Οι παρακάτω σημειώσεις αποτελούν πρώτες σκέψεις πάνω σε μία σειρά πρόσφατων στρατοδικείων ολικών αρνητών στράτευσης, σε διάφορες περιοχές της ελληνικής επικράτειας. Ως τέτοιες, οι σημειώσεις αυτές δεν αποσκοπούν σε μία διαχρονική ανάγνωση αυτής της πτυχής της στρατιωτικής καταστολής. Επιπλέον, το ότι εστιάζουν στις διώξεις ολικών αρνητών δεν σημαίνει ότι απαξιώνουν οποιαδήποτε άλλη υπόθεση μπαίνει στο στόχαστρο της στρατιωτικής δικαιοσύνης, πόσο μάλλον αυτές που σχετίζονται με συνειδησιακούς λόγους ή αντιστάσεις. Αντιθέτως, επιδιώκουν να συμβάλλουν σε μια ευρύτερη κατανόηση της τοποθέτησης της στρατιωτικής δικαιοσύνης απέναντι στο πρόταγμα της ολικής άρνησης μέσα στην περίοδο που διανύουμε και στο περιβάλλον “διαρκούς εκτάκτου ανάγκης” που έχει διαμορφωθεί. Κι αυτό διότι, παρά τις όποιες πολιτικές διαφοροποιήσεις που υπάρχουν στο στήσιμο και στα περιεχόμενα των υποθέσεων αυτών, είναι εμφανές ότι διαμορφώνεται ένας ολοένα και περισσότερο ενιαίος τρόπος αντιμετώπισης τους από την πλευρά των εκάστοτε στρατοδικών.
Τέλος, όσα ακολουθούν αφορούν τις περιπτώσεις ολικών αρνητών που επιλέγουν να παραστούν στα στρατοδικεία και να τα μετατρέψουν σε ένα ακόμα πεδίο αγώνα. Από τη στιγμή που η παρουσία σε αυτά δεν αποτελεί προϋπόθεση μίας αντιμιλιταριστικής στάσης αλλά έναν ακόμα τρόπο έκφρασής της, η όποια συνειδητή απουσία από τις αίθουσες των στρατοκρατών δεν υποτιμάται ούτε και προσλαμβάνεται αρνητικά ως προς τον πολιτικό της χαρακτήρα.
1) Η έδρα του εκάστοτε στρατοδικείου ακολουθεί με προσήλωση τη μέθοδο της αποπολιτικοποίησης μιας εξόφθαλμα πολιτικής/φρονηματικής δίωξης, επιχειρώντας να την εντάξει στα εκφυλιστικά πλαίσια μίας μεμονωμένης και εξατομικευμένης «ανυποταξίας». Η μόνη διαφοροποίηση, κατά το διάστημα των τελευταίων μηνών σε σχέση με το παρελθόν, εντοπίζεται στον αυξημένο βαθμό επιθετικότητας (κι όπου αυτή υπολείπεται αντικαθιστάται από μία πρόδηλη απαξία) προς τους μάρτυρες υπεράσπισης και φυσικά προς τον ίδιο τον κατηγορούμενο. Από την άλλη, οι αντιθεσμικές στάσεις που δεν οικειοποιούνται το δίκαιο του αστικού/ποινικού/στρατιωτικού κώδικα αλλά αυτό των αντιστάσεων και των αγώνων για την κοινωνική και ατομική απελευθέρωση, αναδεικνύουν την επίφαση της φυσικής προέλευσης των νόμων και δεν υπολείπονται στο να αποκρούσουν μία τέτοια θεσμική επιθετικότητα. Αντιθέτως, ευνοούν τη ρηγμάτωση ενός θεσμικού θεάτρου του παραλόγου, που στην περίπτωση τέτοιων στρατοδικείων διαμορφώνει μία εμφανώς διάτρητη διαδικασία, ακόμα και υπό το πρίσμα των αστικοδημοκρατικών αξιών, ενώ παράλληλα αποτρέπουν τον εκφυλισμό των συνειδησιακών και πολιτικών επιλογών των ολικών αρνητών, αφού αρνούνται να τις προβάλλουν μέσα από νομολογικά πρίσματα. Αυτό που αποκτά κρίσιμη σημασία, όπως φάνηκε σε διάφορες περιπτώσεις, είναι η προετοιμασία και το στήσιμο της πολιτικής υπεράσπισης να λάβουν το βάθος, το χρόνο και τη φροντίδα που τους αναλογεί, από τη στιγμή που συνειδητά απορρίπτονται οι κάθε λογής θεσμικές διαμεσολαβήσεις (πολιτικές/κομματικές, ακαδημαϊκές κτλ).
2) Η αποσύνδεση του κατηγορητηρίου από ό,τι συνιστά την ταυτότητα και τα περιεχόμενα του εκάστοτε ολικού αρνητή και η προσκόλληση της έδρας σε στερεότυπες και επαναλαμβανόμενες ερωτήσεις φανερώνει την αδυναμία και την αποφυγή του στρατιωτικού μηχανισμού να αντιπαρατεθεί ιδεολογικά όταν δέχεται έναν στοιχειώδη αντίλογο, μακριά από δημοκρατικά προσχήματα και δικαιώματα (που ειδικότερα σε ένα καθεστώς έκτακτης ανάγκης βρίσκονται υπό συνεχή αίρεση). Όταν η ιδεολογική σύγκρουση επικεντρώνεται σε πολιτικό, οικονομικό ή/και κοινωνικό πεδίο, η έκφραση του νόμου απογυμνώνεται ακόμη περισσότερο από το μανδύα του «δικαίου» και επιστρέφει ως υπεροπτική επιβολή, υπονομεύοντας από την πλευρά της την ηθική ή κοινωνική νομιμοποίηση που διεκδικεί. Η γελοιότητα ενός «ιερού» μηχανισμού όταν δίχως την παραμικρή επιχειρηματολογία βαφτίζει την ολική άρνηση στράτευσης ως μία «προσωπική υπόθεση» ή όταν δηλώνει ότι δεν μπορεί να κατανοήσει την ανιδιοτέλεια μίας τέτοιας επιλογής, επαληθεύει με τους πιο εξόφθαλμους όρους τον εγγενή παραλογισμό που τον διέπει. Κατά το σύνηθες, στη διάρκεια της δίκης μέσα και έξω από τις αίθουσες των στρατοδικείων υπάρχουν όχι μόνο αλληλέγγυοι/ες με τη στάση του «κατηγορουμένου» αλλά μεταξύ τους και πολλοί άλλοι ολικοί αρνητές στηρίζοντας τον «κατηγορούμενο» στη βάση ενός πολιτικού προτάγματος, ανεξαρτήτως των όποιων διαπροσωπικών σχέσεων. Επιπλέον, εάν το «προσωπικό κόστος» και τα «ιδιοτελή κίνητρα» ήταν ο γνώμονας των ολικών αρνητών προφανώς και δεν θα υπήρχαν ως τέτοιοι. Οι δε επιπτώσεις μίας τέτοιας στάσης (σε ό,τι αφορά την καταστολή ή τις ιδεολογικές επιθέσεις που δέχεται) κάθε άλλο παρά ελαφριές μπορούν να χαρακτηριστούν, τη στιγμή μάλιστα που ο ίδιος ο στρατός έχει δημιουργήσει μία ελεγχόμενη βαλβίδα εκτόνωσης και αφομοίωσης της ανυποταξίας μέσω της απαλλαγής στράτευσης (Ι5).
3) Το ζήτημα της εναλλακτικής θητείας -ενός θεσμού αφομοίωσης και εξομάλυνσης των αρνήσεων- αποτελεί, καθόλου τυχαία, σημείο αναφοράς για ολόκληρο το συστημικό φάσμα, από τα αριστερά του ως τα άκρα δεξιά του. Η συνήθης εμμονή της εκάστοτε έδρας πάνω σε ένα τόσο ξεκαθαρισμένο ζήτημα από την επιλογή της ολικής άρνησης στράτευσης δείχνει ότι σε τέτοιες υποθέσεις η ενδυνάμωση της πολιτικής, κοινωνικής και αξιακής αποδόμησης της εναλλακτικής θητείας μπορεί να ρηγματώσει ακόμα περισσότερο τα μοναδικά -και ομολογουμένως σαθρά- ιδεολογικά αναχώματα της στρατιωτικής δικαιοσύνης. Μπροστά σε ένα μέλλον που προδιαγράφεται ζοφερό και ρευστό σε εξουσιαστικό επίπεδο, η τοποθέτηση του καθενός πάνω στο ζήτημα της εναλλακτικής θητείας θα σηματοδοτήσει και τη θέση που λαμβάνει μπροστά στο πρόταγμα και τα περιεχόμενα των ολικών αρνητών στράτευσης. Σε μία ενδεχόμενη αριστερή εναλλαγή στη διακυβέρνηση, οι ολικοί αρνητές θα αποτελέσουν και πάλι ένα σημαντικό βραχνά για ένα σύστημα που θα επιχειρήσει να καταπραΰνει και να αφομοιώσει τις αντιστάσεις σε όλα τα πεδία, εξωραΐζοντας ακόμα και τον στρατιωτικό μηχανισμό, με αιχμή την «εκλογίκευση» του θεσμού της εναλλακτικής θητείας (ειδικά από τη στιγμή που μέχρι τώρα εξακολουθεί να έχει τιμωρητικό και εκδικητικό χαρακτήρα).
4) Τα στρατοδικεία αποτελούν μέρος και όχι ολότητα της καταστολής των ολικών αρνητών. Μίας καταστολής που πλέον συμπεριλαμβάνει και μία οικονομική διάσταση (πρόστιμο 6.000 ευρώ), αλλά και την εισαγγελική αυθαιρεσία (με την πρόσφατη εκδικητική και επιλεκτική ενεργοποίηση του αυτοφώρου και των μεταγωγών σε κάθε άκρο της ελληνικής επικράτειας για ένα πλημμέλημα), τις διαφόρων ειδών πιέσεις από τις αστυνομικές αρχές (κλήσεις από τοπικά ΑΤ, τραμπουκισμοί ή παρενοχλήσεις των ιδίων ή/και των κοντινών τους προσώπων στους τόπους κατοικίας, φακελώματα που οδηγούν σε συλλήψεις-απαγωγές μόνο και μόνο για την επίδοση μίας τακτικής δικάσιμου), τις συνεχείς πιέσεις από ιδεολογικούς μηχανισμούς και συντηρητικές φωνές, μέχρι και την εργασιακή περιθωριοποίηση σε ένα ήδη ερημωμένο περιβάλλον από την ανεργία. Ως εκ τούτου, τα στρατοδικεία βρίσκονται σε μία διαρκή αλληλεπίδραση και συνέργεια με όλες αυτές τις συστημικές πτυχές. Συνεπώς, η σύγκρουση με τη στρατιωτική καταστολή είναι σύγκρουση με όλο το παραπάνω πλέγμα καταστολής και ιδεολογίας, που εν μέσω κρίσης και ακροδεξιάς διαχείρισης, διαρκώς αναβαθμίζεται σε όλο και πιο συντηρητικά και ολοκληρωτικά πλαίσια.
5) Τα ΜΜΕ, συμπεριλαμβανομένου του διαδικτύου, προστίθενται στο μωσαϊκό της καταστολής συμπληρώνοντας, αναπαράγοντας ή ακόμα και παράγοντας την εκάστοτε κυρίαρχη προπαγάνδα ενάντια στους ολικούς αρνητές, με τα στρατοδικεία να αποτελούν το πιο σύνηθες έναυσμα. Παρά το ότι μέσα στα χρόνια υπάρχουν σχετικά λίγες δημόσιες δηλώσεις ολικής άρνησης στράτευσης, είναι εμφανές ότι το φάσμα των πολιτικών αντιλήψεων που οικειοποιούνται αυτή την πρακτική είναι κάθε άλλο παρά στενό, γεγονός που σχετίζεται με την ριζοσπαστική και ανοικτή της διάσταση, σε συνδυασμό με την απαγκίστρωσή της από ιδεολογικές στενωπούς. Ως εκ τούτου, ενώ οι ολικοί αρνητές είναι δύσκολο να τσουβαλιαστούν από την κυρίαρχη ρητορική ως κάτι ενιαίο, τα ΜΜΕ επιδίδονται σε μία παγιωμένη παραπληροφόρηση διαστρεβλώνοντας ή κυριολεκτικά κατασκευάζοντας εντυπώσεις – εάν και εφόσον επιλέξουν να δημοσιοποιήσουν το εκάστοτε στρατοδικείο ανάλογα με την κάθε υπόθεση και με την πολιτική συγκυρία. Έτσι, επιχειρούν με τον τρόπο τους να απονοηματοδοτήσουν τα περιεχόμενα των ολικών αρνητών και συντάσσονται με τον ιδεολογικό πόλεμο των κατασταλτικών μηχανισμών. Στον αντίποδα, ο αντιμιλιταριστικός λόγος και οι αντίστοιχες δράσεις αλληλεγγύης αποτελούν κατά βάση το πιο σύνηθες και δυναμικό ανάχωμα που απονευρώνει κάθε είδους μιντιακή διαχείριση.
Σε κάθε περίπτωση, η αλληλεγγύη θα είναι εκείνη που θα συνεχίζει να δίνει βάθος και διάρκεια στους αγώνες.
Οι ολικοί αρνητές στράτευσης το γνωρίζουν ήδη καλά.
[Αναδημοσίευση από το blog της Πρωτοβουλίας για την Ολική Άρνηση Στράτευσης]
Leave a Reply