Στις 10 Νοέμβρη 2014, ο αναρχικός κρατούμενος Νίκος Ρωμανός ξεκίνησε απεργία πείνας διεκδικώντας “ανάσες ελευθερίας” μέσω της χορήγησης εκπαιδευτικών αδειών, καθώς είχε περάσει πρόσφατα με επιτυχία τις εξετάσεις για την εισαγωγή του σε σχολή της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Η απεργία έληξε στις 10 Δεκέμβρη με την ψήφιση νομοθετικής διάταξης στη Βουλή που προβλέπει τη δυνατότητα παρακολούθησης μαθημάτων μέσω τηλεδιασκέψεων και – μετά την επιτυχημένη εξέταση στο 1/3 των μαθημάτων του εξαμήνου – την ενδεχόμενη χορήγηση εκπαιδευτικής άδειας (η οποία, ωστόσο, μπορεί και πάλι να απορρίπτεται από το αρμόδιο συμβούλιο εφόσον υπάρχει “ειδική αιτιολογία”) υπό τον όρο ότι θα τοποθετείται στον κρατούμενο ηλεκτρονικό σύστημα γεωεντοπισμού (“βραχιολάκι”).
Η κατάληψη Σινιάλο διοργάνωσε ή συμμετείχε σε κινήσεις αλληλεγγύης που αποσκοπούσαν να διευρύνουν και να αναβαθμίσουν ποιοτικά τα περιεχόμενα της απεργίας πείνας. Καθώς έχει παρέλθει πλέον ένα εύλογο χρονικό διάστημα, πιστεύουμε ότι είναι κατάλληλη η στιγμή για να διατυπώσουμε μια σειρά κριτικών παρατηρήσεων σχετικά με τον συγκεκριμένο αγώνα. Διευκρινίζουμε εξαρχής ότι είναι απολύτως κατανοητό για έναν φυλακισμένο να διεκδικεί με κάθε μέσο την ελευθερία του. Στο βαθμό, ωστόσο, που ο ίδιος εντάσσει αυτό τον αγώνα σε μια συνολικότερη προοπτική χειραφέτησης, είναι επόμενο ότι ο αγώνας κρίνεται στη βάση ακριβώς αυτής της προοπτικής. Κατά συνέπεια, πρέπει να κατατεθούν τόσο τα “ενέχυρα” όσο και οι “υποθήκες” που άφησε πίσω της η απεργία πείνας του Νίκου Ρωμανού. Κι αν τα “ενέχυρα” ήταν τα αδιαμφισβήτητα μαχητικά αντανακλαστικά ενός εναντιωματικού προς την κυριαρχία κινήματος,θεωρούμε ότι οι “υποθήκες” πηγάζουν από το περιβάλλον του απεργού και τις δυνάμεις της πολιτικής διαμεσολάβησης αλλά αντανακλώνται με αρνητικό τρόπο στο ίδιο το εναντιωματικό κίνημα.
Κάθε απεργία πείνας προσανατολίζεται από τη φύση της στην ικανοποίηση ενός ορισμένου αιτήματος από τα θεσμικά όργανα της κρατικής εξουσίας. Ένας αναρχικός απεργός πείνας, ειδικότερα, καλείται να διεξάγει τον αγώνα του για την εκπλήρωση μιας μερικής διεκδίκησης εντός της υπάρχουσας κοινωνίας με τρόπο που θα ενδυναμώνει τη συνολική του πάλη για την κατάργηση του Κράτους, των τάξεων και κάθε εξουσιαστικής κοινωνικής σχέσης. Η επίτευξη αυτού του διπλού στόχου προϋποθέτει τη χάραξη μιας σαφούς στρατηγικής, τη διατύπωση ξεκάθαρων στόχων και την επιλογή εκείνων των μέσων διεξαγωγής του αγώνα που δε θα επιτρέψουν την αφομοίωσή του από τους μηχανισμούς του θεάματος. Στην περίπτωση της απεργίας πείνας του Νίκου Ρωμανού, αντίθετα, τέθηκαν εξαρχής συγκεχυμένοι στόχοι και χρησιμοποιήθηκαν αλλοτριωμένα μέσα πάλης που οδήγησαν τόσο στην ενσωμάτωση του ίδιου του αγώνα όσο και σε ένα δυσμενές νομοθετικό αποτέλεσμα.
Η αφηρημένη διεκδίκηση μιας “ανάσας ελευθερίας” ως κεντρική στόχευση αποδείχτηκε προβληματική, καθώς έδωσε την ευκαιρία στο κράτος να την ερμηνεύσει κατά βούληση και οδήγησε τελικά στη νομοθετική ρύθμιση για το “βραχιολάκι” (η οποία προτάθηκε από τον ίδιο το συνήγορο του απεργού) σε συνδυασμό με την παρακολούθηση μαθημάτων μέσω τηλεδιασκέψεων. Όταν η κατάσταση της υγείας του Ρωμανού έγινε κρίσιμη, ο εκβιασμός που επιχειρήθηκε αρχικά να ασκηθεί εναντίον του κράτους μετατράπηκε σε έναν εκβιασμό που άσκησε το ίδιο το κράτος ενάντια στον απεργό και ενάντια στο κίνημα αλληλεγγύης, καταλήγοντας στην άνευ όρων αποδοχή της σχετικής διάταξης.
Η εφαρμογή του συστήματος γεωεντοπισμού αποτελεί μια μορφή εκσυγχρονισμού και εμβάθυνσης του ελέγχου που ενδέχεται να χρησιμοποιηθεί όχι μόνο σε κρατούμενους που λαμβάνουν εκπαιδευτικές άδειες αλλά επίσης σε εκείνους που αποφυλακίζονται υπό όρους ή ακόμα και σε υπόδικους στους οποίους επιβάλλονται περιοριστικά μέτρα. Μολονότι ο νόμος για το “βραχιολάκι” προϋπήρχε, η εφαρμογή του επανήλθε στο προσκήνιο και συγκεκριμενοποιήθηκε επιτυγχάνοντας την ευρύτερη δυνατή κοινωνική και κοινοβουλευτική συναίνεση. Έτσι, δόθηκε λαβή για να τεθεί υπό αυστηρότερους όρους και κριτήρια το κατακτημένο δικαίωμα των φυλακισμένων για εκπαιδευτικές άδειες. Επιπλέον, η επίτευξη αυτής της συναίνεσης με την ανοχή του αντιεξουσιαστικού κινήματος υπονομεύει εκ των προτέρων τον εναντιωματικό λόγο που μπορεί να αρθρωθεί στο μέλλον σχετικά με τον συγκεκριμένο τρόπο διεύρυνσης του καθεστώτος επιτήρησης. Ασφαλώς, το εύρος εφαρμογής της καινούριας τροπολογίας εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του ίδιου του κράτους και θα διαπιστωθεί στο προσεχές διάστημα. Σε κάθε περίπτωση όμως, τα θριαμβευτικά σχόλια περί “νίκης του κινήματος” αντενδείκνυνται όσο και οι περιγραφές του εν λόγω συστήματος επιτήρησης ως δυνητικά “προοδευτικού” μέτρου.
Η σταδιακή αποδυνάμωση των στόχων του αγώνα συνοδεύτηκε από μια παράλληλη έκπτωση των μέσων που χρησιμοποιήθηκαν για την επίτευξη αυτών των στόχων. Ο Ρωμανός επέλεξε έναν άκρως αμφιλεγόμενο (από κινηματική σκοπιά) συνήγορο υπεράσπισης που ανέλαβε εν λευκώ τη νομική διαχείριση της υπόθεσης και επί της ουσίας δε διατήρησε καμία επαφή με τους αλληλέγγυους. Παράλληλα, επέδειξε ουσιαστική ανοχή απέναντι σε μια σειρά ενεργειών των γονιών του (π.χ. στις συναντήσεις τους με τον αρχιεπίσκοπο και τον πρωθυπουργό) και αρκέστηκε στη διατύπωση της διαφωνίας του αντί να απαγορεύσει κατηγορηματικά τέτοιου είδους ενέργειες. Στο ίδιο πλαίσιο, πρόσωπα του κοντινού περιβάλλοντος του απεργού έδωσαν συνεντεύξεις σε συστημικά μέσα μαζικής ενημέρωσης (π.χ. στην εφημερίδα “Έθνος”) τα οποία αποτελούν τον προπαγανδιστικό βραχίονα του καθεστώτος και κατέχονται από επιχειρηματίες που λυμαίνονται εδώ και πολλά χρόνια τον κοινωνικό πλούτο. Με δεδομένη την ευρεία προβολή και τη σύμπτωση της κορύφωσής της με το συμβολισμό της 6ης Δεκέμβρη, η απεργία πείνας ξέφυγε από τον ίδιο τον απεργό και το κίνημα αλληλεγγύης και επιδιώχθηκε να συρθεί στη λάσπη των μίντια και των κοινωνικών δικτύων ώστε να ενσωματωθεί από το θέαμα. Εκείνο, συνδιαλεγόμενο με την κίνηση των υποκειμένων λειτούργησε αμφίδρομα σε όλα τα επίπεδα, απονοηματοδοτώντας ότι δεν προσφερόταν στην αφομοίωση και ορίζοντας το καθετί σε μια δική του διαχωρισμένη πραγματικότητα. Οι διαδηλωτές χωρίστηκαν για άλλη μία φορά σε ειρηνικούς και βίαιους, οι καταληψίες σε καλούς και κακούς. Ο ίδιος ο Ρωμανός προβλήθηκε από ορισμένες όψεις του μιντιακού και πολιτικού θεάματος ως ένας ένοπλος ληστής με καλάσνικοφ που θέλει να αποδράσει και από άλλες ως ένα καλό παιδί που κατάλαβε το παραστράτημά του και αποφάσισε να σπουδάσει.
Παρά τη διακηρυγμένη άρνηση του Ρωμανού να συνδιαλλαγεί με “Συριζαίους και λοιπούς εμπόρους ελπίδων”, η αριστερά βρήκε πεδίο δόξας λαμπρό για να εντάξει ως ένα σημείο την αλληλεγγύη στο δικό της ανθρωπιστικό πλαίσιο και να χειριστεί επικοινωνιακά την υπόθεση. Έτσι, ειδικά απ’ τη στιγμή που ο απεργός πείνας διακομίστηκε στο νοσοκομείο Γ. Γεννηματάς, το αρχικό αίτημα για “ανάσες ελευθερίας” μέσω της έγκρισης εκπαιδευτικών αδειών χωρίς καμία διάθεση για υπεράσπιση της “νομιμότητας” μετατράπηκε από ένα κομμάτι της δημοσιογραφίας και από τις δυνάμεις της αριστεράς σε μια συζήτηση για το έννομο δικαίωμα στην εκπαίδευση, τις υποτιθέμενες ευκαιρίες κοινωνικής επανένταξης και το “αυτονόητο” αίτημα ενός παιδιού που θέλει να σπουδάσει. Αυτή η διαμεσολάβηση εντάθηκε σε τέτοιο βαθμό ώστε η αριστερά να ηγείται ιδεολογικά της υπόθεσης, σέρνοντας την “επίλυσή” της στα θεσμικά έδρανα. Χαρακτηριστική ήταν η απόσυρση των βουλευτών του ΣΥ.ΡΙΖ.Α για λίγα λεπτά προς διαβούλευση ώστε να επιβεβαιώσουν ότι η προτεινόμενη νομοθετική τροπολογία θα εφαρμοστεί στην περίπτωση του Ρωμανού, πριν την υπερψηφίσουν και θριαμβολογήσουν γι’ αυτή τη “νίκη της Δημοκρατίας και του κοινοβουλευτισμού”.
Σε μια περίοδο όπου κάθε ζήτημα που ανακύπτει αποτελεί ευκαιρία για διαξιφισμούς μεταξύ κυβέρνησης και αξιωματικής αντιπολίτευσης με στόχο την άντληση πολιτικής υπεραξίας, η αριστερά του ΣΥ.ΡΙΖ.Α αποτέλεσε πόλο συσπείρωσης των δημοκρατικών δυνάμεων και έκανε “εισοδισμό” αξιοποιώντας μια απεργία πείνας ενόψει των επερχόμενων εκλογών. Από την πλευρά της, η Ν.Δ. φρόντισε να ενισχύσει την ακροδεξιά ρητορική της δίνοντας εμφυλιοπολεμικά χαρακτηριστικά στην υπόθεση προκειμένου να συσπειρώσει γύρω της το δεξιό και ακροδεξιό ακροατήριο. Οι αδυναμίες του αγώνα (τα προβληματικά περιεχόμενα που έθεσε εξαρχής ο Ρωμανός, οι χειρισμοί του Ραγκούση και οι αφομοιωτικές ενέργειες της αριστεράς) επέτρεψαν στην κυριαρχία να διαρρήξει τις “κόκκινες γραμμές” που είχε θέσει ο απεργός και να επιβάλει ουσιαστικά ένα δυσμενέστερο καθεστώς αδειοδοτήσεων με τη διάταξη για το “βραχιολάκι” και την παρακολούθηση μαθημάτων μέσω τηλεδιασκέψεων, η οποία ενδέχεται να αναιρέσει αρκετές από τις εξόδους όπως ίσχυαν μέχρι σήμερα.
Όσον αφορά τα κοινωνικά σημαινόμενα, ο διαμεσολαβητικός ρόλος που ανέλαβε η αριστερά και ο τρόπος με τον οποίο “δικαιώθηκε” η απεργία πείνας κατέδειξαν πώς “λύνονται τα πράγματα” σύμφωνα με αυτήν. Γιατί καλές οι καταλήψεις, οι πορείες, οι πολύμορφες εκδηλώσεις αλληλεγγύης, αλλά χρειάζεται να έχουν το βλέμμα πάντα στραμμένο σε μια κοινοβουλευτική δύναμη που θα φροντίσει για την επίλυση του ζητήματος μέσω των θεσμών. Τρανταχτό παράδειγμα αποτελεί η συγκέντρωση αλληλεγγύης που έλαβε χώρα έξω από το κοινοβούλιο τη βραδιά της ψήφισης της τροπολογίας.
Με ευθύνη κυρίως του κινήματος αλληλεγγύης, η απεργία πείνας παρέμεινε ουσιαστικά ασύνδετη με άλλους αγώνες εντός ή εκτός των φυλακών (όπως ο ευρύτερος αγώνας που διεξάγεται ενάντια στις φυλακές υψίστης ασφαλείας ή ο αγώνας των Σύρων προσφύγων που έκαναν απεργία πείνας την ίδια περίοδο στην πλατεία Συντάγματος). Αυτή η συνθήκη του διαχωρισμού αντικατοπτρίστηκε επίσης στη σχέση του απεργού με το ίδιο το κίνημα αλληλεγγύης. Η ανεπάρκεια των διαύλων αμφίδρομης επικοινωνίας δεν επέτρεψε τη δημιουργία των απαραίτητων όρων για τη συνδιαμόρφωση και την από κοινού λήψη τακτικών ή στρατηγικών αποφάσεων. Η ελλιπής ενημέρωση σχετικά με το νομικό πλαίσιο και την κατάσταση της υγείας του απεργού δυσχέρανε τη διαδικασία κλιμάκωσης και κορύφωσης των κινήσεων αλληλεγγύης. Γενικότερα, οι αλληλέγγυοι υποβιβάστηκαν ως επί το πλείστον σε ένα ρόλο διεκπεραίωσης δράσεων και παρεμβάσεων οι οποίες προσαρμόζονταν παθητικά στην προσωπική στρατηγική που χάραζε ο απεργός σε συνεργασία με το στενό του περιβάλλον. Αναμφίβολα, οι αποκεντρωμένες καταλήψεις δημόσιων κτιρίων και οι πολυπληθείς διαδηλώσεις αλληλεγγύης σε ολόκληρη τη χώρα αναδεικνύουν τα υγιή αντανακλαστικά ενός μέρους της κοινωνίας που εξακολουθεί να παλεύει και να αντιστέκεται μέσα σε ένα περιβάλλον εντεινόμενης εξαθλίωσης. Από κει και πέρα όμως, το κίνημα αλληλεγγύης παρουσίασε μια σειρά από πρόσθετες αδυναμίες και παθογένειες. Η προσωπολατρία και η αγωνιώδης αναζήτηση ενός ήρωα αντανακλούν την κατάσταση απόγνωσης στην οποία έχει περιέλθει μεγάλο ποσοστό των εκμεταλλευομένων εν μέσω της εξελισσόμενης καπιταλιστικής κρίσης. Η εμμονική, αυτοεγκλωβιστική χωροθέτηση των ταραχών στα Εξάρχεια έχει αποκτήσει εδώ και πολύ καιρό τον φετιχιστικό χαρακτήρα μιας τελετουργίας και διευκολύνει το έργο των κατασταλτικών δυνάμεων, οι οποίες γνωρίζουν πλέον άριστα τη συγκεκριμένη περιοχή και προχωράνε κάθε φορά σε μαζικές προσαγωγές και συλλήψεις.
Ο Δεκέμβρης του 2008 πρέπει να ξεπεραστεί διαλεκτικά. Οι εξεγέρσεις θα συνεχίσουν, ευτυχώς, να είναι απρόβλεπτες και να μη χωράνε στα όρια της μιας ή της άλλης επετείου. Το ξέσπασμά τους, ωστόσο, μπορεί πράγματι να προετοιμάζεται από επιμέρους αγώνες, υπό τον όρο ότι τα υποκείμενα που διεξάγουν αυτούς τους αγώνες έχουν την απαιτούμενη διαύγεια ώστε να κατανοούν τις αδυναμίες και να μαθαίνουν από τα λάθη τους.
Τετάρτη 7 Γενάρη 2015
Κατάληψη Σινιάλο
Leave a Reply