Τα λόγια μας αυτή τη στιγμή θα είναι μετρημένα. Δεν είμαστε από αυτούς που ψάχνουν να κάνουν πολιτική σπέκουλα πάνω σε σωρούς, ούτε από αυτούς που θα εξοργιστούν και θα βρουν δακρύβρεχτα λόγια όταν «θα συμβεί το κακό». Δεν θα (ξανα)μιλήσουμε για το ότι ο ελληνικός στρατός είναι μία δολοφονική μηχανή, είτε είμαστε είτε όχι σε περίοδο πολέμου. Το έχουμε κάνει. Ούτε θα θυμίσουμε ότι το να υπηρετείς τα ντόπια αφεντικά δεν είναι μία απλή δουλειά που σου εξασφαλίζει το μηνιάτικο. Ο καθένας με τις επιλογές του.
Εάν πιστεύουμε ότι πρέπει κάτι να επισημάνουμε παρακολουθώντας την ειδησεογραφία και τις επίσημες τοποθετήσεις την επομένη του γεγονότος, είναι η κυνικότητα που συνόδευε τις δηλώσεις της στρατιωτικής και πολιτικής ηγεσίας (sic). Όταν ο υπουργός Αβραμόπουλος σε δηλώσεις του λέει ότι «αυτά τα παιδιά έπεσαν στο βωμό του καθήκοντος, γιατί το καθήκον δεν εκτελείται μόνο στον πόλεμο αλλά και καθημερινά», δηλώνει ανοιχτά ότι ο πόλεμος δεν υπάρχει μόνο στα πεδία των μαχών, αλλά υπάρχει και στα μετ΄ όπισθεν. Ένας χαμηλής έντασης πόλεμος μέσα στην καθημερινότητα ενός στρατοπέδου, που κάνει τη φράση «περίοδος ειρήνης» κενή –αν όχι ανεστραμμένου- περιεχομένου. Δεν πρόκειται για κάποια έμμεση αιτιολόγηση αλλά για πλήρη δικαιολόγηση των θανάτων των τριών στρατιωτών, αλλά και κάθε άλλου φαντάρου. Μία ιδιότυπη ανάληψη ευθύνης από την πλευρά του κράτους εκφράζοντας πλήρως τις στρατοκρατικές αντιλήψεις: είμαστε σε πόλεμο, είμαστε ο πόλεμος, θα έχουμε θύματα και τέλος. Ούτε δάκρυα, ούτε συναισθηματισμοί.
Ο υφυπουργός εθνικής άμυνας, λίγα μέτρα παραδίπλα από το σημείο της δολοφονίας, επιλέγει σα λόγια παρηγοριάς να πει «αιωνία η μνήμη αυτών που χάθηκαν για την ελευθερία και την ανεξαρτησία της πατρίδας μας», εις διπλούν μάλιστα, εννοώντας(;) ότι οι τρεις στρατιώτες έπεσαν σε ένα ανοιχτό πολεμικό μέτωπο κι όχι σε μία συνηθισμένη άσκηση εκπαίδευσης.
Ο αρχηγός του γενικού επιτελείου στρατού Μανωλάς στο ίδιο σημείο, ακόμα πιο κυνικός, όπως αντιστοιχεί στη θέση ενός καραβανά. Υποστηρίζει ότι οι βολές είναι θέμα ρουτίνας και «όταν παίζεις με όπλα, όλα μπορούν να συμβούν». Σαν παιχνίδι, λοιπόν, αντιλαμβάνεται ο στρατόκαυλος τα όπλα, τυχαίο το γεγονός της έκρηξης, απλό και λογικό στατιστικό μέγεθος και οι τρεις θάνατοι. Εξάλλου μία εβδομάδα πριν η ίδια άσκηση έγινε με «πολίτες» που είχαν καλέσει για εκπαίδευση στα όπλα. Θέμα τύχης, λοιπόν, και το όριο μεταξύ πολιτών και στρατιωτών.
Η γλώσσα της εξουσίας, κυνική και επιθετική μέσα σε μία σπάνια στιγμή ειλικρίνειας από πλευρά της. Βρισκόμαστε σε συνεχή πόλεμο χαμηλής έντασης, το τονίζουν τα ίδια τα αφεντικά, το ζούμε και στο πετσί μας βάσει της θέσης που έχουμε επιλέξει στον πόλεμο αυτό. Ας παραμερίσουμε το αριστερό αστείο του συνδικαλισμού στα στρατόπεδα. Ο στρατός δεν μεταρρυθμίζεται. Τον αρνείσαι, ολικά και συνειδητά, και στέκεσαι απέναντί στις υλικές εκφάνσεις του και στις ιδεολογίες του.
Leave a Reply