Επιχαίρουν οι διωκτικοί μηχανισμοί για το αίμα που χύθηκε. Έτσι κι αλλιώς ήταν αίμα που είχε προαναγγελθεί για να εξευμενιστούν τα τηλεοπτικά τέρατα της μηδενικής ανοχής. Υπόθεση τιμής για την ελληνική αστυνομία η εκτέλεση του «κακοποιού Μαριάν Κόλα», δήλωναν εξαρχής τα ρεπορτάζ. Η εκτέλεση μπορεί να μην ήταν live – κάτι που πολύ θα το ήθελαν τα επιτελεία του υπουργείου- αλλά στην ουσία στήθηκε ως μια ζωντανή-καθημερινή επιχείρηση με τηλεοπτικούς όρους, αναμεταδόσεις, ροή πληροφορίας, εκατοντάδες αστυνομικούς, ελικόπτερα, οχήματα… Ένα ιδιότυπο ελληνικό φαρ-ουεστ, ένα κυνήγι κεφαλών που στόχο είχε κάτι πολύ περισσότερο από μερικές σφαίρες στο σώμα του δραπέτη.
Δεν ήταν τυχαίο που καμία συστημική φωνή εδώ και 45 μέρες (όπου και διεξάγεται η αστυνομική υπερπαραγωγή στη δυτική Ελλάδα) δε βρέθηκε να πει όχι μια λέξη «ανθρωπιστικής συμπόνιας» για τον διωκόμενο, αλλά ούτε καν να επαναφέρει το «δημόσιο διάλογο» στο πλαίσιο του «ποινικού-νομικού πολιτισμού», των αρχών της ισονομίας και της απόδοσης δικαιοσύνης (και άλλα τέτοια ανεκδοτολογικά). Από τους χρυσαυγίτες, τα πρωτοσέλιδα των φυλλάδων, την Όλγα Τρέμη και τους διακαναλικούς συνεργάτες της, τον αρμόδιο υπουργό, τα πολεμόχαρα tweets του επικίνδυνα γελοίου Φαήλου Κρανιδιώτη, τη «ριζοσπαστική αριστερά των νοικοκυραίων», όλα έδιναν ρυθμό αίματος στο εξελισσόμενο σήριαλ.
Επίσης, η συνδρομή υποδομών και εξοπλισμού του ελληνικού στρατού για την εξόντωση του Μαριάν Κόλα (που μαθεύτηκε έπειτα από την πτώση μη επανδρωμένου ανιχνευτικού αεροπλάνου), ουδόλως σχολιάστηκε: είναι η πρώτη φορά –τουλάχιστον επίσημα- που ο ελληνικός στρατός αναλαμβάνει τέτοια δράση εντός των συνόρων από τη μεταπολίτευση και μετά. Μια τέτοια «εμπλοκή» συνιστά όχι απλό ξεπέρασμα του «παραδοσιακού» ρόλου του στρατού αλλά μια δήλωση παρουσίας στο κοινωνικό πεδίο ως «συμπαίκτης» (ακόμα όχι πρωταγωνιστής) στα παιχνίδια «έκτακτης ανάγκης» του καθεστώτος.
Και αυτή η «έκτακτη ανάγκη» είχε ανάγκη το συγκεκριμένο αίμα: όχι απλά για να «συμβολοποιήσει» τη νίκη του καλού απέναντι στο κακό, την ισχύ και την κατίσχυση του Νόμου απέναντι στο Άνομο, όχι απλά για να επιδείξει έργο και να κάνει από τις τηλεοπτικές οθόνες ιδεολογικές ασκήσεις «ποινικότητας» για να εισπράξει το ανταποδοτικό όφελος της πολιτικής υπεραξίας. Ούτε απλά για να βγάλει στο δρόμο το φόβο προς τον κάθε Μαριάν Κόλα αλλά και προς ευρύτερα κοινωνικά κομμάτια: από τους απεργούς, τους διαδηλωτές τους μετανάστες, τις οροθετικές, τους τοξικομανείς κτλ-. Για την εξουσία, όλοι/ες αυτοί/ες διαβιούν στο όριο ανάμεσα στο σύννομο και τη διαρκή παρανομία/ανομία και η «διαχείρισή» τους από τους ιδεολογικούς και κατασταλτικούς μηχανισμούς νοηματοδοτείται πλέον ξεκάθαρα από την υποχώρηση του «πολιτικού λόγου» και την ποσοτική και ποιοτική ανάκαμψη του «ποινικού λόγου» που τον αντικαθιστά.
Ακόμη, το ελληνικό κράτος, δεν ήθελε απλά να πάρει εκδίκηση και να δείξει τα δόντια του για το διασυρμό των κατασταλτικών μηχανισμών στην πρόσφατη ομαδική απόδραση κρατουμένων. Όλα αυτά και άλλα τόσα, εξυπακούονται ως δομικές συνιστώσες της «αντεγκληματικής πολιτικής» των αστικών θεσμών και μηχανισμών. Η υπόθεση της προαναγγελθείσας εκτέλεσης του Κόλα, έφερε εκ νέου στο προσκήνιο ως θεσμική δυνατότητα το ικρίωμα, την αγχόνη, το εκτελεστικό απόσπασμα… τη δυνατότητα της κρατικής μηχανής για δημόσιες εκτελέσεις, επανέφερε μια «ξεχασμένη λειτουργία» του ποινικού κράτους όπου το σώμα του καταδικασμένου πρωταγωνιστούσε στο θέατρο της απονομής δικαιοσύνης και αναγόταν σε επίκεντρο μιας τελετουργίας υποταγής προς την όποια εξουσία. Εκεί όπου το σώμα δε γίνεται απλά πεδίο επιβολής της πειθαρχίας και του νόμου αλλά πεδίο εξόντωσης. Στο καθεστώς «έκτακτης ανάγκης» δε χρειάζεται να νομοθετήσει κάποιος την επαναφορά της «θανατικής ποινής». Αυτή πλέον ενυπάρχει στη ροή της «κοινωνικής ανάγκης» , κάθε άλλη πιθανότητα διαχείρισης εξαλείφεται και η συλλογική αναπαράσταση της «απειλής» προϋποθέτει ως λύτρωση την καταλυτική βία των κρατικών μηχανισμών, τον αφανισμό αυτού που δεν «αξίζει να υπάρχει».
Ο Μαριάν Κόλα υποδύθηκε τους ρόλους που του απέδωσαν οι διώκτες του αλλά δεν έχει σημασία πόσο καλά θα «έπαιζε» τους ρόλους αυτούς. Η ουσία του ρόλου του ήταν ότι απλά δεν έπρεπε να υπάρχει, κάθε επιθετικός προσδιορισμός που του αποδιδόταν, κάθε λόγος που ακουγόταν για αυτόν ήταν και ένας πρόλογος εξόντωσης. Η ουσία του ρόλου των διωκτών ήταν να λάμψουν σε μια ηρωική πρόζα. Η ουσία του ρόλου των τηλε-θεατών ήταν να εκπαιδευτούν στο δημόσιο αίμα, να συλλαβίσουν τα θριαμβευτικά διαγγέλματα της ΕΛΑΣ.
Δεν ξέρουμε ποιος και τι ήταν ο Μαριάν Κόλα και δε θα μάθουμε ίσως ποτέ. Δε μας ενδιαφέρει να κάνουμε υποθέσεις ή αξιολογικές κρίσεις «αποδοχής» ή «απόρριψης». Δε θα πιστέψουμε πάντως αυτά που ήθελαν να μας μάθουν γι’ αυτόν οι διώκτες του. Δε χρειάζεται να έχεις δυσανεξία στον «πόλεμο ενάντια στο έγκλημα» και το «δόγμα ασφάλειας», χρειάζεται απλά κοινός νους για να δεις πίσω από τις λέξεις και τα επίθετα, κοινός νους για να καταλάβεις πως το «έγκλημα» δεν αφορά «αιμοδιψή κτήνη», «ανθρωπόμορφα τέρατα» κτλ, αλλά κοινωνικές σχέσεις χτισμένες πάνω στην επιβολή, την καταπίεση και τον καθαγιασμό της δύναμης. Αυτή η συνθήκη ταυτόχρονα σε αποτρέπει από το να αρχίσεις τους εγκωμιασμούς, τις ηρωοποιήσεις, τις «συναισθηματικές- ψυχολογικές ταυτίσεις με τον διωκόμενο» σαν να μιλάς για ήρωα νουάρ λογοτεχνίας και όχι πραγματικό άνθρωπο. Δεν μπορείς να μην «αναστοχαστείς» από τη διαδρομή ζωής και τις επιλογές του διωκόμενου αλλά και παράλληλα να μην ανατριχιάσεις με την περικυκλωμένη αγωνία του. Δεν μπορείς να σιχτιρίσεις τις επιλογές του χωρίς πρώτα να φτύσεις στα μούτρα τον αιματηρό κανιβαλισμό των ένστολων συμμοριών του κράτους.
Αν κάτι ξέρουμε πάντως, είναι πως η δημόσια εκτέλεση και ο θάνατος του Μαριάν Κόλα ήταν υπόθεση ζωής για ένα σύστημα που συσσωρεύει δύναμη από το αίμα, από την πειθαρχία και την εκπαίδευσή μας σε αυτήν…
*αναδημοσίευση από τον Θερσίτη
Leave a Reply