Την ύπαρξη μιας μοναξιάς και μιας ελευθερίας εκεί έξω την διαισθανόταν αυτός σαν ένα επερχόμενο όραμα:
ήταν σα να γνώριζε τη βαθιά συντροφικότητα στην οποία έπρεπε να μετατραπεί τελικά η βαθιά μοναξιά,
αλλά δεν προχωρούσε πέρα από μια αμβληχρή εικόνα: αν έβγαινε εκεί έξω θα μπορούσε ίσως να εξαναγκάσει τους άλλους να σταθούν δίπλα του αδελφικοί και εγκάρδιοι,
να τους αναγκάσει με την απειλή του θανάτου ή της βίας ή έστω και με ένα χαστούκι να τον αποδεχτούν και να ακούσουν τη δική του ανώτερη αλήθεια,
που ωστόσο δεν ήταν σε θέση να την εκφράσει.
Γιατί έστω κι αν δεν διέφερε σχεδόν καθόλου από τους άλλους τόσο στη συμπεριφορά όσο και στον τρόπο ζωής του,
έστω κι αν το όχημα της ζωής του κυλούσε πάνω σε προκαθορισμένες από τα νιάτα του τροχιές τις οποίες δεν σκεπτόταν καν ότι θα μπορούσε να τις εγκαταλείψει,
έστω λοιπόν κι αν η ζωή του ήταν μια σαρκική και μάλιστα συμπαγής ζωή που προχωρούσε προς το θάνατο,
από μια ορισμένη άποψη έμοιαζε ανώτερη και πιο ενάερη καθώς όσο περνούσαν οι μέρες ένιωθε πιο αποκομμένος και μονάχος,
χωρίς όμως να υποφέρει γι’ αυτό: εξόριστος από τον κόσμο όμως μέσα σ’ αυτόν,
έβλεπε τους ανθρώπους να απομακρύνονται σε όλο και πιο μακρινές και ποθητές αποστάσεις,
όμως δεν έκανε καμία απόπειρα να διασχίσει αυτές τις αποστάσεις και έτσι δεν διέφερε στο ελάχιστο από τους υπόλοιπους…
(Χέρμαν Μπροχ, οι υπνοβάτες, 1918)
Leave a Reply