Τί είναι ο εθνικοσοσιαλισμός; (Χ. Μαρκούζε, 1942)

Δημοσιεύουμε αποσπάσματα (που μεταφράζονται πρώτη φορά στα ελληνικά) από το κείμενο State and Individual under National Socialism, γραμμένο το 1942 και ανέκδοτο μέχρι το 1998, οπότε και δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο βιβλίο του Herbert Marcuse, Technology, War and Fascism, από τις εκδόσεις Routledge, Λονδίνο-Νέα Υόρκη.

Η επιλογή της δημοσίευσης φυσικά δεν θα μπορούσε να είναι τυχαία. Οι σκέψεις αυτές διατυπώθηκαν από τον πιο διακεκριμένο τιμητή της λεγόμενης Σχολής της Φραγκφούρτης μέσα στη δίνη του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου. Με τα εργαλεία μιας νεόφυτης για την εποχή μεταμαρξιστικής σκέψης γίνεται προσπάθεια να αναλυθεί το φαινόμενο του εθνικοσοσιαλισμού μέσα στα καινούργια του δεδομένα όπως αυτά είχαν διαμορφωθεί και οδηγήσει (σ)τον πόλεμο.

«Ο εθνικοσοσιαλισμός δεν είναι επανάσταση ούτε ένα είδος ανανέωσης». Φαίνεται καταρχάς η ανάγκη να αποκαθηλωθεί μια γενικευμένη εντύπωση που ήθελε να δώσει αυτή η μορφή του φασισμού σε ολόκληρο τον κόσμο: η αύρα μιας νέας και λαοπρόβλητης δύναμης που μπορούσε να ενεργοποιήσει τα πιο απόκρυφα οράματα των φυλετικών ελίτ. Τα στοιχεία που αποκαλύπτουν το δυνάμωμα των γερμανών μεγαλοαφεντικών στο πλαίσιο του νέου καθεστώτος είναι απαραίτητα για να απαντηθεί η εθνικοσοσιαλιστική λαϊκιστική ρητορεία της φετιχοποίησης των «αρετών της εργατικής τάξης».

Από κει και πέρα, θα μπορούσαμε να κάνουμε κριτική σε μια υπολανθάνουσα υπερασπιστική αντίληψη που χαρακτηρίζει το κείμενο για την αστική  δημοκρατία. Όμως δεν είναι αυτό που διακυβεύεται σ’ αυτές τις γραμμές. Το κείμενο αυτό μπορεί να αφήσει κάποιον άναυδο, όχι τόσο για την αποκαλυπτική -και εμβριθή για την εποχή της- περιγραφή της πραγματικότητας του εθνικοσοσιαλισμού αλλά για την άμεση αναγνώριση των στοιχείων του φασισμού στα αστικοδημοκρατικά καθεστώτα της μεταπολεμικής περιόδου.

«Ενσωματώνοντας και τον ελεύθερο χρόνο, ο εθνικοσοσιαλισμός κατάλυσε και το τελευταίο προστατευτικό προπύργιο των προοδευτικών όψεων του ατομικισμού».  Μήπως αυτή δεν είναι μια πρώιμη αναγνώριση των βασικών στοιχείων της επερχόμενης κοινωνίας του θεάματος;

Το απαύγασμα, βέβαια, που δικαιολογεί και την επιλογή αυτής της δημοσίευσης, είναι οι αναφορές του κειμένου στη δομή και τη λειτουργία του εθνικοσοσιαλισμού οι οποίες εμφανίζονται σε μια αντιδιαστολή με την δημοκρατία αλλά θυμίζουν επακριβώς την σημερινή πραγματικότητα της πολυδιαφημισμένης παγκοσμιοποίησης σε συνάρτηση με τον αμερικάνικο και ευρωπαϊκό εθνικισμό.

Όπως: «Ο εθνικοσοσιαλιστικός αυταρχισμός:

-καταργεί, σε μεγάλο βαθμό, πλήθος από τα κατάλοιπα του φιλελεύθερου παρελθόντος που είχαν ως αρμοδιότητα να εμποδίζουν την ανελέητη άσκηση της οικονομικής εξουσίας.

-στηρίζεται στην αγορά, θεσμός μέσω του οποίου, με τρόπο τυφλό και αναρχικό, η κοινωνία στην ολότητα της εξεγείρεται εναντίον των ατομικών συμφερόντων.

-επιτίθεται στην σπατάλη και στην καθυστέρηση που επιφέρουν μια ανεξέλεγκτη ανταγωνιστικότητα και η αναποτελεσματικότητα εργοστασίων και εργαστηρίων μη τεχνικά προσαρμοσμένων.

-εξαρτά την αποδοτικότητα της ατομικής επιχείρησης από την μέγιστη χρήση του βιομηχανικού μηχανισμού, ο οποίος πρέπει να ευεργετεί με ακόμη περισσότερα κέρδη αυτούς που τον ελέγχουν».

Στις γραμμές αυτές, αυτό που μπορεί να επιβεβαιώνεται από την ιστορική πραγματικότητα μπορεί να μην είναι μια μετακύληση της δημοκρατίας στον εθνικοσοσιαλισμό αλλά σίγουρα ένας «εμπλουτισμός» της με στοιχεία εθνικοσοσιαλισμού και, πάντως, ακόμα πιο σίγουρα, η δομική τους πολιτική και οικονομική επικοινωνία.

Η αναφορά που γίνεται στην ασφάλεια δεν μπορεί παρά να είναι προφητική για τις μέρες μας και το Κυρίαρχο πρόσχημα για την εκμαίευση της κοινωνικής συναίνεσης: «Η ασφάλεια αυτή, όμως, υποδουλώνει το άτομο στον πιο καταπιεστικό μηχανισμό που γνώρισε ποτέ η μοντέρνα κοινωνία. Φυσικά, η ανοιχτή τρομοκρατία δεν πλήττει παρά τους εχθρούς, τους «ξένους» και όσους δεν μπορούν ή δεν θέλουν να συνεργασθούν. Αλλά η υποχθόνια τρομοκρατία της επιτήρησης και της γενικής επιστράτευσης, του πολέμου και της στέρησης πλήττει όλον τον κόσμο».

Εκείνο που μένει σε μας να επαναλάβουμε πολλές φορές και να σκεφτούμε είναι οι φράσεις του τέλους:

«Τα πάντα συμμαχούν για να μετατρέψουν τις παρορμήσεις για διαμαρτυρία και εξέγερση σε επιθυμία ενότητας. Όλα έρχονται να συνθέσουν την εικόνα ενός καθεστώτος που όχι μόνο υπόταξε τις πιο ατίθασες και τις καλύτερα προστατευμένες από την ατομικιστική κοινωνία ζώνες αλλά επίσης, έπεισε το άτομο να εκτιμά και να διαιωνίζει έναν κόσμο μέσα στον οποίο δεν είναι παρά ένα όργανο καταπίεσης».

 

Τι είναι ο εθνικοσοσιαλισμός;

 

Δεν είναι πλέον αναγκαίο να αμφισβητούμε την απατηλή ιδέα σύμφωνα με την οποία ο εθνικοσοσιαλισμός θα σηματοδοτούσε μιαν επανάσταση. Γνωρίζουμε σήμερα ότι το κίνημα αυτό δεν ανέτρεψε την θεμελιώδη οργάνωση της παραγωγικής διαδικασίας, της οποίας ο έλεγχος παραμένει στα χέρια ειδικών κοινωνικών ομάδων που ελέγχουν τα εργαλεία της εργασίας χωρίς να φροντίζουν για τις ανάγκες και τα συμφέροντα της κοινωνίας στο σύνολό της (1).  Η οικονομική δραστηριότητα του Γ΄ Ράιχ στηρίζεται στις μεγάλες βιομηχανικές κοινοπραξίες οι οποίες, πριν ακόμα από την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία και έχοντας επωφεληθεί ευρέως από την κυβερνητική υποστήριξη, είχαν σταδιακά ενισχύσει τη θέση τους. Διατήρησαν αυτό το ρόλο-κλειδί σε μια οικονομία πολέμου και κατάκτησης. Από το 1933, οι διευθύνοντές τους συγχωνεύτηκαν με την νέα «ελίτ», μια «ελίτ» στρατολογημένη στο πιο υψηλό επίπεδο του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος, αλλά δεν εγκατέλειψαν ως εκ τούτου τις σημαντικές κοινωνικές και οικονομικές τους δραστηριότητες (2).

Ο εθνικοσοσιαλισμός δεν αποτελεί ούτε μια κοινωνική και πολιτική ανανέωση, ακόμη κι αν επανεγκατέστησε σε μεγάλο βαθμό στην εξουσία τις δυνάμεις και τις ομάδες συμφέροντος που η Δημοκρατία της Βαϊμάρης είχε απειλήσει ή καταστείλει: ο στρατός έγινε πάλι Κράτος Εν Κράτει, η εξουσία του διευθυντή επιχείρησης απαλλάχθηκε από πολλούς περιορισμούς και η εργατική τάξη υφίσταται μια πραγματική ολοκληρωτική επιρροή. Ως εκ τούτου, δεν αναμόρφωσε τις παλιές μορφές κυριαρχίας και ιεράρχησης.

Το εθνικοσοσιαλιστικό Κράτος, όπως παρουσιάζεται, έχει ωστόσο λίγα κοινά σημεία με την πολιτική οργάνωση του παλαιού Ράϊχ. Ο στρατός, παραδοσιακή φυτογή της φεουδαρχίας και της Πρωσικής υπεροχής, οργανώθηκε εκ νέου σύμφωνα με πιο ανοιχτές αρχές στρατολόγησης, ενώ μια σειρά ψευτοδημοκρατικών μέτρων άρχισε να διέπει τις κοινωνικές επαφές. Αφεντικά κι εργάτες, ενωμένοι στους κόλπους του γερμανικού  εργατικού Μετώπου, όφειλαν να συμμετέχουν πλάι-πλάι στις ίδιες πορείες και συγκεντρώσεις και να τηρούν τους ίδιους κανόνες καθοδήγησης. Πολλά προνόμια και τιμητικοί τίτλοι, κατάλοιπα της φεουδαρχικής τάξης, καταργήθηκαν. Επιπλέον -και πιο σημαντικό- η παλιά γραφειοκρατία και οι πιο υψηλές αρχές της βιομηχανίας και της οικονομίας αναγνώρισαν το νέο αφεντικό και τις νέες μεθόδους διαχείρισης.

Θα αναπτύξουμε παρακάτω την ιδέα, σύμφωνα με την οποία το εθνικοσοσιαλιστικό Κράτος απαλλάχθηκε από τα στοιχειώδη χαρακτηριστικά του μοντέρνου Κράτους. Το καθεστώς αυτό τείνει να καταργήσει κάθε διάκριση ανάμεσα σε Κράτος και κοινωνία, μεταθέτοντας πολιτικές λειτουργίες στις κοινωνικές ομάδες που κατέχουν πραγματικά την εξουσία (…)

Το μοντέρνο Κράτος –και μόνο αυτό είναι που μας απασχολεί εδώ- κατασκευάστηκε και οργανώθηκε έξω από το πεδίο των διατομικών σχέσεων, τομέας που θεωρείται ως μη πολιτικός και που ανταποκρίνεται σε δικούς του νόμους και μοντέλα. Η ιδιωτική ζωή, η οικογένεια, η Εκκλησία και ευρείς τομείς της οικονομικής και πολιτιστικής ζωής, υπάγονταν στον τομέα αυτό. (…) Το Κράτος αναγνώριζε ότι μερικά ειδικά κοινωνικά δικαιώματα προϋπήρχαν αυτού και η επέμβαση του δεν θα δικαιολογούταν ούτε θα γινόταν αποδεκτή παρά μόνο για να τα διαφυλάξει, να τα προάγει ή να τα αποκαταστήσει. (…) Ο εθνικοσοσιαλισμός κατήργησε αυτή τη διάκριση ανάμεσα σε Κράτος και κοινωνία.

Το Κράτος: μια μηχανή. Αυτή η υλιστική αντίληψη αντανακλά πολύ καλύτερα την εθνικοσοσιαλιστική πραγματικότητα απ’ ότι οι θεωρίες για την κοινότητα της φυλής ή για το Κράτος-οδηγό. Η μηχανή αυτή, η οποία ελέγχει παντού την ζωή των ανθρώπινων όντων, είναι η πιο τρομακτική απ’ όλες εφόσον, με όλη την αποτελεσματικότητα και την ακρίβεια που επιδεικνύει,  μένει ολοκληρωτικά απρόβλεπτη και ιδιόρρυθμη. Κανείς δεν ξέρει, εξαιρουμένων ίσως κάποιων «μυημένων», πού και πότε θα κτυπήσει. Φαίνεται να λειτουργεί μόνο δυνάμει των νόμων της και προσαρμόζεται με ευελιξία και επιμέλεια και στην πιο ανεπαίσθητη αλλαγή στη σύνθεση των διευθυντηρίων ομάδων. Όλες οι ανθρώπινες δραστηριότητες υπόκεινται στους επιτακτικούς στόχους ελέγχου και επέκτασης.

Ο εθνικοσοσιαλισμός μάταια ισχυρίστηκε ότι το Κράτος διοικείται προσωπικά από μερικά πανίσχυρα άτομα: τα ίδια αυτά άτομα στην πραγματικότητα υπάγονται στο μηχανισμό του Κράτους. Δεν είναι ούτε ο Himmler, ούτε ο Göring, ούτε ο Ley (3) που χτυπούν και διατάζουν πραγματικά αλλά η Γκεστάπο ή η Λουφτβάφε και το εργατικό Μέτωπο. Οι διαφορετικές διοικητικές μηχανές συγκροτούν ένα γραφειοκρατικό μηχανισμό που εξυπηρετεί καλά τόσο τα συμφέροντα της βιομηχανίας, όσο και εκείνα του στρατού και του κόμματος. Ας το επαναλάβουμε: η ανώτατη εξουσία δεν ενσαρκώνεται στη μορφή κάποιου επικεφαλής βιομηχανίας, στρατηγού ή πολιτικού αρχηγού αλλά ασκείται μέσω των μεγάλων βιομηχανικών κοινοπραξιών, του στρατιωτικού μηχανισμού και της πολιτικής λειτουργίας. Το εθνικοσοσιαλιστικό Κράτος είναι η πολιτική διαχείριση των τριών υποστάσεων που λαμβάνουν οι οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές εξουσίες.

Αυτά τα ανταγωνιστικά στοιχεία συμφωνούν σε έναν συγκεκριμένο κοινό στόχο: την ιμπεριαλιστική επέκταση σε διηπειρωτική κλίμακα. Για να πετύχει τον στόχο αυτόν, το καθεστώς απαιτεί τη μέγιστη προσφυγή στην εργατική δύναμη, την ύπαρξη εκτεταμένου αποθέματος εργατών και την διανοητική και φυσική εκπαίδευση που είναι αναγκαία για την εκμετάλλευση όλων των νεοκατακτηθέντων ανθρώπινων και φυσικών πόρων. Τότε είναι –όταν η καλή λειτουργία του μηχανισμού δεν βασίζεται πια παρά μόνο σε απολύτως υποκειμενικούς παράγοντες- που η τρομοκρατική καταπίεση βρίσκει τα όρια της. Ένα κοινωνικό σύστημα σε πλήρη επέκταση, θεμελιωμένο στη μέγιστη δυνατή τεχνολογική και βιομηχανική αποδοτικότητα, δε μπορεί παρά να απελευθερώσει στο άτομο τις ικανότητες και τις παρορμήσεις που πραγματώνουν αυτή την επέκταση. Το ανθρώπινο όν, η πιο πολύτιμη πηγή ενέργειας και δύναμης, γίνεται λοιπόν το χαϊδεμένο παιδί του εθνικοσοσιαλιστικού καθεστώτος. (…)

Όλα αυτά δεν μπορεί παρά  να θυμίζουν την ατομικιστική φιλοσοφία της μεγάλης εποχής του φιλελευθερισμού. Εξάλλου, με τη σημασία που αποδίδει στο άτομο ως πρωταρχική πηγή της εργατικής δύναμης, ο εθνικοσοσιαλισμός συμπληρώνει μερικές από τις θεμελιώδεις τάσεις της [ατομικιστικής] κοινωνίας. Σύμφωνα με τη βασική αρχή της κοινωνίας αυτής, ο καθένας βλέπει τον εαυτό του να αμείβεται σύμφωνα με το ρόλο του στον κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας και κάθε πράξη θα πρέπει να δικαιολογείται από την αναζήτηση του προσωπικού συμφέροντος. Ωστόσο, με την αρχή αυτή να έχει αυξήσει τελικά τις οικονομικές ανισότητες,  η φιλελεύθερη κυβέρνηση ανέλαβε να πειθαρχήσει το ελεύθερο παιχνίδι των οικονομικών δυνάμεων.

Πρέπει, ωστόσο, να επιμείνουμε στο γεγονός ότι η εθνικοσοσιαλιστική οργάνωση της δημόσιας και της οικονομικής ζωής είναι εντελώς διαφορετική από αυτήν που γνωρίζουμε ή εξυμνούμε στις δημοκρατικές χώρες. Όταν, στις χώρες αυτές, η κυβερνητική παρέμβαση υποτίθεται ότι μετριάζει τα αρνητικά αποτελέσματα της συγκέντρωσης της οικονομικής εξουσίας, η εθνικοσοσιαλιστική πειθαρχία τείνει να καταργήσει ή να διορθώσει τους μηχανισμούς που θα μπορούσαν να την εμποδίσουν(4). Ο εθνικοσοσιαλιστικός αυταρχισμός:

-καταργεί, σε μεγάλο βαθμό, πλήθος από τα κατάλοιπα του φιλελεύθερου παρελθόντος που είχαν ως αρμοδιότητα να εμποδίζουν την ανελέητη άσκηση της οικονομικής εξουσίας.

-στηρίζεται στην αγορά, θεσμός μέσω του οποίου, με τρόπο τυφλό και αναρχικό, η κοινωνία στην ολότητα της εξεγείρεται εναντίον των ατομικών συμφερόντων.

-επιτίθεται στην σπατάλη και στην καθυστέρηση που επιφέρουν μια ανεξέλεγκτη ανταγωνιστικότητα και η αναποτελεσματικότητα εργοστασίων και εργαστηρίων μη τεχνικά προσαρμοσμένων.

-εξαρτά την αποδοτικότητα της ατομικής επιχείρησης από την μέγιστη χρήση του βιομηχανικού μηχανισμού, ο οποίος πρέπει να ευεργετεί με ακόμη περισσότερα κέρδη αυτούς που τον ελέγχουν.

            Μπροστά σε αυτή τη σύγκλιση απόψεων που αφορούν την ιμπεριαλιστική επέκταση, μια τέτοια εξάρτηση θα μπορούσε να θεωρηθεί ως θρίαμβος του γενικού συμφέροντος επί των ατομικών συμφερόντων. Ωστόσο, η κοινωνία αυτή, της οποίας η κοινωνική ευημερία είναι επίσης αυτό που διακυβεύεται, είναι μια κοινωνία βασισμένη στην μονιμότητα της στέρησης και της καταπίεσης. Αυτό θα μπορούσε να συγκριθεί μ’ ένα γιγαντιαίο μονοπωλιακό σύμπλεγμα το οποίο, έχοντας κατορθώσει να ελέγξει τον εσωτερικό οικονομικό ανταγωνισμό και να υποτάξει τις εργατικές μάζες, προετοιμάζεται να κατακτήσει την παγκόσμια αγορά. Η άνοδος του Γ΄ Ράιχ είναι ακριβώς η πιο αποτελεσματική και η πιο ανελέητη απόδειξη αυτής της διαδικασίας.

            Το εθνικοσοσιαλιστικό Κράτος δεν είναι το αντίθετο του ανταγωνιστικού ατομικισμού, είναι το επιστέγασμά του. Απελευθερώνει τις χυδαίες παρορμήσεις του προσωπικού συμφέροντος, τις οποίες οι δημοκρατίες προσπάθησαν να δαμάσουν και να συνταιριάξουν σε απαίτηση της ελευθερίας.

            Όπως κάθε [ανταγωνιστική] κοινωνία, η εθνικοσοσιαλιστική κοινωνία στηρίζεται στην ιδιωτική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής και οργανώνεται συνεπώς γύρω από τους δύο πόλους που σχηματίζουν απ’ τη μια, ο μικρός αριθμός εκείνων που ελέγχουν την παραγωγική διαδικασία και απ’ την άλλη, το κύριο μέρος του πληθυσμού που -άμεσα ή έμμεσα- εξαρτάται από αυτούς. Με τον εθνικοσοσιαλισμό, η κατάσταση του ατόμου είναι αυτή που υφίσταται τις πιο βαθιές ανακατατάξεις, καθώς το ίδιο το άτομο εξελίσσεται σε αυτή την τελευταία κατηγορία. Ωστόσο, σ’ αυτό το σημείο ακόμα, η εξέλιξη αυτή συγκεκριμενοποιεί –αλλά δεν αντιφάσκει- ορισμένες τάσεις της [ατομικιστικής] κοινωνίας.

            Στην πολύ διευρυμένη βάση της κοινωνικής πυραμίδας, το άτομο υποβαθμίστηκε σε σημαντικό βαθμό στη θέση του απλού στοιχείου του «πλήθους». Το Γ΄ Ράιχ είναι φυσικά ένα «Κράτος των μαζών», στο οποίο όλες οι ατομικές δυνάμεις και συμφέροντα συγχωνεύονται σε μια παράλογη ανθρώπινη μάζα, την οποία μεταχειρίζεται με επιδεξιότητα το καθεστώς (5). Η μάζα αυτή δεν είναι,  ωστόσο, ενοποιημένη από μια κοινή «συνείδηση» ή ένα κοινό συμφέρον. Τα άτομα που την αποτελούν, δεν αναζητάνε σε ατομικό επίπεδο παρά μόνο το πιο στοιχειώδες προσωπικό τους συμφέρον και η ανασυγκρότηση τους στάθηκε δυνατή μονάχα επειδή το συμφέρον αυτό συγχέεται με το βίαιο ένστικτο της αυτοσυντήρησης που είναι κοινό σε όλους. Η συσπείρωση των ατόμων σε ένα πλήθος περισσότερο όξυνε την ιδιαιτερότητα και την απομόνωσή τους παρά τις ακύρωσε και η εξίσωσή τους δεν κάνει τίποτε άλλο από το να αναπαράγει το σενάριο σύμφωνα με το οποίο, η ατομικότητά τους είχε προηγουμένως διαμορφωθεί. (…)

            Η ίδια αρχή αποδοτικότητας η οποία, σ’ αυτήν την τάξη πραγμάτων, οδήγησε στην υποταγή της βιομηχανίας –προς το μεγαλύτερο όφελος των ισχυρών κοινοπραξιών- επιφέρει επίσης τη γενική επιστράτευση όλων των δυνάμεων εργασίας. (…) Πράγματι, η άσκηση της εργατικής του δύναμης είναι η μόνη ελευθερία που παραχωρείται στο άτομο, το οποίο βρίσκεται στη βάση της κοινωνικής πυραμίδας. Το πιο πολύτιμο αγαθό του λαού είναι «η εργατική του δύναμη από την οποία εξαρτώνται το μεγαλείο και η ισχύς του έθνους. Η διαφύλαξη και η μεγιστοποίηση της είναι η πρωταρχική υποχρέωση του εθνικοσοσιαλιστικού κινήματος και το πιο πιεστικό καθήκον των γερμανικών επιχειρήσεων, των οποίων η επιβίωση και η αποδοτικότητα βασίζονται και στον αριθμό και στο επίπεδο ικανοτήτων των εργατών».(6)

            Ο εθνικοσοσιαλισμός επεξεργάστηκε ένα πολύπλοκο σύστημα ηθικής, διανοητικής και φυσικής εκπαίδευσης, σκοπός του οποίου είναι να αυξήσει την απόδοση της εργασίας μέσω της παράπλευρης κατεύθυνσης των πλέον επιστημονικά επεξεργασμένων μεθόδων και τεχνικών. Ο μισθός εξαρτάται από την προσωπική απόδοση του εργαζομένου(7). Δημιουργούνται ινστιτούτα ψυχολογίας και τεχνολογίας για να μελετηθούν οι μέθοδοι οι καλύτερα προσαρμόσιμες στην ατομικοποίηση της εργασίας και να αποτραπούν τα δυσοίωνα αποτελέσματα της μηχανοποίησης. Τα εργοστάσια, τα σχολεία, οι χώροι για προπόνηση, τα στάδια, οι πολιτιστικοί θεσμοί και ο ελεύθερος χρόνος είναι εξίσου εργαστήρια «επιστημονικής διαχείρισης» της εργασίας.

            Η ολική επιστράτευση της εργατικής δύναμης του ατόμου καταστρέφει και το τελευταίο προπύργιο που το προστάτευε από την κοινωνία και το Κράτος: παραβιάζει τον ιδιωτικό τομέα του ελεύθερου χρόνου του. Κατά τη διάρκεια της φιλελεύθερης περιόδου, το άτομο διαφοροποιούνταν από την κοινωνία μέσω της επιβεβλημένης διάκρισης ανάμεσα στη δουλειά και τον ελεύθερο χρόνο του. Υπό τον εθνικοσοσιαλισμό ο διαχωρισμός αυτός, όπως και εκείνος που υπήρχε ανάμεσα στην κοινωνία και το Κράτος, καταργήθηκε. (…) Ενσωματώνοντας και τον ελεύθερο χρόνο, ο εθνικοσοσιαλισμός κατάλυσε και το τελευταίο προστατευτικό προπύργιο των προοδευτικών όψεων του ατομικισμού. (…)

            Η γενική επιστράτευση της εργατικής δύναμης δεν θα μπορούσε να γίνει χωρίς το άτομο να λαμβάνει ανταμοιβές για την απώλεια της ανεξαρτησίας του. Ο εθνικοσοσιαλισμός προσφέρει δύο: μια νέα οικονομική ασφάλεια κι ένα καινούργιο προνόμιο. Το γεγονός ότι η ιμπεριαλιστική οικονομία του Γ΄ Ράιχ εξασφάλισε την πλήρη απασχόληση,  προσφέροντας παράλληλα μια στοιχειώδη οικονομική ασφάλεια στους πολίτες της,  είναι αποφασιστικής σημασίας. Η ελευθερία που απολάμβανε το άτομο κατά την προ-φασιστική περίοδο, για ένα μεγάλο μέρος των Γερμανών, αντισταθμιζόταν με μια μόνιμη ανασφάλεια.  Από το 1923, η συνειδητή βούληση να εγκαθιδρυθεί μια κοινωνία πραγματικά δημοκρατική, άφησε τη θέση της σε μια διεισδύουσα ατμόσφαιρα παραίτησης και απελπισίας. Δεν θα εκπλαγούμε που  από τότε, η ελευθερία βάραινε λιγότερο μπροστά σε ένα σύστημα που προσέφερε πλήρη ασφάλεια στο καθένα από τα μέλη της γερμανικής οικογένειας. Ο εθνικοσοσιαλισμός άλλαξε το ελεύθερο υποκείμενο σε υποκείμενο οικονομικά σταθερό× η εφησυχαστική πραγματικότητα της οικονομικής ασφάλειας επισκίασε το επικίνδυνο ιδανικό της ελευθερίας.       Η ασφάλεια αυτή, όμως, υποδουλώνει το άτομο στον πιο καταπιεστικό μηχανισμό που γνώρισε ποτέ η μοντέρνα κοινωνία. Φυσικά, η ανοιχτή τρομοκρατία δεν πλήττει παρά τους εχθρούς, τους «ξένους» και όσους δεν μπορούν ή δεν θέλουν να συνεργασθούν. Αλλά η υποχθόνια τρομοκρατία της επιτήρησης και της γενικής επιστράτευσης, του πολέμου και της στέρησης πλήττει όλον τον κόσμο. Το καθεστώς δεν επιτρέπεται να εξασφαλίζει την οικονομική ασφάλεια στο σημείο που εκείνη να γίνεται το έναυσμα της ελευθερίας. Όπως δεν μπορεί να καλυτερεύσει το βιοτικό επίπεδο στο βαθμό που το άτομο να βρίσκει, για τον εαυτό του, τους τρόπους μιας δικής του έκφρασης των ικανοτήτων του και την ικανοποίηση των επιθυμιών του. Μια τέτοια χειραφέτηση θα ήταν, στην πραγματικότητα, ασυμβίβαστη με την κοινωνική κυριαρχία που απαιτεί η ιμπεριαλιστική οικονομία.

            Η εθνικοσοσιαλιστική ρητορική γύρω από το καθήκον της θυσίας υπερβαίνει την απλή ιδεολογία. Δεν είναι μια προπαγανδιστική αρχή αλλά μια οικονομική αρχή. Η εθνικοσοσιαλιστική ασφάλεια συνδέθηκε εν μέρει με την στέρηση και την καταπίεση. Η οικονομική ασφάλεια, έστω κι αν είναι μια ανταμοιβή, πρέπει να συνοδεύεται από μια μορφή  ελευθερίας που παρέχει ο εθνικοσοσιαλισμός αίροντας ορισμένα θεμελιώδη κοινωνικά ταμπού. (…)

            Το εθνικοσοσιαλιστικό καθεστώς αποκάλυψε τη στέρηση σε αυτούς που το υποστήριζαν. (…) Ήταν στριμωγμένοι, προδομένοι και στερημένοι μέσα στις επιθυμίες και τις δυνατότητες τους αλλά τώρα είναι τα αφεντικά και μπορούν να κάνουν αυτό που τα παλιά τους αφεντικά τολμούσαν σπάνια να κάνουν. Ο Ernest R. Pope παραθέτει ένα διαφωτιστικό απόσπασμα του επίσημου προγράμματος της διάσημης (και οργιώδους) Νύχτας των Αμαζόνων: «αυτό που πριν ήταν αυστηρά περιορισμένο και παρουσιαζόταν μακριά από τα βλέμματα σε λίγους μυημένους, προσεκτικά επιλεγμένους, προσφέρεται σήμερα φανερά σε όλους μέσα στη νυχτερινή μαγεία του Nymphenburg Park (…) μέσα στα μινιμαλιστικά στολίδια των Μουσών, μέσα στη γυμνή ελευθερία θαυμάσιων κορμιών. (…) Αυτοί που αναγαλλιάζουν, παρασυρμένοι από τον χαρούμενο ενθουσιασμό αυτού στο οποίο συμμετέχουν και θαυμάζουν, είναι οι νέοι Γερμανοί του 1939 (8)…»

            Τέτοιο είναι το προσφερόμενο θέαμα σε εκείνους που επιτρέπεται να διασκεδάζουν μέσα στη φυλακή τους, να απελευθερώνονται μέσα στους κήπους των παλιών τους βασιλιάδων, να συμμετέχουν και να «θαυμάζουν» τα άλλοτε απαγορευμένα θαύματα. Η γοητεία, η ομορφιά και η ελευθεριότητα της εθνικοσοσιαλιστικής χλιδής κουβαλάνε μέσα τους τα ίχνη της υποταγής και της καταπίεσης. Οι νεαρές όμορφες γυμνές κοπέλες και τα πολύχρωμα τοπία των εθνικοσοσιαλιστών καλλιτεχνών ανταποκρίνονται άψογα στον κλασικισμό των εξωραϊσμένων χώρων συγκέντρωσης, των εξωραϊσμένων εργοστασίων, των εξωραϊσμένων μηχανών και των εξωραϊσμένων στολών εργασίας. Τα πάντα συμμαχούν για να μετατρέψουν τις παρορμήσεις για διαμαρτυρία και εξέγερση σε επιθυμία ενότητας. Όλα έρχονται να συνθέσουν την εικόνα ενός καθεστώτος που όχι μόνο υπόταξε τις πιο ατίθασες και τις καλύτερα προστατευμένες από την ατομικιστική κοινωνία ζώνες αλλά επίσης, έπεισε το άτομο να εκτιμά και να διαιωνίζει έναν κόσμο μέσα στον οποίο δεν είναι παρά ένα όργανο καταπίεσης.

 

Herbert Marcuse

 

 

 

 

(1)   Τα επιχειρήματα που επιτρέπουν αυτήν την ερμηνεία βρίσκονται στο έργο του Franz Newmann, Behemoth. The Origin and Structure of National Sosialism, Oxford University Press, Νέα Υόρκη, 1942.

(2)   Για το μοίρασμα της εξουσίας ανάμεσα στον πολιτικό μηχανισμό και τον επιχειρηματικό κόσμο πρβλ. Arkadji Gurland, “Technological Trends under National Sosialism” στο Studies in Philosophie and Social Science, 1941, Νέα Υόρκη, Νο 2 και, στο ίδιο τεύχος, Otto Kirchheimer “Changes in the Structure of Political Compromise”.

(3)   O Heinrich Himmler, αρχηγός των SS, έγινε υπουργός εσωτερικών× ο στρατάρχης Hermann Göring ήταν διαδοχικά πρωθυπουργός της Πρωσίας, έπειτα ταγματάρχης των εναέριων δυνάμεων και υπεύθυνος σχεδίου× ο Robert Ley διοικούσε το γερμανικό εργατικό Μέτωπο προτού αναλάβει την οργάνωση του ναζιστικού κόμματος.

(4)   Arkadji Gurland (όπ. π.)

(5)   Βλέπε Emil Lederer, State of the Masses, Νέα Υόρκη, Howard Fertig, 1940.

(6)   Robert Ley, “Anordnung über des Leistungskampf der deutschen Betriebe”, στο Deutsche Sozialpolitik, Bericht der Deutschen Arbeitfront, Zentralbureau, Sozialamt, Βερολίνο, 1937.

(7)   Όπ. π.

(8)    Munich Playground, Νέα Υόρκη, 1941.

*Αναδημοσίευση απο το περιοδικό Σαμιζντάτ, Τεύχος 6, Γενάρης 2003 (όταν όλοι θεωρούσαν ανάξια οποιαδήποτε αναφορά στο φαινόμενο του φασισμού)

Comments

One response to “Τί είναι ο εθνικοσοσιαλισμός; (Χ. Μαρκούζε, 1942)”

  1. […] Από τον δικτυακό ιστοχώρο “σινιάλο” […]

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *