9 χρόνια κατάληψη Υφανέτ // 3 χρόνια αγώνων στην κρίση

ΑΝΑΡΤΗΘΗΚΕ: 24/05/2013
Υλικό άλλων ομάδων

2013_05_24_poster_9_years

Εισήγηση στην εκδήλωση στην Φάμπρικα Υφανέτ  // Παρασκευή 24 Μάη στις 19.00

3 χρόνια αγώνων στην κρίση: για τα όρια που συναντήσαμε, το ξεπέρασμα τους και τις νέες κοινότητες αγώνα.

Σήμερα 3 χρόνια μετά την 5η Μάη ένας κύκλος αγώνων φαίνεται να κλείνει. Ένας πλούτος που προσπάθησε να σταθεί απέναντι στην πιο βίαιη υποτίμηση της ζωής μας από την μεταπολίτευση και μετά. Απεργίες, οδομαχίες αποκλεισμοί του κοινοβουλίου, καταλήψεις δημοσίων κτηρίων, συνελεύσεις γειτονιάς και αναρίθμητες απόπειρες να μπλοκαριστεί η επίθεση των αφεντικών και του πολιτικού τους προσωπικού στην καθημερινότητα μας. Όλο αυτό το διάστημα πολλοί και πολλές από εμάς πιστέψαμε ότι οι εκατοντάδες χιλιάδες διαδηλωτών στις απεργίες θα μπορούσαν να παράγουν μια νέα ιστορική στιγμή, μια μαζική και άμεση κριτική του καπιταλισμού. Με την ορμή του Δεκέμβρη πολλοί υποτίμησαν την δύναμη μοριοποίησης του καπιταλισμού τα τελευταία 30 χρόνια. Σήμερα τρία χρόνια μετά, εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι προσπαθούν να επιβιώσουν κάθε μέρα ενώ μια διάχυτη ματαιότητα έχει κυριεύσει την πλευρά των από τα κάτω. Μέσα σε αυτό το κενό τα ΜΜΕ προσπαθούν να μας πείσουν ότι τα χειρότερα πέρασαν και ότι  ήρθε η ώρα να σκύψουμε το κεφάλι να δουλέψουμε με μισθούς πείνας, ανασφάλιστοι στελεχώνοντας τα σκλαβοπάζαρα του μνημονιακού καπιταλισμού.

Η αναγκαιότητα του αγώνα σήμερα φαντάζει επιτακτική και αυτονόητη. Και όμως οι αγώνες αδυνατούν να πραγματωθούν. Όχι απλά δεν κάνουν την υπέρβαση του υπάρχοντος, αλλά αδυνατούν με τις υπάρχουσες μορφές τους να ικανοποιήσουν το αναγκαίο, το καθημερινό, το πιο απλό αίτημα. Το ξεπέρασμα τις σημερινής κατάστασης απαιτεί πάνω απ όλα να την κοιτάξουμε κατάματα. Η αντίφαση που ορίζει τους αγώνες της εργασίας είναι η αντίστροφη όψη της αντίφασης του κεφαλαίου.

Έχουμε πολλές φορές αναλύσει το πώς η κρίση είναι η στιγμή που το καπιταλιστικό σύστημα αδυνατεί να αναπαραχθεί. Σε αυτό κομβικό ρόλο παίζουν τόσο οι ιστορικές αντινομίες του καπιταλιστικού συστήματος όσο και οι οργανωμένες ή και αόρατες αρνήσεις, οι κοινωνικοί και ταξικοί αγώνες. Πάνω από όλα η κρίση για το καπιταλισμό είναι η αδυναμία αναπαραγωγής της αξίας και ταυτόχρονα η διαδικασία επαναφοράς της. Με μία λέξη αναδιάρθρωση. Η διαδικασία αυτή έχει κάνει φανερό έναν εν δυνάμει πλούτο κοινωνικών σχέσεων και αγώνων αλλά από την άλλη έχει εκφραστεί και ως μία λυσσαλέα επίθεση στην εργασία. Οι προοπτικές που ανοίγονται είναι όντως μεγάλες, αλλά και το βίωμα της κρίσης είναι σκληρό. Δεν μπορούμε να μην δούμε ότι οι προλετάριοι είναι και στο χειρότερο τους σημείο. Οι φόροι, η καλπάζουσα ανεργία και το τέλος του φορντισμού με την επακόλουθη διάλυση της δυνατότητας κοινωνικής αναπαραγωγής, η πειθάρχηση και η καταστολή λειτουργούν διαλυτικά για το δυνάμει κίνημα. Το κεφάλαιο θα αναπαραχθεί, και ένας από τους τρόπους του είναι να περάσει από πάνω μας. Ο στόχος ένας και μοναδικός η πειθάρχηση, η κανονικοποίηση και η επιστροφή στην εργασία με χειρότερους όρους. Το κράτος αποχωρεί από την δημόσια σφαίρα ως υποβοηθητικό της κοινωνικής αναπαραγωγής για να επιστρέψει σε αυτή με όρους στρατιωτικούς και πειθαρχικούς.

Την εποχή του φορντισμού το κράτος είχε τη μορφή του κράτους πρόνοιας(αποτέλεσμα της τότε δυνατότητας του κεφαλαίου να προσδέσει την τάξη και τα αιτήματα της στο κεφάλαιο) τώρα το κράτος έρχεται με την μορφή του πειθαρχικού κράτους να πειθαρχήσει, να καταστείλει, να ενσωματώσει στην εργασία δια πυρός και σιδήρου. Όπως είναι εμφανές η κατάσταση είναι αντιφατική και ανάλογα από ποιόν πόλο της σχέσης κεφάλαιο την κοιτούμε έχουμε και την ανάλογη εικόνα.

Ας θυμηθούμε δέκα μέρες μετά τις 12 Φλεβάρη 2012 τη δήλωση του Βενιζέλου τότε υπουργού οικονομικών

«για να βοηθήσουμε τον εαυτό μας θέλει δουλειά, δουλειά και πάλι δουλειά για να εφαρμόσουμε το νέο πρόγραμμα και να σεβαστούμε τις υποχρεώσεις μας, (…) υπάρχουνε πολύ σημαντικές επενδύσεις στην Ελλάδα οι οποίες καθυστερούν επειδή αντιδρούν οι τοπικές κοινωνίες, (…) πρέπει να αντιληφθούμε ότι εδώ υπάρχει πρόβλημα υπαρξιακό και να κάνουμε μια εθνική εκστρατεία και να μετατρέψουμε τη χώρα μας σε φιλοεπενδυτική γιατί μόνο έτσι θα την κάνουμε και φιλοεργατική (…) το πρόβλημα δεν έχει λυθεί, έχουμε μια τεράστια ευκαιρία πρέπει να την αξιοποιήσουμε θέλει όμως σοβαρότητα, ενότητα συναίνεση και δουλειά, δουλειά, δουλειά»

Ευάγγελος Βενιζέλος 22 Φεβρουαρίου 2012 στο βραδινό δελτίο του mega

Ο πόλος της εργασίας παρουσιάζει περισσότερο πλούτο. Από την μία όπως προείπαμε υπάρχει η περιχαράκωση, η εσωστρέφεια και η καταστολή. Η άνευ όρων επίθεση του κεφαλαίου που βιώνεται σαν άμεση και άγρια υποβάθμιση των ζωών μας. Υπάρχει όμως και το ιστορικό πρόταγμα. Το ιστορικό σύνθημα των IWW ακόμα και σήμερα εκφράζει ποιο είναι αυτό : «Κατά την περίοδο παρακμής του κεφαλαίου αποκτά η απεργία […] ένα πραγματικό επαναστατικό περιεχόμενο. Κάθε επιτυχία των εργατών οξύνει την κρίση» (Πρόγραμμα της IWW, Σικάγο 1933)

Το ερώτημα που μένει ανοιχτό να απαντηθεί λοιπόν είναι το πώς; Ή διατυπωμένο αλλιώς «γιατί ενώ υπάρχουν προοπτικές το κίνημα φαίνεται να ηττάται;»

Τι είναι αυτό λοιπόν που χτυπάει το ρυθμό του ανταγωνισμού; Στην παρούσα ιστορική συγκυρία είναι εμφανές περισσότερο από ποτέ ότι η ανεργία παίζει ένα κομβικό ρόλο στην παρούσα κατάσταση, τόσο για το κίνημα όσο και για το κεφάλαιο.

Για το κίνημα η ανεργία είναι μια δύσκολη εξίσωση. Η ιστορική αντίφαση του κεφαλαίου θριαμβεύει στον καιρό της κρίσης. Η μισθωτή εργασία είναι εντός της σχέσης κεφάλαιο και συνεπώς η αντίφαση που ορίζει τους αγώνες της εργασίας είναι η αντίστροφη όψη της αντίφασης του κεφαλαίου.

Η εικόνα του νεόπτωχου άνεργου, αυτού που με την εκδίωξη του από την εργασία χάνει και την πρόσβαση στην κοινωνική αναπαραγωγή με ότι αυτό συνεπάγεται είναι πλέον κυρίαρχη.  Μέχρι πρότινος το κεφάλαιο είχε καταφέρει σε σημαντικό βαθμό μέσα από ένα σύνολο διαδικασιών να προσδέσει την τάξη και τα αιτήματά της στην κεφαλαιακή σχέση. Αυτό σε βάθος χρόνου οδήγησε στην ρευστοποίησή της και στην πλήρη ενσωμάτωσή της. Ο δημοκρατικός πυρετός της μεταπολίτευσης έγινε ο φυσικός χώρος και χρόνος της φάσης επέκτασης του ελληνικού κεφαλαίου. Το κεφάλαιο έπλασε την κοινωνία κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσή του. Κόμματα, κομματικά συνδικάτα και μέσω αυτών δημιουργία εκλογικών βάσεων κτλ. Ο φετιχισμός του εμπορεύματος εξελίχθηκε σε πολιτικό φετιχισμό. Η πολιτική κοινότητα της δημοκρατίας εξυπηρετούσε τις πραγμοποιημένες σχέσεις στο μέγιστο. Τα πάντα πλέον πήραν την μορφή της συναλλαγής. Τα πάντα έγιναν αντικείμενο της δημοκρατίας και τα πάντα φαίνονταν ότι μπορούσαν να επιλυθούν μέσω αυτής. Όπως χαρακτηριστικά εξακολουθούν να επαναλαμβάνουν ακόμα και σήμερα οι ιθύνοντές της: Η δημοκρατία δεν έχει αδιέξοδα. Αυτή η κατάσταση διέβρωσε τα κοινωνικά δίκτυα που είχαν δημιουργηθεί τα προηγούμενα χρόνια από τους από τα κάτω. Σε αυτό το σημείο λοιπόν γίνονται ήδη ορατές οι βασικές αφετηρίες της αποσάθρωσης του κινήματος. Αρχικά η αποτελεσματική λειτουργία της δημοκρατίας ως φυσικής κοινότητας του κεφαλαίου και επιπρόσθετα η πλήρης ενσωμάτωση της αριστεράς σε αυτή την κοινότητα.

Η δημοκρατία είναι μια μεγάλη πολιτική κοινότητα. Σε καιρούς «ακμής» γίνεται μέτρο των πάντων. Ως πολιτική κοινότητα ενσωματώνει στην κοινότητα του έθνους και του νόμου όλα τα υποκείμενα πέρα από τις ιδιαίτερες κοινωνικές τους σχέσεις. Όλες οι αντιθέσεις των κοινωνικών σχέσεων αναγνωρίζονται ρητά αλλά επιλύονται εντός των ορίων της κοινότητας χωρίς δηλαδή να ξεπερνούν τις ταξικές τους οριοθετήσεις. Όλοι έχουν δικαιώματα, όλοι έχουν λίγο δίκιο και λίγο άδικο φτάνει να τα βρούνε. Όλοι μπορούν-με ατομική προσπάθεια- να γίνουν τα πάντα: αφεντικά, εργάτες, επενδυτές, μέτοχοι, μεταπράτες κτλ. Συνεπώς η σχέση κεφάλαιο μένει ανέπαφη στον πυρήνα της και όλες οι κατά καιρούς κοινωνικές αντινομίες λύνονται με συναίνεση εντός των ορίων της σχέσης. Δεν ισχυριζόμαστε ότι το κεφάλαιο μπορεί να υπάρξει μόνο μέσα στην δημοκρατία, αλλά σίγουρα νιώθει πολύ άνετα σε αυτήν.

Η αριστερά ενσωματώθηκε πλήρως στον παραπάνω μηχανισμό. Οι εκλογές, ο δημοκρατικός κόσμος ακόμα και η έννοια της δημοκρατικότητας έγιναν αναπόσπαστο κομμάτι της. Η δημοκρατία έπαψε να είναι η αντικειμενοποίηση και η προέκταση των κοινωνικών σχέσεων του κεφαλαίου (και συνεπώς μια μορφή που μπορεί να τις μεταλλάσσει αλλά ποτέ να τις υπερβεί) και άρχισε να φαντάζει στα μάτια της αριστεράς ως η φυσική κοινωνική τάξη. Ως ένας ουδέτερος μηχανισμός που έπρεπε να τον κατακτήσει. Έτσι και η αριστερά ενστερνίστηκε το δόγμα της δημοκρατίας χωρίς αδιέξοδα. Οι κατά καιρούς εμφανείς αντινομίες της κοινωνίας αποδίδονταν σε ηθικολογίες: Διαφθορά, κακιά δεξιά, άπληστοι καπιταλιστές κτλ. Συνεπώς η ριζοσπαστική κριτική στις κοινωνικές σχέσεις πέρασε σε δεύτερο πλάνο μέχρι που χάθηκε εντελώς. Τα πάντα πλέον ήταν θέμα ποιότητας των ατόμων και όχι θέμα ιδιαίτερων κοινωνικών σχέσεων. Αυτή είναι και η αποθέωση της δημοκρατικής αρχής: τα άτομα και η ποιότητα τους, οι πράξεις τους κτλ είναι ανεξάρτητα των κοινωνικών τους σχέσεων. Είναι η ουσιοκρατική ελεύθερη επιλογή τους. Είναι εμφανές ότι στην δημοκρατική κοινότητα η κριτική στη σχέση κεφάλαιο χάνεται από τον ορίζοντα.

Ως φορέας των παραπάνω η αριστερά συνέχισε την πορεία της και λειτούργησε ως «πάγος» για την δημιουργία μιας πραγματικής κουλτούρας αντίστασης των από τα κάτω και της δικτύωσης αυτών.

Μετά ήρθε η κρίση και όλα τα παραπάνω έγιναν απερίφραστα ορατά. Όσο το διακύβευμα της αναπαραγωγής γινόταν όλο και πιο επιτακτικό η δημοκρατική κοινότητα διαλυόταν. Παράλληλα από τον Δεκέμβρη του 2008 είχε εμφανιστεί ένα κίνημα το οποίο αν και  όχι συγκροτημένα δήλωνε ότι δεν χωρούσε μέσα στο υπάρχον. Αυτό το κίνημα συνειδητοποίησε ότι η κοινωνικότητα και η παρουσία στη δημόσια σφαίρα, όχι με όρους πολιτικής ομάδας αλλά ανταγωνιστικής κίνησης, είναι το στοίχημα που έμελλε να κερδηθεί. Σε αυτή την κατεύθυνση λοιπόν ανοίχτηκε ένας πλούτος σχέσεων, προοπτικών και μορφών αγώνα που δεν είχαν ξαναεμφανιστεί με τέτοιους όρους. Ποια και ποιος μπορούσε να προβλέψει το Δεκέμβρη του 2008, την Κερατέα, τις συλλογικές κουζίνες, τις συνελεύσεις γειτονιάς, την απεργία των 300 μεταναστών, τις συντροφικές χειρονομίες στις επανασυνδέσεις του ρεύματος. Όλα αυτά συνέβησαν και σωστά έχουμε ισχυριστεί ότι επιτάχυναν το περιβάλλον της κρίσης. Από την άλλη από το 2009, βιώνουμε επίθεση σε όλα τα μέτωπα, αντίστοιχη με την πολιτική της σαλαμοποίησης της Θάτσερ στην Αγγλία τη δεκαετία του ‘80, αυξήσεις φόρων, μειώσεις μισθών, περικοπές κράτους πρόνοιας, πλαστικές σφαίρες, αρπαγή της γης, διαπόμπευση οροθετικών, επιστρατεύσεις, φράχτες στο Έβρο, εκκενώσεις καταλήψεων, στρατόπεδα συγκέντρωσης μεταναστών, φασισμός. Αυτή δεν ήταν μια απροσδόκητη απάντηση αλλά το κίνημα δεν ήταν προετοιμασμένο να αντισταθεί. Η προσπάθεια των εργαζομένων να μην υποτιμηθεί η ζωή τους, ήταν αντίθετη στην παρούσα κατάσταση του κεφαλαίου. Αυτό που βιώνουμε λοιπόν είναι η κρίση αναπαραγωγής της αξίας και ταυτόχρονα η διαδικασία επαναφοράς της μέσω της ενσωμάτωσης στην εργασία με χειρότερους όρους.

Εδώ εμφανίζονται διάφορες κινηματικές προτάσεις. Μία από αυτές είναι οι δομές κοινωνικής αναπαραγωγής που θα προσπαθήσουν να καλύψουν τόσο το κενό που έχε δημιουργηθεί, αλλά κυρίως πάνω στην αφορμή των αναγκών, θα δικτυώσουν τους νέους αγώνες και τα νέα υποκείμενα που γεννά η κρίση. Μία από αυτές είναι και αυτή της αλληλέγγυας οικονομίας ως μιας προσπάθειας να «την βγάλουν» οι από τα κάτω εν καιρώ κρίσης. Είναι χρέος μας να δούμε κριτικά αυτή την λύση όπως και κάθε λύση. Από την μία ακούμε για αποδοτικότερες επιχειρήσεις, για καλύτερη παραγωγή, καλύτερη ποιότητα, μεγαλύτερο κέρδος των παραγωγών κτλ δηλαδή για ακόμα καλύτερο ή ευέλικτο καπιταλισμό. Αυτά τα εγχειρήματα επιτείνουν όλους τους όρους αναπαραγωγής του κεφαλαίου. Τον πυρήνα της σχέσης δηλαδή την συσσώρευση, την διαμεσολάβηση του χρήματος, τον νόμο της αξίας κτλ δεν τις αγγίζουν συνεπώς μπορούν να συνεχίσουν να υπάρχουν παράλληλα με το κράτος. Δεν στέκονται απέναντι του, αλλά το προσπερνούν απλά. Από την άλλη οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι αυτά τα εγχειρήματα κινούνται στην λογική των δομών και της κοινωνικότητας. Προσφέρουν όντως μία διέξοδο σε μία εποχή που η εικόνα του νεόπτωχου κυριολεκτικά λειτουργεί σαν φόβητρο για κάθε αγώνα που μπορεί να οδηγήσει σε περαιτέρω απολύσεις. Το ερώτημα που θέτουμε εδώ όχι μόνο στις συντρόφισσες και στους συντρόφους που συμμετέχουν σε τέτοια εγχειρήματα αλλά και σε εμάς τους ίδιους είναι: Μπορούμε να δημιουργήσουμε δομές κοινωνικής αναπαραγωγής που να είναι πραγματικά ανταγωνιστικές, που να μην έχουν καμία συσχέτιση με το κεφάλαιο και να στέκονται απέναντι του; Και αν ναι ποιες είναι αυτές;

Ένα άλλο ζήτημα το οποίο έχει ανακύψει είναι αυτό της πολιτικής ταυτότητας, δηλαδή της εισόδου στους αγώνες με όρους κυρίως πολιτικούς. Αυτή είναι μια κλειστή επιλογή η οποία ωστόσο είναι απόλυτα κατανοητή με το ευρύτερο κλίμα. Ωστόσο οι κίνδυνοι είναι πολλαπλοί. Μετά την ήττα των αγανακτισμένων το καλοκαίρι του 2011, τα αδιέξοδα των συνελεύσεων γειτονιάς και κυρίως μετά την 12 Φλεβάρη 2012, η πολιτική ταυτότητα επιστρέφει δριμύτατη και κυρίως επέστρεψε από την πλευρά του κράτους και των θεσμών. Η αγανάκτηση μπαίνει στην κάλπη και διαμορφώνεται η πολιτική των δυο άκρων, ώστε η τρικομματική κυβέρνηση να φαίνεται ως ο μεσαίος δρόμος της αρετής της σύνεσης. Στον αντίποδα οι ελάχιστοι κοινωνικοί και ταξικοί αγώνες της τελευταίας χρονιάς αντιμετωπίζονται πλέον κατευθείαν με επιστρατεύσεις, φυλακίσεις και πλαστικές σφαίρες.

Τα πάντα ξεδιπλώνονται ως δίπολα. Τα πάντα ανάγονται σε σύγκρουση προδιαγεγραμμένων πολιτικών ταυτοτήτων. Αναρχικοί εναντίων ακροδεξιών, μνημονιακοί εναντίον αντιμνημονιακών, Χρυσή Αυγή εναντίον ΣΥΡΙΖΑ. Δίπολα τα οποία συσκοτίζουν και κατακερματίζουν αυτό που θα μπορούσε πραγματικά να συμβεί, την πραγματική σύγκρουση η οποία όμως δεν είναι δίπολο: Τάξη εναντίον τάξης. Οι πολιτικές ταυτότητες και οι προσκόλληση σε αυτές λειτουργούν διαλυτικά. Κάνουν πολιτική και όχι ανταγωνισμό. Η πολιτική είναι μια άλλη σφαίρα από την σφαίρα των κοινωνικών αντιθέσεων. Είναι ένα σύνολο αυτοαναφορικών πρακτικών, περίκλειστων που όποιο και αν είναι το περιεχόμενό τους, η συγκρότησή τους γύρω από το πλαίσιο της ιδεολογίας τις κάνει πάντα ένα έξωθεν. Είναι μια μορφή οριζόντιας διαμεσολάβησης που εμποδίζει τα άτομα να συγκροτηθούν, να δράσουν ως συλλογικό σώμα μέσα στις ιδιαίτερες κοινωνικές τους σχέσεις, βάσει των κοινών τους συμφερόντων ή της υπέρβασης αυτών μέσα στον κοινωνικό ανταγωνισμό. Τα διαχωρίζει ως περίκλειστα και αυτοαναφορικά και τα επανενώνει σε επιμέρους ταυτότητες. Η επιστροφή στην πολιτική ταυτότητα είναι αντιφατική διαδικασία: είναι συλλογική και διαχωριστική συνάμα, από την μία είναι συλλογική καθώς σε εντάσσει σε κάτι πολυάριθμο -την οργάνωση, την πολιτική ομάδα, το κόμμα- από την άλλη είναι και ατομική και κατακερματιστική  καθώς σε εντάσσει ως αυτό που είσαι (ή ως αυτό που πρέπει να γίνεις βάσει, όχι των αναγκών, αλλά της πολιτικής ταυτότητας), σε ξεκόβει από τις ιδιαίτερες κοινωνικές σου σχέσεις και από τους ανθρώπους που πιθανόν να υπάρχουν σε αυτές. Πλέον τα υποκείμενα αλληλοαναγνωρίζονται με βάση τον πολιτικό προσδιορισμό και όχι τις κοινές τους ανάγκες. Με λίγα λόγια είναι ένα τσουβάλιασμα διαλυτικό για την τάξη. Πλέον η προσοχή δεν στρέφεται στις κοινωνικές και ανταγωνιστικές σχέσεις ad hoc αλλά στην πολιτική κοινότητα της ταυτότητας.

Η τάξη δεν προϋπάρχει, η τάξη υπάρχει μόνο μέσα στον ανταγωνισμό. Τότε γίνεται δυνατή η δράση ως συλλογικό σώμα, τότε είναι η εκκίνηση-έστω και εμβρυακά-της κομμουνιστικής κίνησης. Από την άλλη για την πολιτική ταυτότητα η τάξη προϋπάρχει, η τάξη είναι ταυτολογική, και το μόνο που μένει είναι απλά να διογκωθεί. Εκεί είναι το ανήκειν εκεί και το πράττειν. Επιπρόσθετα η πολιτική ταυτότητα μερικές φορές προοικονομεί την ύπαρξη ενός άλλου, ενός αντίθετου, ενός έτερου. Η πολιτική ταυτότητα ως διαχωρισμός, είναι ένας αέναος ετεροκαθορισμός. Δεν διαχωρίζει απλά με βάση χαρακτηριστικά και νοητές κατασκευές αλλά προϋποθέτει και το άλλο, το φέρει μέσα της σαν αντίστροφη εικόνα. Γι’ αυτό και η πολιτική των δύο άκρων ταιριάζει τόσο καλά με την ανάδυση των πολιτικών ταυτοτήτων, η πολιτική ταυτότητα φέρει μέσα της ήδη αυτή τη μονομερή σύγκρουση.  Συνεπώς η κριτική μας απέναντι στην πολιτική ταυτότητα δεν είναι ισοπεδωτική και αντιδραστική είναι το ακριβώς αντίθετο: έχει σκοπό να κρατήσει το βλέμμα μας και την προσοχή μας στον κοινωνικό ανταγωνισμό. Μια παράτολμη δήλωση είναι ότι η ενίσχυση της πολιτικής ταυτότητας προοικονομεί την έξοδο για το κεφάλαιο από την κρίση, είναι ένας δείκτης ποιότητας των κοινωνικών αγώνων. Συνήθως όταν ανθίζουν τα κοινωνικά κινήματα διαλύονται οι πολιτικές οργανώσεις και ο καπιταλισμός βρίσκεται σε κρίση. Η αντίστροφη διαδικασία δείχνει ότι το κεφάλαιο παύει να απειλείται, οι αγώνες φεύγουν και έρχονται οι επενδύσεις.

Μπορούμε άραγε να αντιστρέψουμε αυτό που φαίνεται προτετελεσμένο;

κατάληψη Υφανέτ // http://www.yfanet.net/

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *