Το ξέπλυμα ενός φόνου

Άρθρο του ριζοσπάστη λίγες μέρες μετά τη δολοφονία του Γρηγορόπουλου από τον μπάτσο Κορκονέα.

 

Το λάθος τηλεφώνημα ενός φονιά   (Το ξέπλυμα ενός φόνου)

Κ. ΓΡΗΓΟΡΙΑΔΗΣ
Ακου με προσεχτικά φίλε, χωρίς να με διακόψεις.

Ξέρω πως έχεις βοηθήσει πολλούς ανώνυμους ν’ ακουστεί η φωνή τους, γι’ αυτό σε παίρνω κι εγώ.

Ελπίζω να φερθείς και σε μένα όπως στους άλλους.

Λοιπόν, ναι του την άναψα!

Και δεν το μετανιώνω, να το ξέρεις, μόνο που άλλον νόμιζα ότι βαρούσα, αν και καλά να πάθει το κωλόπαιδο, το πλουσιόπαιδο που γύρευε να κάνει πλάκα σε μας, που μας έβριζε κωλόμπατσους και τα τέτοια…

Κι όλοι εσείς που ουρλιάζετε τώρα στα κανάλια και μυξοκλαίτε, δεν ξέρετε τίποτα ή ξέρετε και κάνετε τον παλαβό. Λένε λοιπόν κάποιοι από σας πως έπρεπε να πάω σε ψυχίατρο αφού ήμουνα λέει με σπασμένα νεύρα, ή να φύγω από την Αστυνομία και να μην κρατάω όπλο και άλλα τέτοια… Τόσα ξέρουν οι κοπρίτες, οι καναλάκηδες και όλοι οι βολεμένοι. Μόνο εκείνη η καριόλα η Λιάνα σα να μου φάνηκε πως το πλησίασε το θέμα, λέγοντας πως μ’ έχουνε καρφωμένο δέκα χρόνια στα Εξάρχεια! Εχει τις πληροφορίες της αυτή, όπως όλοι στο σινάφι σας, μόνο που τις χρησιμοποιείτε όπως και όταν σας βολεύει…

Νομίζω λοιπόν πως ακούω τους αραχτούς όλους στους καναπέδες να λένε, «δηλαδή δεν πρέπει όλοι να περνούν από ψυχίατρο;» και άλλες τέτοιες μαλακίες. Οπως ας πούμε, περνάνε από ψυχίατρο οι γιατροί, οι δικαστές και τόσοι άλλοι που σε σφάζουν ή σε ξεφτιλίζουν όταν σε πετυχαίνουν στο «γήπεδό» τους, τα νοσοκομεία και τα δικαστήρια δηλαδή. Δηλαδή, πόσοι σε υπεύθυνες θέσεις περνάνε από ψυχίατρο κανονικά και μετά από κάποια διαστήματα στην υπηρεσία; Δεν μπορεί να είσαι ή να φαίνεσαι καλά και ξαφνικά κάτι να στη βαρέσει; Να σε κερατώνει η γυναίκα σου ας πούμε ή κάτι άλλο σοβαρότερο ή να σε κάψει η καθημερινή υπηρεσία, ειδικά αν δε σου δίνουν άδεια, δεν πας διακοπές γιατί πότε το ένα πότε το άλλο, η υπηρεσία θεωρεί πως πρέπει να ανακαλέσει τις άδειες και όλα τα σχετικά; Για να μη σου θυμίσω πως οι τελευταίοι που μπορούν να εξετάσουν και να κρίνουν αν είσαι ψυχικά εντάξει είναι οι ψυχίατροι, έτσι δε λένε; Και να μη σου θυμίσω πόσοι πολιτικοί αποδείχτηκε πως ήταν βαρεμένοι και σε άλλη περίπτωση θα τους είχανε δεμένους, όχι αμολητούς να κυβερνάνε τον κοσμάκη, ούτε να σου θυμίσω πόσοι στρατιωτικοί που δίνουν διαταγές στα παιδάκια είναι για τα σίδερα, άσε που… αλλά τι να πρωτοπείς…

Λοιπόν, εγώ, είν’ αλήθεια πως υπηρετώ κοντά δέκα χρόνια εκεί, που λέει η έτσι. Το προσπάθησα τρεις φορές μετά τα τρία πρώτα χρόνια να την κάνω με μετάθεση, έπιασα διάφορους, παρακάλεσα αλλά τίποτα! Δεν είχα βλέπεις βύσμα, άσε που είχα και τη φωλιά μου λερωμένη από την αρχή. Υστερα τα παράτησα και κάπου μάλλον βολεύτηκα, έμαθα τη «δουλειά», έμαθα να λουφάρω και κοίταξα να στήσω κι εγώ μια οικογένεια που μέχρι τότε είχα στερηθεί. Αλλά ησυχία δεν είχαμε ποτέ. Πότε ο ένας πότε ο άλλος είμαστε οι μόνιμοι στόχοι. Οι πολιτικοί και οι διάφοροι κομπιναδόροι κάνουν τις αρπαχτές τους κι εμείς γινόμαστε σάκοι του μποξ – «γι’ αυτό πληρώνεστε ρεμάλια!» φωνάζει συχνά ο διοικητής, ενώ οι υψηλά ιστάμενοι είναι πιο ευγενείς αλλά και πιο σκληροί. «Κυρίους» μας προσφωνούν αλλά στάζουνε φαρμάκι και μας στέλνουν στο στόμα του λύκου.

Ξέρεις πόσες φορές πήγαν να με κάψουν σαν λαμπάδα αυτά τα κωλόπαιδα, οι φονιάδες οι κουκούλες; Ξέρεις με τι τέχνη φτιάχνουν και πετάνε τις μολότοφ; Πάνω στη μαρκίζα τις αμολάνε κάτω από κει που καθόμαστε να προστατευτούμε, κι έρχεται η φωτιά και σε λούζει… τρεις φορές με έχουνε κάψει και τη γλίτωσα με μέτρια εγκαύματα σε όλο το σώμα. Ξέρεις εσύ που με δείχνεις με το δάχτυλο, ξέρεις πόσες φορές γύρισα στο σπίτι με τα αίματα και το δέρμα μου καμένο και με ρωτούσαν τα παιδιά μου τι έπαθα και κρυβόμουνα για να μη με δουν καμένο και κλαίγανε;

Ενα κομμάτι ψωμί έβγαζα κι εγώ, το παιδί της παραδουλεύτρας από το χωριό, με τον πατέρα χαμένο στο πιοτό, να γυρίζει στο σπίτι και να τσακίζει στα χαστούκια κι εμένα και τη μάνα μου γιατί δεν του άρεσε πότε το ένα πότε το άλλο…

Και πώς βρέθηκα στο Σώμα δε θα το αναλύσω, αν και ξέρω πως όλοι ξέρετε πάνω – κάτω με ποιο τρόπο μας χώνουν στο τσουβάλι, όπως τα φίδια που τα αμολάνε μετά – μας αμολάνε δηλαδή, γιατί να μην το ομολογήσω; – μας στέλνουνε καταπάνω στον κοσμάκη. Λεπτομέρειες δεν τολμάω να σου πως, πάντως εκείνο το βράδυ αφού με σύρανε με κλοτσιές και μπουνιές στην Ασφάλεια, με μούρη πρησμένη και αίματα να τρέχουν από τα χείλια και τη σπασμένη μύτη – όλα για μια μηχανή που είχα κλέψει από το πάρκινγκ, κάναμε απίθανες κόντρες τότε, τι άλλο να κάναμε, πεταμένοι απ’ όλους, μάνα, πατέρα, χωρίς φράγκο στην τσέπη, από το σχολείο τρεις αποβολές και στο τέλος έπρεπε ν’ αλλάξω σχολείο, και τι να το κάνω το σχολείο; – αφού λοιπόν με αφήσανε χωρίς φαΐ και νερό τρεις μέρες, μου είπαν: «ή δέκα χρόνια μέσα ή στην Αστυνομία και θα κάνεις ό,τι σου λέμε, γκέγκε μάγκα;». Διάλεξα τα σίγουρο ψωμί και να μας, δέκα χρόνια στη σφηκοφωλιά, στα Εξάρχεια με όλο εκείνο το αληταριό, που τους ήξερα και από τη μια και από την άλλη – και ανάμεσά τους κάμποσους παραστρατημένους. Μήπως ξέρεις φίλε τι ρόλο παίζουν πολλοί από αυτούς; Δικοί μας είναι, τι δικοί μας δηλαδή, της Ασφάλειας είναι και από κει παίρνουν οδηγίες, πότε θα την ανάψουν τη μια ή την άλλη φωτιά εδώ κι εκεί! Για πες μου εσύ που είσαι έξυπνος και σπουδαγμένος, γιατί δε χτυπάνε κανένα στόχο πλουτοκρατίας, κανέναν με γιοτ, με αυτοκίνητα ακριβά και τεράστιες περιουσίες; Γιατί χτυπάνε τον μεροκαματιάρη με το μαγαζάκι, τον περιπτερά και άλλους ανυπεράσπιστους; Δειλά πραχτοράκια της μαύρης συμφοράς είναι, πεμπτοφαλαγγίτες τους έλεγε ο μόνος σοβαρός και τίμιος άνθρωπος που γνώρισα στη ζωή μου, ένας δικηγόρος που έλεγε πως είναι με το ΚΚΕ, αλλά είναι έξω και απ’ αυτό γιατί θέλει λέει να είναι ανεξάρτητος.

Λοιπόν, τον φουκαρά το μικρό τον έφαγα.

Είχα φτάσει στο αμήν, και πώς φτάνει κανείς στο αμήν δε θα στο αναλύσω, πάντως είχα μπουχτίσει. Με βρίζανε τα κωλόπαιδα, με είχαν βρίσει τουλάχιστον άλλες πενήντα φορές την ίδια μέρα, βρίζανε τη μάνα μου – «γαμώ το μ… που σε πέταγε» μου είχε φωνάξει ένα καθίκι το ίδιο απόγευμα – και είχα φτάσει ως το λαιμό – σου είπα ότι η μάνα μου ήταν παραδουλεύτρα, τίποτε άλλο δε σου λέω. Κάτι αυτές οι βρισιές, κάτι οι σπόντες του αστυνόμου την προηγουμένη «δεν κάνετε για τη δουλειά για την οποία προσληφθήκατε, και πλησιάζει η λήξη ή ανανέωση της σύμβασής σας και πρέπει να αποδείξετε πως αξίζετε το ψωμί που τρώτε…» και άλλα τέτοια.

Ξέρεις πώς είναι να έχεις το σιδερικό στη θήκη και να σε βλαστημάνε και να σου πετάνε μπουκάλια που μπορεί να είναι και μολότοφ; Οχι φίλε, δεν ξέρεις, και να μην αξιωθείς να μάθεις, στο λέω εγώ, ο γιος της πλύστρας που θέλησα να ζήσω έξω στην κοινωνία και με στολή εξουσίας και όχι στη φυλακή.

Τον σημάδεψα και πρώτη φορά το χέρι μου δεν έτρεμε. Γιατί πρώτη φορά δεν είχα πιει πριν βγω περιπολία – στο λέω κι αυτό και να μείνει μεταξύ μας: αν κρατήθηκα τόσα χρόνια και δε σκότωσα, είναι που έπινα μισό μπουκάλι ουίσκι πριν βγούμε περίπολο και έτσι ό,τι κι αν άκουγα για τη μάνα μου και το αντριλίκι μου το πέρναγα ντούκου – έχω ακούσει πως άμα μεθύσεις βγαίνει ο πραγματικός εαυτός σου κι εγώ είμαι καλό παιδί στο βάθος και όλοι στην υπηρεσία το ξέρουν και μ’ αγαπάνε, αλλά και με εκμεταλλεύονται. Και δε θα σου πω τι καλοσύνες έχω κάνει εγώ στη ζωή μου, γιατί θα με περάσεις ή για παινεψιάρη ή για μαλάκα. Μέσα στο πιοτό κατάλαβα σιγά σιγά και τον πατέρα μου, που δεν ήταν κακός άνθρωπος έστω κι αν μεθώντας έβγαινε η κακή του πλευρά. Να σου πω κάτι; Αποτυχημένος σε όλα ήτανε, γι’ αυτό έπινε. Οπως κι εγώ δηλαδή: Τι πέτυχα στη ζωή μου; Τίποτα! Ενας μπάτσος έγινα κι αυτό από σπόντα, όπως σου είπα, και μάλιστα χωρίς καν μόνιμη σύμβαση. Και να ‘ρχονται αυτά τα κωλόπαιδα, που δεν έχουν δουλέψει στη ζωή τους, που δεν ξέρουν τι θα πει βάρδια και ξενύχτι, τι πάει να πει μεροκάματο και τι σφαλιάρα κάθε είδους από το αφεντικό και να σου ρίχνονται μετά από δώδεκα ώρες ορθοστασία στις γωνίες ή στις εισόδους τραπεζών, να ‘ρχονται και να σε βρίζουν και να σου πετάνε ό,τι βρουν στο δρόμο. Και να σου πω κάτι άλλο; Πόσοι από αυτά τα κωλόπαιδα είναι εργαζόμενοι των 700 ευρώ που λένε και ξαναλένε; Να σου πω εγώ; Κανένας! ‘Η κάτι πρεζόνια είναι ή κάτι τύποι από τα βόρια προάστια που βαριούνται στη σιγουριά του σπιτιού ή τα πραχτοράκια, οι πεμπτοφαλαγγίτες που λέγαμε πριν. Ποιος μεροκαματιάρης προλαβαίνει να βγει στους δρόμους, πόσοι από τους αναγκεμένους έχουν τέτοιες πολυτέλειες; Εντάξει, είμαι απόλυτος θα μου πεις, αλλά αυτό δεν αλλάζει την ουσία αυτού που λέω.

Λοιπόν, για να τελειώνω γιατί σε ζάλισα: το έκανα!

Πριν, σου έλεγα πως τον σημάδεψα και έτσι έγινε, όπως ήμουνα με το αίμα στο κεφάλι. Ομως, φίλε, πρέπει να σου πω πως δε θυμάμαι αν εκείνη τη στιγμή που πάτησα τη σκανδάλη, σημάδευα ακόμη τον πιτσιρικά ή το χέρι μου είχε κατέβει. Και μη νομίσεις πως πάω να πω ότι δεν το ‘κανα, αφού ξέρω ότι εσύ δε θα με δώσεις. Απλά, δε θυμάμαι γιατί το μυαλό μου έχει σκεπαστεί από μια θολούρα και έχω χάσει εκείνες τις στιγμές τελείως. Για να μη λέω πολλά: δεν ξέρω ποια δύναμη ή ποια κούραση μου κατέβασε το χέρι – αν το κατέβασε – πάντως ό,τι έγινε, έγινε χωρίς τη θέλησή μου.

Και να στο πω; Ενα βουνό έχει πέσει πάνω μου από την επόμενη στιγμή που έφυγε η σφαίρα και είδα το κορμάκι του πιτσιρικά να διπλώνεται στις πλάκες. Οταν σκέφτομαι πως θέρισα μια ψυχούλα που δεν είχε κάνει ούτε ένα βήμα ακόμα στη ζωή, άνετο ή ζόρικο βήμα – τι σημασία έχει;

Αλλά φίλε, είχε φτάσει ένας κόμπος και μ’ είχε πνίξει, αν δεν τράβαγα το πιστόλι εκείνη τη στιγμή θα είχα πεθάνει από ασφυξία. Ολο τον τελευταίο καιρό με είχε μαγκώσει ένα μούδιασμα – ξέρεις τι σημαίνει μούδιασμα; – ένα μούδιασμα που ξεκίνησε από τα πόδια και σκαρφάλωνε σιγά σιγά στο λαιμό. Δε θα το πιστέψεις φίλε, όμως με το που έφυγε η σφαίρα, μου φάνηκε πως πήρε μαζί της κι αυτόν τον βραχνά, έστω κι αν αυτό κράτησε όσο και η διαδρομή του βλήματος που άφησα να φύγει μέσα στο πάθιασμά μου. Ξέρω καλά πως θα με κυνηγάει πάντα αυτή η στιγμή αλλά πίσω δεν μπορώ να τη φέρω ούτε τη σφαίρα ούτε τη ζωούλα του πιτσιρικά. Ολοι εσείς που σήμερα φωνάζετε και χτυπιέστε τάχα, θα το προσπεράσετε γρήγορα, θα το ξεχάσετε μέχρι τις επόμενες δυο – τρεις μέρες, όπως ξεχάστηκαν τόσα και τόσα φριχτά εγκλήματα, δικά μας ή των άλλων, των επωνύμων που δεν τους αγγίζει ούτε νόμος ούτε συνείδηση. Ετσι κυλάει η ζωή, με όλες τις καθημερινές σκοτούρες, γιατί έτσι πρέπει, οι ζωντανοί με τους ζωντανούς και οι νεκροί με τους νεκρούς. Εγώ βέβαια εδώ σημαδεύτηκα και εδώ θα καρφωθώ, αλλά δε θ’ αφήσω να το καταλάβει κανείς και πιστεύω πως εσύ θα κρατήσεις το μυστικό που σου εμπιστεύτηκα.

Να το ξέρεις: ό,τι και να δείξει η βαλλιστική που θα γίνει, όπως πάντα, εγώ δε θα το παραδεχτώ δημόσια πως του την άναψα και μάλιστα εν βρασμώ, που λένε, ούτε πως τον σημάδεψα κατάστηθα. Εχω τρία παιδιά να μεγαλώσω κι εγώ. Ναι, σαν εκείνο που σκότωσα, θα μου πεις, το ξέρω και τα δικά μου έχουν μόνο εμένα και τη μάνα τους, δεν έχουν σπίτι ιδιόκτητο, δεν έχουν τρία αυτοκίνητα, δεν έχουνε νταντάδες και καθηγητές στο σπίτι. Δε θα έχουν καλά καλά να φάνε άμα εγώ μπω φυλακή.

Ούτε συγγνώμη με παίρνει να ζητήσω, γιατί θα είναι σα να ομολογώ. Αλλωστε, πόσοι απ’ όλους αυτούς που κακοποιούν κάθε μέρα τους ανθρώπους – και δεν είναι και λίγοι, κοίταξε στα ρετιρέ της παλιοκοινωνίας μας και θα καταλάβεις τι εννοώ – πόσοι απ’ αυτούς ζήτησαν συγνώμη; Οχι, δεν οφείλω κανένα συγγνώμη σε κανέναν, κανέναν από τούτη τη βρωμοκοινωνία που ζούμε, εκτός ναι, εκτός από κείνο το παιδάκι που έστειλα στον άλλο κόσμο, αλλά όπως σου είπα, θα είναι η καταδίκη μου, άλλωστε τι θα άλλαζε αν ζητούσα συγγνώμη; Θα έφερνα πίσω τον πιτσιρικά ή θα μου το αναγνώριζαν σαν ελαφρυντικό;

Εμένα η μόνη μου ελπίδα τώρα είναι οι εγγυήσεις που μας έχουν δώσει από τότε που μπήκαμε στο Σώμα, πως ό,τι κι αν κάνουμε θα το κουκουλώσουν, αρκεί να πειθαρχούμε στις διαταγές των ανωτέρων.

Και μου το ‘χουν υποσχεθεί πως κι εγώ θα πέσω στα μαλακά.

Τόσα χρόνια κάνω τον μαλάκα, μου το χρωστάνε.

Κυρίως φοβούνται, μην ανοίξω εγώ και άλλοι πολλοί το στόμα μας.

Γι’ αυτό θα μου το κλείσουν απαλά και κομψά. Κρατώντας, μέχρι να περάσει η μπόρα μου, το στόμα των παιδιών μου γεμάτο. Που με τη σειρά τους, μεγαλώνοντας, θα βαδίσουν στα χνάρια μου, τη λαμπρή «σταδιοδρομία» μου.

Γιατί άλλη επιλογή δεν έχουν.

Οπως κι εσύ και τόσοι άλλοι που νομίζουν πως ποτέ δε θα τους αγγίξει η κακιά η ώρα.

Ολοι στο ίδιο καζάνι κλωθογυρνάμε βλαστημώντας την τύχη μας που δεν μπορούμε ν’ αλλάξουμε.

Για την αντιγραφή,

Α. Σ. Α.”

 


Posted

in

by

Tags:

Comments

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *