Όταν μια αξία χάνει το συγκεκριμένο περιεχόμενο της, τι μένει; Μόνο ένα κενό κέλυφος, μια κατηγορική προσταγή χωρίς ανταπόκριση, που όμως απαιτεί με ακόμη μεγαλύτερη βιαιότητα να την αναγνωρίσουμε και να την υπακούσουμε. Όσο λιγότερο το άτομο γνωρίζει τι θέλει, τόσο πιο παράφορα το επιθυμεί.
Μ. Κούντερα
Όλοι έχουμε την μικρή ή μεγάλη μας ιστορία κι αυτή αρχίζει να λογιάζεται από τη στιγμή που ξεκινά η ιστορία των ευθυνών μας. Είναι η ίδια η ιστορία της συνείδησης μας, από τότε που αρχίσαμε να κατανοούμε την μοναδικότητα των χαρακτηριστικών μας (και απαλλοτριώνουμε τη ζωή μας ή ενώ θα μπορούσαμε να απαλλοτριώσουμε τη ζωή μας ίσως δεν το κάναμε ή το κάναμε λειψά). Μία -και η πιο δύσκολη από τις δύσκολες- επιλογή στην ιστορία μας ήταν να συναντηθούμε. Από τότε που συναντηθήκαμε οι προσωπικές μας ιστορίες άρχισαν να μπαίνουν η μια μέσα στην άλλη, αρχίσαμε να φτιάχνουμε μια κοινή ιστορία για την απαλλοτρίωση της κοινωνικής ζωής στην προοπτική της προσωπικής και κοινωνικής ελευθερίας. Συναντηθήκαμε σε ένα κομβικό σημείο. Στο διάφανο σημείο όπου διαυγάζονται οι πράξεις με τα κοινωνικά προτάγματα, οι στάσεις με τα σχέδια, το παρόν με το παρελθόν και το μέλλον. Σ’ αυτό το κομβικό σημείο δοκιμάζονται τα όρια της μοιρολατρικής αστικής θνητότητας, μπερδεύεται ο χρόνος μέσα στον Χρόνο, το μηδέν του κανονιστικού μέτρου καθαιρείται από την γραμμική φιλοσοφία των ιδεολογικών πρόσημων και μετατρέπεται σε μια αναφορά για το κυκλικό Όλον, όπου καταργείται η ισχύς των κυρίαρχων δεδομένων. Η διαδικασία είναι για όλους μας δύσκολη: «Τον Λ. δεν τον είχε φοβίσει ως το τέλος κανένας κίνδυνος. Ένα φόβο μόνο δεν μπόρεσε να ξεπεράσει: το φόβο να εκτεθεί δημόσια», λεει ο ποιητής και έχει δίκιο. Ερχόμαστε από έναν ολόκληρο πολιτισμό από τον οποίο δεν μπορούμε να αυτονομηθούμε, παλινδρομούμε καθημερινά στους ατέλειωτους λαβυρίνθους του και ορίζουμε τα ελεύθερα ραντεβού μας σ’ ένα λυτρωτικό και συνάμα επώδυνο εργαστήρι. Σ’ αυτό το σημείο συνάντησης, σε μια κουκίδα στους λαβύρινθους, επεξεργαζόμαστε με ραδιουργία την ανατροπή του αστικού πολιτισμού, αλλά και με διαφάνεια την ακύρωση της ραδιουργίας του αστικού πολιτισμού μέσα μας. Οι αναφορές στην διαφάνεια δεν σημαίνουν ένα ξεκάρφωμα των προσωπικών μυστικών, που είναι το «άρωμα της ζωής», δεν σημαίνουν την κατάργηση της ασυλίας του προσωπικού συνειδητά ανεπικοινώνητου από μια εκβιαστική συλλογική έκθεση. Διαφάνεια δεν σημαίνει και συλλογική εξομολόγηση. Μια επισήμανση: ασυλία έχουν τα μυστικά που αν μαθευτούν δεν αλλοιώνουν την εικόνα που κάποιος επιμελείται προς τα «έξω». Ασυλία έχουν τα μυστικά που δεν επικυρώνουν την ύπαρξη μιας διπλής ζωής. Αν ενδιαφέρουν κάποιον οι τρόποι που ένας άλλος σύντροφος καθημερινά μυείται με το σώμα και το πνεύμα του στην εκπλήρωση των επιθυμιών του, πέρα από αστικές ηθικές και ιδεολογικές κυριαρχικές αγκυλώσεις, μπορούν να τον ενδιαφέρουν μονάχα στην προοπτική της ανταλλαγής εμπειριών και στα πλαίσια μιας διαπροσωπικής σχέσης. Ποια είναι όμως τα όρια αυτής της αυτογνωστικής μύησης μέσα στο πεδίο των «συμφωνημένων κοινών αξιών»; Και ποιος μπορεί αυτόκλητα να αναγορευτεί σαν αδέκαστος φορέας και ρυθμιστής αυτών των αξιών; Κι εδώ εμφανίζεται η ανάγκη να επανεξεταστεί η κίνηση μας για την συνάντηση των μικρών ή μεγάλων ιστοριών μας. Όσο μας έφερε κοντά η συνείδηση των αξιών της ελευθερίας, της ισότητας και της αδελφοσύνης, άλλο τόσο κοντά μας έφερε και η λύσσα μας να συγκρουστούμε με αυτούς που είναι φορείς της ακύρωσης τους. Αν σ’ αυτή μας την κίνηση υπολανθάνει η αγάπη κι ο σεβασμός στον Άνθρωπο, τότε πέρα από το διανθρώπινο μυστικό στην επιλογή των διαπροσωπικών σχέσεων, αυτά τα συναισθήματα πρέπει να «αποαστικοποιηθούν», να καθαιρεθούν από το βάθρο του αυτονόητου και να κατακτηθούν σώμα με σώμα, ψυχή την ψυχή, ώρα με την ώρα, μέρα τη μέρα. -Μπορεί να φαντάζει πολύ μηχανοποιημένη αυτή η προσέγγιση στο συναισθηματικό άβατο, αλλά δεν είναι παρά αναγκαία λεκτική επικοινωνιακή ενέργεια- . Οι αξίες είναι σαν την ίδια την ελευθερία. Εκτίμηση μου είναι ότι δεν συμφωνούμε μ’ αυτούς που αντιλαμβάνονται τις αξίες σαν ιδεατούς νόμους που υπάρχουν στο ανθρώπινο πνεύμα και ισχύουν γενικά κι απόλυτα. Ούτε με τον Νίτσε που -ετεροκατευθυνόμενος- αντικατέστησε τις ηθικές αξίες του χριστιανισμού με την αξία της δύναμης. Ούτε με τους μηδενιστές που αρνούνται κάθε αξία. Είμαστε πιο κοντά σε εκείνον τον Σαρτρ που υποστήριξε ότι τις αξίες τις δημιουργεί ο άνθρωπος με τη δράση του, ότι δεν υπάρχουν αξίες έξω από την ανθρώπινη φύση που εδρεύουν σε ένα μεταφυσικό χώρο ή καθιερώνονται από το θεό ή άλλες αυθεντίες. Είμαστε πιο κοντά στην άποψη του αξιολογικού σχετικισμού που θεωρεί ότι οι αξίες δεν είναι αμετάβλητες, ότι εξελίσσονται από εποχή σε εποχή, από λαό σε λαό και αλλάζουν μαζί με τις ιστορικές και κοινωνικές συνθήκες. Εκτιμώ όμως ότι τίποτα από τα παραπάνω δεν μας εκφράζει επί της ουσίας όσον αφορά τις αξίες. Γνωρίζουμε από την κλασσική διαλεκτική, ότι στον αγώνα του ανθρώπινου πνεύματος να κατακτήσει την ελευθερία του, απαραίτητη λογική προϋπόθεση ήταν η ίδια η συνείδηση της ελευθερίας. Η ίδια η διαδικασία συνειδητοποίησης της ελευθερίας διαμόρφωσε και το ιστορικό περιεχόμενο της σαν αξία. Όσο ιδεαλισμό εναποθέτουμε στην ελευθερία σαν προσωπική και κοινωνική αξία, άλλο τόσο ιδεαλισμό πρέπει να προϋποθέτουμε και στις υπόλοιπες αξίες (που στην ουσία απορρέουν από την ελευθερία). Θεωρούμε εν τέλει, ότι οι αξίες είναι αναμφισβήτητα σημεία αναφοράς πάνω στα οποία μπορεί να εγκαλείται κάθε ανθρώπινη πράξη, είναι ιστορικές κατακτήσεις του Διαφωτισμού με οικουμενικές αναφορές, που έχουν πια ανεπιστρεπτί προσδιορίσει μια ποιότητα κοινωνικής δικαιοσύνης και έχουν οριοθετήσει σε ενοχικά πλαίσια την ανθρώπινη αδικία. Η αυθεντική, ανιδιοτελής και «λυσσαλέα» αποδοχή αυτών των αξιών, που επιβλήθηκαν με τους αγώνες των αβράκωτων και των απόκληρων καταπιεσμένων στην ιστορική διαλεκτική, και που με κυριαρχικές αντιφάσεις αφομοιώθηκαν και εφαρμόζονται, είναι που μας έφερε κοντά. Μοναδικός μας κριτής είναι η ίδια μας η ελεύθερη κίνηση να υπάρξουμε στο κάθε εργαστήρι της ελευθερίας και κανένας άλλος. Έχουμε διαπιστώσει ότι η κριτική που μας ασκούν οι άλλοι σ’ αυτό το πεδίο των συνειδητών μας επιλογών, σχεδόν καθολικά δεν είναι παρά πράγματα που θα λέγαμε κι εμείς για μας ή πράγματα που θα μπορούσαμε εμείς να πούμε στους άλλους ή στον εαυτό μας. Κανείς μας δεν είναι αλώβητος. Κανείς. Αμείλικτοι στη σύγκρουση με τους εχθρούς της ελευθερίας, αλλά και οδυνηρά δεκτικοί μέχρι την κατανόηση των συμπεριφορών στις γραμμές μας. Τα λάθη αλλάζουν πρόσωπα και ποιότητες, άλλες φορές είναι επίμονα λάθη των ίδιων προσώπων ή των ίδιων ποιοτήτων, άλλες φορές ανακυκλώνονται και ξεπερνιούνται αργά. Οι αξίες, οι γεννήτριες του επαναστατημένου συνειδητού ασφυκτιούν μέσα μας πολλές φορές για ένα διέξοδο, κι άλλες φορές εκρήγνυνται κατακτώντας με ευκολία τα πεδία που σε άλλες στιγμές είναι άβατα, άλλες φορές μας πλημμυρίζουν με γαλήνη και αυτοπεποίθηση. Έχουμε όμως εκτεθεί στην κοινή μας ιστορία. Αυτή η ιστορία δεν έχει ανάγκη ούτε από επικλήσεις ούτε από αγχωτικές επανεπιβεβαιώσεις. Έχει απλώς, στις πιο κρίσιμες στιγμές της, την ανάγκη από την έγκληση της πρωταρχικής ζωντανής ελεύθερης ανάσας της. Αρκεί απλώς να εγκαλέσει καθένας στην μνήμη του τι τον έφερε ανάμεσα στους άλλους. Κανείς κριτής, κανείς δέσμιος, μόνο υπεύθυνες επιλογές. Μόνο ελευθερία -κι όχι ασυδοσία- γεννάει ελευθερία. Το πεδίο αναφοράς στο οποίο εξελίσσεται το επώδυνο διαπροσωπικό και συλλογικό μέρος, η επώδυνη έκθεση, δεν είναι παρά η διευθέτηση της ασυδοσίας, οι ευθύνες για πράξεις που ξεπερνούν, όχι μόνο τις αντίθετες προσωπικές καταθέσεις, αλλά και τα όρια της συλλογικής ανοχής. Σ’ αυτό το πεδίο είμαι σίγουρος ότι κανείς δεν νιώθει «άνετα». Ούτε φυσικά αυτός που εγκαλείται ως υπό του Λόγου (υπόλογος) Του, ούτε αυτοί που, δυστυχώς, εγκαλούνται να πάρουν θέση ή να «κρίνουν» αν προτιμάτε, είναι δυστυχείς (γιατί γνωρίζουν ότι οι ενοχές κρατάνε περισσότερο από τις ανοησίες), γιατί δεν χαίρονται τις απευχόμενες διαδικασίες τέτοιου είδους σε κανένα επίπεδο. Ούτε επί του προσωπικού. Είναι κάτι από τα τρία: ή οι μεγάλοι αμυνόμενοι ή ηλίθιοι εγωμανείς ή αμάσητοι διεστραμμένοι. Μεταξύ μας ρωτάμε ακόμα τι απ’ όλ’ αυτά; Όσον αφορά την συλλογική διαδικασία, μιας σχετικής με το θέμα, «παραγωγής» θέσης, η ιστορία, αλλά και η εμπειρία, έχει δείξει ότι οι συλλογικότητες μας γίνονται –όπως και τους αρμόζει- το πιο «σοφό μέτρο των αξιών». Αυτορυθμίζονται με βάση την ποικιλία των ατομικοτήτων και διευθετούν εν τέλει με άπειρη κατανόηση τα προβλήματα. Αποπνέουν όλο το σεβασμό που έχουν κατακτήσει –από τον προσωπικό αγώνα του καθένα να αντανακλάται και να πραγματώνεται καταρχάς μέσα στην κοινότητα τους, εδώ και τώρα, ένας πολιτισμός ελευθερίας- κι αυτή είναι η ανατρεπτική «ιερότητα» τους. Η δικαιοσύνη επιβάλλεται, με ό,τι αυτό συνεπάγεται: είναι ένα «αναγκαίο κακό». Οι συλλογικότητες, που πραγματώνουν την ελευθερία, εγκλωβίζονται στην αναζήτηση της απαλοιφής του επιθέτου αναγκαίο. Ο εγκλωβισμός της δυναμικής τους, στο να εντοπίσουν την οποιαδήποτε συμπεριφορική εκτροπή με σημείο αναφοράς τις συντροφικές αξίες, πολλές φορές δεν έχει κοινωνικές αντανακλάσεις, περιορίζεται σε μικροκοσμικά πλαίσια και γι’ αυτό το λόγο πρέπει να εγκαλείται σε τέτοιου τύπου διαδικασίες, αφού έχει κορεστεί κάθε άλλος τρόπος διαπροσωπικής διευθέτησης. Όσον αφορά αυτή την ίδια την διαπροσωπική διευθέτηση, δεν μπορεί να γίνει συγκεκριμένη χωρίς να εκπέσει σε ψυχολογισμό. Με επίγνωση των δομικών ελλείψεων αυτού του κειμένου, τίθενται συγκεκριμένες ερωτήσεις και απαντήσεις στο συγκεκριμένο ζήτημα που πραγματεύεται.
Leave a Reply