηρεί σήμερα κατά γράμμα την πολιτική παθολογία εκείνου του ΚΚΓερμανίας του μεσοπολέμου) όχι ως περιεχόμενο αλλά… ως σφραγίδα. Πέρα από τον καθεστωτικό αριστερό «αντιφασισμό» που… αναγνωρίζει την πολυπλοκότητα του φασιστικού φαινομένου αλλά συνεχίζει απτόητος την εκλογοκεντρική του θεσμική αυτοπραγμάτωση, δεν είναι και λίγα τα παραδείγματα των «αντιφασιστικών μετώπων» που με την επίκληση ενός κηρυγμένου πολέμου έχουν υποστείλει την σημασία αυτών ακριβώς των «μικροπραγμάτων» που υποστηλώνουν την φασιστική ιδεολογία σε όλο το φάσμα της καθημερινής ζωής.
Δεν αμφιβάλλει κανείς και καμία ότι ο «φυσικός χώρος» μέσα στον οποίο αναπτύσσεται καλύτερα ο φασισμός (συνθέτει τις μοριακές του καθημερινές διάσπαρτες αναφορές σε ενιαία αντίληψη) δεν είναι άλλος από τον κοινωνικό κανιβαλισμό. Εντείνεται η δήλωση παρουσίας ενός άθλιου σύμπαντος μαχών σώμα με σώμα σε καθημερινή βάση μεταξύ των δυνάμεων κυριαρχικής εκπειθάρχησης με αρωγούς άτομα και ομάδες των υποτελών τάξεων από τη μία και των ανυπάκουων, απείθαρχων και ανυπότακτων καταπιεσμένων από την άλλη. Φυσικά, δεν περιμένει κανείς τα μέτωπα αυτά να είναι συμπαγή εφόσον διακατέχονται από τους κώδικες ενός και του αυτού Υπάρχοντος και μπορεί να εμφανίζονται με σχετικές μεταβλητές υποκειμενικότητες μέσα στις τριβές της καθημερινής ζωής πότε ως δυναμικά και πότε ως παθητικά υποσύνολα.
Μέσα σε αυτή τη συνθήκη, ενώ το «επαναστατικό καθήκον» είναι να αποδομηθούν οι κώδικες του Υπάρχοντος και να διαμορφωθούν τα μέτωπα εκπειθάρχησης και ανυποταγής με συμπαγή και ξεκάθαρα χαρακτηριστικά, το καθήκον της «κυριαρχικής ιδεολογίας» δεν είναι άλλο από το να δυναμώσει τους κοινούς κώδικες μεταξύ των αντιτιθέμενων πόλων υπονομεύοντας τον πόλο των κυριαρχούμενων, να επιτείνει με κάθε τρόπο τις δυνάμεις συνοχής στη βάση ενός εκμεταλλευτικού και καταπιεστικού κοινωνικού συμβολαίου. Μέσα σε αυτούς ακριβώς τους κυριαρχικούς κώδικες αναγνωρίζει και ο Βίλχεμ Ράιχ την δυνατότητα αναπαραγωγής της αντιδραστικής ιδεολογίας του φασισμού.
Κορυφαίο παράδειγμα είναι η υπόθεση του πρόσφατα δολοφονημένου Θανάση Καναούτη. Δεν χρειάζεται να μείνουμε στην πολιτική φαινομενολογία αποσημειολογώντας:
είτε τα μέτωπα του κοινωνικού κανιβαλισμού με τους ελεγκτές, οδηγούς κι αμέτοχους επιβάτες που «κοιτάζουν –κάτι παραπάνω από- τη δουλειά τους» και τον 18χρονο προλετάριο με τους «ζωηρούς» και «τζαμπατζήδες» συνεπιβάτες του,
είτε τη στάση των καθεστωτικών κομμάτων με τις ασκήσεις αναισθησίας και φτηνής πολιτικής
είτε των ΜΜΕ που για μια ακόμη φορά προσπάθησαν να υποβιβάσουν το θέμα της δολοφονίας, στη συνέχεια να θολώσουν τα δεδομένα του Γεγονότος, να κερδίσουν χρόνο ώστε να υπάρξει μια αναίμακτη για το Καθεστώς απομάκρυνση από το Γεγονός… συνεπικουρούμενα αυτή τη φορά και από μια «εμπροσθοφυλακή» των «προοδευτικών διανοούμενων».
Εκείνη η «λεπτομέρεια» στην οποία θα θέλαμε να σταθούμε, η «λεπτομέρεια» που αναγνωρίζει τον εαυτό της στους κυριαρχικούς κώδικες αναπαραγωγής της αντιδραστικής ιδεολογίας -και για την οποία δεν έχει μιλήσει ακόμη κανείς- είναι το γεγονός ότι η οικογένεια του Θανάση έθαψε το παιδί της ντυμένο φαντάρο. Πρόκειται για το αντρικό αντίστοιχο εκείνο έμφυλο πατριαρχικό έθιμο όπου οι γυναίκες ντύνονται «νυφούλες» σε περίπτωση που πεθάνουν ανύμφευτες. Θα έλεγε κανείς ότι –με βάση όλα όσα έχουν δημοσιοποιηθεί- πρόκειται για τη γραμμική συμπεριφορά μιας οικογένειας «χαμηλών τόνων» που με μπροστάρισσα μια δικηγόρο έκανε κάθε προσπάθεια να αποκοινωνικοποιήσει το γεγονός και να το εμφανίσει ως απότοκο αμιγώς προσωπικών ευθυνών που «πρέπει να αποδοθούν με ψυχραιμία και σύνεση». Είναι όμως αυτή ακριβώς η γραμμικότητα στην οποία εντοπίζεται η υποδαύλιση των κοινωνικών αυταπατών. Αν δεν συγκινήθηκε ο παχύδερμος ελεγκτής από το ματωμένο σώμα του 18χρονου σίγουρα θα «συγκινηθεί» με τον νεκρό 18χρονο ντυμένο φαντάρο. Είναι το σημείο ακριβώς εκείνο που δικαιώνει την αυταπάτη των εθνικών ιδεωδών και ξαναφέρνει το χαμόγελο στα χείλη των θορυβημένων κυρίαρχων, το σημείο που στο προκείμενο βρίσκεται στη μέση του Συμβάντος, επικεντρώνει τα βλέμματα των συμμετεχόντων, αμβλύνει τις κοινωνικές ευθύνες και ομογενοποιεί την ενδεχόμενα «ανυπάκουη κι απείθαρχη μάζα» θυμίζοντάς της το παντοτινό καθήκον: να χάνει τον εαυτό της μέσα σε μια στολή έτοιμη να θυσιαστεί για το «κοινό καλό».
Ας ξαναθυμίσουμε τον δικαιωμένο Βίλχεμ Ράιχ του 1933: «Πρέπει να προσέχουμε περισσότερο, πολύ περισσότερο αυτά τα μικροπράγματα της καθημερινής ζωής».
Leave a Reply