Από το νέο κανονισμό του ΕΟΠΥΥ (ΦΕΚ 3054, 18/11/12), που κομίζει ορυμαγδό περικοπών σε φάρμακα, εξετάσεις, νοσήλια και επιδόματα, σταχυολογούμε ό,τι προβλέπεται για το επίδομα τοκετού:
ΑΡΘΡΟ 13
Μαιευτική περίθαλψη − ιατρικώς υποβοηθούμενη
αναπαραγωγή
Α. Ο Ε.Ο.Π.Υ.Υ. παρέχει στις άμεσα και έμμεσα ασφαλισμένες του μαιευτική περίθαλψη μέσω των συμβεβλημένων παρόχων υγείας, στα πλαίσια της ισχύουσας κάθε φορά νομοθεσίας και των όρων των συμβάσεων με αυτούς. Η συμμετοχή των ασφαλισμένων στα νοσήλια γίνεται με τους ίδιους όρους που αφορούν τις νοσηλείες του άρθρου 10. Σε περίπτωση τοκετού εκτός νοσηλευτικού ιδρύματος, καταβάλλεται αντί μαιευτικής περίθαλψης εφάπαξ χρηματικό βοήθημα ύψους 900 €, 1200 € για δίδυμη κύηση και 1600 € για τρίδυμη κύηση. Τοκετός θεωρείται και η γέννηση νεκρού εμβρύου άνω των 25 εβδομάδων.
Τουτέστιν, όταν μια γυναίκα γεννά σε νοσοκομείο καλύπτονται τα νοσήλια και δεν δικαιούται επίδομα. Επίδομα τοκετού θα λαμβάνουν στο εξής οι γυναίκες που γεννούν σε χώρο εκτός μαιευτηρίου, όπως για παράδειγμα στο σπίτι. Η σταχυολόγηση αυτή δεν επιλέχθηκε ούτε για να αναδειχθεί η πρωτοτυπία των τρόπων με τους οποίους το ελληνικό κράτος εξοικονομεί χρήματα στο όνομα της κρίσης ούτε για να ειπωθεί για νιοστή φορά ότι ο καταιγισμός με μέτρα εκθεμελίωσης οποιουδήποτε ίχνους δημόσιας κοινωνικής πρόνοιας από τις κρατικές δομές φαίνεται να μην έχει τελειωμό. Άλλωστε, δεν υπερασπιζόμαστε ούτε τα επιδόματά τους -πολύ περισσότερο αυτά που δίνονται για να φυσικοποιήσουν την «ευπάθεια» «ευαίσθητων» κοινωνικών ομάδων, όπως οι γυναίκες, διαιωνίζοντας την εξάρτηση αυτών από πατερναλιστικούς μηχανισμούς- ούτε το κράτος σε οποιαδήποτε εκδοχή του.
Στον κανονισμό αυτό αποτυπώνεται μια επιτυχημένη σύζευξη της επίθεσης που δέχεται το υποκείμενο «γυναίκα» (αν και όχι όλες οι γυναίκες με τον ίδιο τρόπο και την ίδια ένταση*) στη συνθήκη της «εξαίρεσης»· συνθήκη που επιβάλλει η συμπλοκή της «κρίσης», της «έκτακτης ανάγκης» και της διάχυσης του κυρίαρχου διαχωρισμού μεταξύ αξιοβίωτων και επισφαλών ζωών.
Πράγματι, η επίθεση αυτή αποκτά ανηλεή χαρακτηριστικά τον καιρό των οικονομικών κρίσεων, και δη, της τελευταίας. Η φτώχεια, η εξάρτηση από πατεράδες, συζύγους, επιδόματα, η μεγαλύτερη δυσκολία λήψης διαζυγίου ή κατάκτησης οποιουδήποτε αυτοπροσδιορισμού λόγω της οικονομικής συμπίεσης, η κακοποίηση, η σεξουαλική και εργασιακή εκμετάλλευση και η καταπίεσή τους εντός και εκτός σπιτιού, αυξάνονται από τις οξυνόμενες στην κρίση συνθήκες της ανεργίας, της κατ’ ανάγκη μερικής και επισφαλούς απασχόλησης, της μαύρης/ανασφάλιστης εργασίας, του αποκλεισμού, της σιωπής, της κατάθλιψης, του συνεχούς μόχθου της φροντίδας για τους άλλους (συνήθως παιδιά, σύζυγο, ηλικιωμένους), του κοινωνικού κανιβαλισμού.
Η εγκυμοσύνη και η γέννα αλληλεπιδρούν με τις συνθήκες αυτές, επιφέροντας δομικούς καταναγκασμούς στις ζωές των γυναικών και μετατρέποντας το γυναικείο σώμα σε πεδίο μάχης. Ο τοκετός μάλιστα ιστορικά αποτέλεσε πρώτη και βασικότερη αιτία θανάτου για εκατομμύρια γυναικών στον δυτικό κόσμο. Μακράν του να υπερασπιστούμε το σύνολο της παραγωγής και εφαρμογής της σύγχρονης ιατρικής γνώσης και μέριμνας ως σημείο «προόδου» στέκεται το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι, στο νεοφιλελεύθερο οικονομικό χωροχρόνο, οι γυναίκες χωρίς δυνατότητα επιλογής πρόσβασης στις ιατροφαρμακευτικές δομές είναι πολλές και θα γίνουν ακόμη περισσότερες όσο αυτός εντατικοποιεί και πολλαπλασιάζει τις συνθήκες που ξερνούν εξαθλίωση.
Σε ένα τέτοιο τοπίο, ο νέος κανονισμός για τις δικαιούχες (και μη) επιδόματος συνιστά γυμνό εκβιασμό για τις γυναίκες: τις φτωχές, τις άνεργες, τις ανασφάλιστες, τις μετανάστριες, τις Ρομά, τις ανύπαντρες, τις …., όλες αυτές που θέλουν, αλλά δεν μπορούν να γεννήσουν σε ένα μαιευτήριο ή/και γίνονται αντικείμενο πιέσεων και διευθετήσεων από το οικογενειακό περιβάλλον, ώστε γεννώντας σπίτι να λάβουν χρήματα, ακόμη κι αν έτσι βάζουν το σώμα τους και το παιδί σε σοβαρό κίνδυνο επιπλοκών έως και θανάτου. Διόλου τυχαία, όπως διαβάζουμε σε πρόσφατα δημοσιεύματα, τους τρεις τελευταίους μήνες κατά τους οποίους βρίσκεται σε ισχύ ο κανονισμός, από τις 30 γυναίκες που έλαβαν το επίδομα οι περισσότερες ήταν Ρομά.
Η υλική και συμβολική απαξίωση όμως του γυναικείου σώματος ως επίθεση στη δυνατότητα της αυτοδιάθεσής του δεν τροχιοδρομείται μόνο από την νεοφιλελεύθερη οικονομία της κρίσης. Η άλλη όψη της κυριαρχίας στη σύγχρονη Ελλάδα είναι η βιοπολιτική της αυταρχικοποίησης και του εθνοπατριωτικού ολοκληρωτισμού που αναζητά διαρκώς τις βέλτιστες πατριαρχικές εφαρμογές της. Έτσι, στο στόχαστρο των κυρίαρχων ολοκληρωτικών λόγων και πρακτικών βρέθηκαν πέρυσι οι οροθετικές εκδιδόμενες γυναίκες που στιγματίσθηκαν ως «μολυσματικές», διαπομπεύθηκαν ως «υγειονομική βόμβα» στην καρδιά της αγίας ελληνικής οικογένειας, εξοντώθηκαν κοινωνικά -αν όχι και φυσικά- ως ανεπιθύμητες. Φαίνεται πως πολλές ακόμη γυναικείες ζωές θα βαπτιστούν αναλώσιμες και άχρηστες, τις οποίες κανένα «φιλανθρωπικό» επίδομα δεν μπορεί να εξαργυρώσει.
Απέναντι στο καθεστώς της εξαίρεσης που δε σημαίνει τίποτε άλλο από αυτό που κυριολεκτικά πράττει, να χαράζει σύνορα, να αποκλείει και να εξοντώνει έμμεσα ή άμεσα εκείνες κι εκείνους που δεν μπορούν ή/και δε θέλουν να ενταχθούν στον κόσμο της αβίωτης ζωής που ενορχηστρώνει, ας αντιτάξουμε τη λύσσα των εξαίρετων αγωνιστικών αποθεμάτων μας.
(*) Δεχόμαστε ότι η κίνηση της πατριαρχίας είναι επιθετική απέναντι σε όλες τις γυναίκες, με κοινά θεμελιώδη χαρακτηριστικά, αλλά και ταυτόχρονα διαφορετικά αναλόγως της κοινωνικής-ταξικής θέσης, της φυλετικής-εθνικής καταγωγής, της θρησκευτικής πίστης, του σεξουαλικού προσανατολισμού και της σωματικής κατάστασης των γυναικών.
*αναδημοσίευση από τον Θερσίτη
Leave a Reply