Ναυάγιο “Χειμάρρα”: στην εξορία του βυθού

ΑΝΑΡΤΗΘΗΚΕ: 20/01/2016
Σχολιασμοί

Το «Χειμάρρα», είχε ναυπηγηθεί στη Γερμανία το 1905 και είχε παραχωρηθεί το 1946 – ήδη 41 ετών- στην Ελλάδα, ως μέρος των πολεμικών αποζημιώσεων. Απέπλευσε στις 8:30 το πρωί της 18ης Ιανουαρίου 1947, από τη Θεσσαλονίκη για τον Πειραιά, με 544 επιβάτες και 86 άνδρες πλήρωμα.

Στις 4:10 τα ξημερώματα της 19ης Ιανουαρίου έπλεε στον Νότιο Ευβοϊκό προσέκρουσε λόγω της πυκνής ομίχλης στις βραχονησίδες Βερδούγια, μεταξύ Νέων Στύρων και Αγίας Μαρίνας.

Τα πραγματικά αίτια του ναυαγίου παραμένουν αδιευκρίνιστα. Πληροφορίες της εποχής ανέφεραν ότι το πλοίο ενδεχομένως προσέκρουσε σε νάρκη που είχε αποκολληθεί από τα παρακείμενα ναρκοπέδια. Καταδυτική ομάδα, πολύ αργότερα, το 1999, ανακάλυψε το ναυάγιο σε βάθος 35 μέτρων. Από τα στοιχεία που προέκυψαν η έκρηξη νάρκης θεωρείται η πιθανότερη εκδοχή σήμερα.

Η σφοδρή πρόσκρουση προκάλεσε εισροή υδάτων και σοβαρό πρόβλημα στο πηδάλιο του πλοίου, με αποτέλεσμα να παραμείνει ακυβέρνητο. Το πλήρωμα του Χειμάρρα δεν φρόντισε να διατηρήσει την τάξη κατά την εγκατάλειψη του σκάφους, που έγινε τελείως ανεξέλεγκτα.
Αν και το επιβατηγό βυθίστηκε μιάμιση ώρα αργότερα και σε απόσταση μόλις ενός μιλίου από την Αγία Μαρίνα, ο πανικός που επικράτησε κατά την εγκατάλειψη του πλοίου, το φοβερό ψύχος και τα ισχυρά θαλάσσια ρεύματα της περιοχής, είχαν ως αποτέλεσμα να χάσουν τη ζωή τους τουλάχιστον 383 άνθρωποι.

Μεταξύ των επιβατών 39 εξόριστοι κομμουνιστές που μεταφέρονται σιδηροδέσμιοι στους τόπους εξορίας. Οι ανθρωποφύλακες τους έχουν δεμένους στο αμπάρι με χειροπέδες για να μην «αποδράσουν» καταμεσής του πελάγους. 29 από αυτούς βρίσκουν το θάνατο χωρίς να έχουν καμία δυνατότητα αντίδρασης. 10 από αυτούς καταφέρνουν να απελευθερωθούν και αγωνίζονται σώζοντας κι άλλους συνανθρώπους επιβάτες του μοιραίου ταξιδιού. Όταν επιστρέφουν στο Πειραιά τους επιβιβάζουν σε άλλα καράβια και τους οδηγούν στους τόπους εξορίας.

Στο πλοίο επιβαίνουν 200 περίπου χωροφύλακες και στρατιώτες μέρος και της φρουράς των κρατουμένων. Από τις ανακρίσεις προκύπτει ότι οι χωροφύλακες – δεν πειθάρχησαν στις διαταγές του πλοιάρχου για την εκκένωση του πλοίου και κατέλαβαν πρώτοι τις ναυαγοσωστικές λέμβους, αφήνοντας αβοήθητους εκατοντάδες ανήμπορους επιβάτες, γυναίκες και παιδιά.

Κάποιες μαρτυρίες λένε για την οργισμένη παρέμβαση του Πλοιάρχου στους χωροφύλακες προκειμένου να απελευθερώσουν τους κρατούμενους στη διάρκεια του ταξιδιού. Κάποιοι ενδεχομένως απελευθερώθηκαν. Κάποιοι όχι. Έτσι κι αλλιώς πολλές πληροφορίες θάφτηκαν μαζί με αυτούς που θα μπορούσαν αν παρέχουν. Η βία και η τρομοκρατία της εποχής είναι γνωστές.

Όπως σημειώνει σε αναφορά που υπογράφει ο Απ. Νικολάου στον “Ριζοσπάστη”, ένας από τους επιζήσαντες του ναυαγίου, ο Αλέκος Ξυλάκης, που μεταφερόταν μαζί με τους υπόλοιπους συντρόφους του στην εξορία, θυμάται:
«Επιβιβαστήκαμε στο «Χειμάρρα» στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης κατά τις 7 το πρωί. Τα προβλήματα άρχισαν μόλις το πλοίο βγήκε από τον Θερμαϊκό. Έπαθε βλάβη και για κάποιο χρονικό διάστημα ήμασταν ακυβέρνητοι.
Στη 1 τα ξημερώματα της Κυριακής φθάσαμε στη Χαλκίδα και σε λίγο το «Χειμάρρα» απέπλευσε. Μετά από λίγες ώρες το πλοίο συγκλονίστηκε από μια τρομερή έκρηξη. Επακολούθησε πανικός. Δε λειτουργούσε τίποτε. Επικράτησε απόλυτο σκοτάδι. Το «Χειμάρρα» ήταν ακυβέρνητο. Όλοι οι πολιτικοί εξόριστοι είχαμε συγκεντρωθεί στο κατάστρωμα. Ένας σύντροφός μου, ο Αριστείδης, είχε μία λάμπα θυέλλης και την άναψε. Ο Παναγιώτης ο Τάρπογλου έρχεται και μας λέει ότι τα αμπάρια γεμίσανε νερό. Από ένα κιβώτιο παίρνουμε σωσίβια. Βγάζω τα ρούχα μου, το φοράω και ζητάω από τους άλλους συγκρατούμενούς μου να κάνουν το ίδιο.
Το καράβι απότομα γέρνει αριστερά και αρχίζει να βυθίζεται. Ανέβηκα στην κουπαστή και έπεσα στη θάλασσα. Στο μεταξύ πολλές ναυαγοσωστικές βάρκες άρχισαν να αναποδογυρίζουν γιατί ήταν υπερφορτωμένες. Οι στιγμές ήταν εφιαλτικές. Από όλα τα σημεία ακούγονταν σπαρακτικές κραυγές βοήθειας. Κολυμπώ μερικά μέτρα και βλέπω τη λάμπα να τρεμοσβήνει και ακριβώς την ώρα εκείνη το πλοίο να χάνεται. Καθώς κολυμπούσα προς την ακτή ένιωθα κάθε λίγο τα σώματα των πνιγμένων που ανέβαιναν στην επιφάνεια του νερού. Μετά από ώρες έφθασα στην ακτή. Στις δέκα το πρωί πέρασε ένα καΐκι και όπως οι ναυτικοί με είδαν να στέκομαι γυμνός στην ακτή, ήρθαν κοντά μου.
Τους οχτώ πολιτικούς εξόριστους γρήγορα η Ασφάλεια τους εντόπισε. Οδηγήθηκαν εκ νέου σε εξορίες και φυλακές. Δύο κατάφεραν να ξεφύγουν. Ο Σ. Κοντοστάθης και ο Αλ. Ξυλάκης, οι οποίοι γρήγορα ήρθαν σε επαφή με το Κόμμα στην Αθήνα. Έμειναν ελεύθεροι μέχρι τον Αύγουστο του 1947.
Η αφήγηση του Αλ. Ξυλάκη συνεχίζεται σε αφιέρωμα του «Κόκκινου Φάκελλου»: «Μία μέρα του Αυγούστου πήγαμε επίσκεψη με τον Κοντοστάθη σ’ ένα συγγενικό του σπίτι στον Αγ. Μελέτιο. Εκεί μας έκαναν το τραπέζι. Κάποιος όμως με παρατηρούσε από πάνω ως κάτω. Με τι όρεξη να φας μετά από αυτό. Τους ευχαριστήσαμε και φύγαμε. Στο δρόμο λέω στο σύντροφο μου: «Στάθη, κάτι δε μ’ άρεσε σ’ αυτόν τον άνθρωπο. Φοβάμαι ότι πέσαμε σε χαφιέ». Σύχναζα τότε σ’ ένα φαρμακείο στην οδό Αιόλου 101. Βλέπω σε μια στιγμή τον άνθρωπο που είχαμε συναντήσει στο συγγενικό σπίτι του Κοντοστάθη να περνάει μπροστά από το μαγαζί. Σε δύο λεπτά και πριν προλάβω να αντιδράσω με ακινητοποιεί με το πιστόλι του».
«Είκοσι μέρες με είχαν στην απομόνωση, συνεχίζει ο Αλ. Ξυλάκης. Σε δέρνουμε μου έλεγαν, γιατί δεν πνίγηκες. Ακολούθησαν 12 χρόνια εξορίας και φυλακής. Πνίγηκαν κοντά 400 άνθρωποι. Οι οικογένειες των τραγικών θυμάτων δεν πήραν καμιά αποζημίωση”.

Ο εμφύλιος πόλεμος δεν εξελισσόταν μόνο στα μέτωπα των συγκρούσεων αλλά και σε μοριακές καταστάσεις ιδιαίτερα όταν αυτές έπαιρναν οριακή μορφή. Ένας εμφύλιος πόλεμος με κοινωνικά και ταξικά χαρακτηριστικά δεν μπορεί παρά να ενέχει και χαρακτηριστικά ενός “πόλεμου πολιτισμών” και στο προκείμενο -σε αδρές γραμμές και σύμφωνα με στοιχεία που δεν έχουν διαψευστεί- έχουμε χωροφύλακες που παίρνουν τις βάρκες για να σώσουν εαυτούς και διωκόμενους που προσπαθούν να σώσουν άλλους ναυαγούς. Ένα μήνυμα σε αδρές γραμμές πάντα…

Ξεναγοί του Μέλλοντος

xeimara+greek+colors

ir

rwefacs

xeimara-3