Έχεις παρατηρήσει ότι τις φορές που εντείνεται μια κατάσταση του αγώνα που επιλέγουμε, όλη μας η καθημερινότητα απομακρύνεται σε μια ομιχλώδη αφαίρεση; Υπάρχουμε μόνο μέσα στον πυρήνα αυτής της κατάστασης και διασχίζουμε σαν φαντάσματα τις καθημερινές συμβάσεις. Μέσα στις καθημερινές συμβάσεις συγκαταλέγεται με ένα ακαριαίο αυτονόητο και η νομιμότητα, και οι συνέπειες, και το ρίσκο. Η κοινότητα μας συσφίγγεται για να δυναμώσει κι άλλο, ανασαίνει στις παρυφές των γεγονότων, και αποκομμένη από τις συμβάσεις ανακαλύπτει ένα καινούργιο τοπίο της ανθρώπινης και κοινωνικής ουσίας.
Αγωνίζομαι. Κανένας δεν το ξέρει. Μερικοί το υποψιάζονται, είναι αναπόφευκτο. Αλλά κανένας δεν το ξέρει, εκπληρώνω τα καθημερινά μου καθήκοντα, κάποια αμέλεια είναι δυνατό να μου επιρριφθεί, αλλά όχι μεγάλη. Φυσικά ο καθένας αγωνίζεται, εγώ όμως αγωνίζομαι περισσότερο από τους άλλους, οι πιο πολλοί αγωνίζονται σαν κοιμισμένοι, όπως κουνάει κανείς το χέρι του στο όνειρο για να διώξει ένα όραμα, ενώ εγώ βρίσκομαι στην πρώτη γραμμή και αγωνίζομαι με προσεκτικά υπολογισμένη εκμετάλλευση όλων μου των δυνάμεων. Γιατί έχω βγει έξω από το κατά τα άλλα θορυβώδικο, αλλά στο σημείο αυτό ανησυχητικά ήρεμο πλήθος; Γιατί έχω τραβήξει τα βέλη πάνω μου; Γιατί να μ’ έχει ο εχθρός γραμμένο στα μαύρα κατάστιχα; Δεν ξέρω. Μια άλλη ζωή δεν μου φαίνεται άξια να ζω. «Στρατιώτες» ονομάζει η πολεμική ιστορία τους ανθρώπους σαν εμένα. Και όμως είναι έτσι, δεν ελπίζω στη νίκη και ΄αγώνας σαν αγώνας δεν μ’ ευχαριστεί, ο αγώνας μ’ ευχαριστεί μόνο σαν το μόνο που έχω να κάνω. Σαν τέτοιος μ’ ευχαριστεί εξάλλου περισσότερο απ’ όσο μπορώ να απολαύσω, περισσότερο απ’ όσο μπορώ να δώσω, κι ίσως να μην πεθάνω στον αγώνα, αλλά ν’ αφανιστώ απ’ αυτή τη χαρά.
Και οι συνεννοήσεις, οι μαζώξεις, οι συνελεύσεις, τα αμφιθέατρα, τα πηγαδάκια; Μετακινούμαστε διαρκώς προς τους ανθρώπους που μας είναι λιγότερο ξένοι. Μια χειρονομία, ένα αμήχανο -μήπως και δεν απαντηθεί– «γεια», η δυσαρέσκεια για μια άποψη που μπορεί να «ενοχλήσει» αλλά πρέπει να ειπωθεί, η παλινδρόμηση μεταξύ της επίκλησης της αυτονομίας και της ακατάσχετης δεκτικότητας. Με ποιους συνεννοούμαστε; Με ποιους «δρούμε»; Και μ’ αυτούς που χρόνια γνωρίζουμε έχουμε καταλήξει κατ’ αμοιβαία επιλογή ξένοι, και με τους νεώτερους θα είμαστε – μέχρι να περαστούμε από το «φυσικό» φίλτρο της καχυποψίας, της αλαζονείας και της αυτάρκειας– ξένοι. Το κοινό «όραμα», οι κοινές προοπτικές, αυτά είναι που κατοχυρώνουν το ειδικό βάρος της «συνάντησης», κι όχι αυτά που ζούμε μαζί, ο κοινός αγώνας, το λύσιμο μιας «διαφοράς που την μυριζόμαστε παντού κι όμως δεν την βρίσκουμε».
Είναι ξένοι άνθρωποι κι όμως δικοί μου. Μιλάνε ελεύθερα, ασυνείδητα απελευθερωμένοι, κάπως σαν μεθυσμένοι, στιγμή δεν τους μένει για μια αναγνώριση μεταξύ τους. Σαν ένας κύριος με έναν άλλο κύριο, έτσι μιλάνε μεταξύ τους, ο καθένας προϋποθέτει στον άλλον ελευθερία και δικαίωμα αυτοδιάθεσης. Κατά βάθος όμως δεν έχουν αλλάξει, οι απόψεις τους έχουν μείνει οι ίδιες, το ίδιο και οι κινήσεις, η ματιά. Κάτι βέβαια είναι αλλιώτικο, μα δεν μπορώ να συλλάβω τη διαφορά, κι αν μιλάω για απελευθέρωση, είναι μονάχα μια προσπάθεια εξήγησης από ανάγκη. Γιατί από πού κι ως πού να αισθάνονται απελευθερωμένοι; Όλα τα στρώματα και όλες οι διαβαθμίσεις έχουν διατηρηθεί, η ένταση ανάμεσα στο άτομο και στους άλλους είναι απείραχτη, ο καθένας είναι στη θέση του και στον αγώνα, που του αναλογεί, τόσο έτοιμος, που για τίποτα άλλο δε μιλάει εκτός απ’ αυτό, κι ας τον ρωτάς ό,τι θέλεις. Που έγκειται λοιπόν η διαφορά, την μυρίζομαι από δω κι από κει και διαφορά δεν βρίσκω.
Leave a Reply