Περιμένοντας πως θα συνηθίσει, το μόνο που συνήθισε τελικά ήταν να περιμένει.
Να περιμένει τι ακριβώς; Ούτε κι η ίδια ήξερε να σου πει. Μπορεί το καράβι για Πειραιά, μπορεί το αεροπλάνο για Καζαμπλάνκα ίσως και το θαύμα του Μανταμάδου όπου η μάνα της είχε αφήσει, εκεί μπροστά στο αγιοφορο εικόνισμα του Αρχάγγελου ένα ασημένιο φαλλό- ειδική παραγγελία σ’ έναν πρώην μαυραγορίτη χρυσοχόο της Μυτιλήνης.
Κι έτσι, τα χρόνια κυλούσαν στις ράγες της αναμονής. Της αναμονής του επόμενου χρόνου, της αναμονής της σειράς για το ΙΚΑ ή της αναμονής στην αίθουσα των επειγόντων του ψυχιατρείου όπου κατέφευγε, σαν πληγωμένο αγρίμι, μετά από κάθε επεισόδιο με κείνες τις κουφάλες που έμαθαν μια ζωή να δροσιζουν το χαμένο ανδρισμό τους στα σταυρωμένα δάκρυα καθε αδύναμου και κάθε διαφορετικού.
Όπως εκείνο το μεσημέρι του Απρίλη -Πασχα πρέπει να ήταν κι ετοίμαζαν στους μαχαλάδες τα πιτσιρίκια τις λαμπριατικες σαιτιες- όταν τρομαγμένο πουλί, παγώνι στολισμένο μα και τρεμάμενο, έτρεξε για να γλιτώσει από τις γροθιές του Στρατή, εκείνου του ξερακιανου σπυριαρη γιού του δημάρχου με τα μικρά μάτια και τη μεγάλη πέτρα στο σημείο της καρδιάς.
“Ίσα και σε πρόλαβα παλιοπουστα! Γαμημενε! Που θα ντροπιάσεις το χωριό μου με τις λινατσες που φοράς για ρούχα! Ίσα και σε πρόλαβα!”.
Έτρεξε όσο γρήγορα μπορούσε με τα ατσαλα τακούνια της ως τη Μονή της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού εκείνη τη λιθόκτιστη παλιά εκκλησιά που οι γιαγιάδες έλεγαν ότι κάθε βράδυ γκρεμίζουνταν και κάθε πρωί “η Χάρις του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού” την ξαναχτιζε.
Όμως ο ηγούμενος, ο πατέρας Ανεστιος, ένας καλοθρεμμενος γέρος κοντά στα 80 που στην πρώτη του νεότητα ειχε πολεμήσει εθελοντής στο μέτωπο της Κορέας, έφραξε στη Δήμητρα το δρόμο για την λυτρωτική καταφυγή ότι «Ουκ έσται σκεύη ανδρός επί γυναικί ουδέ μη ενδύσηται ανήρ στολήν γυναικείαν».
Κι αν δεν ήταν ο τρελοαντρεας, ο επονομαζόμενος και τσαφ-τσουφ (γιατί στην ερώτηση “πώς πας, Ανδρέα;” απαντούσε σταθερά “σαν τρένο”) να την περιμαζέψει καθώς πήγαινε για τα μηνιατικα φάρμακα του, κύριος οίδε, που λένε, τι θα είχε συμβεί.
Τα είχε θυμηθεί για ακόμα μία φορά όλα αυτά, απόγευμα του Απρίλη -παλι Πάσχα ήταν γιατί κάπως τυχαίνει και κάθε φορά που κάποια ψυχή σταυρώνεται, όπου γης, Πάσχα πάντα είναι- στο κεφαλόσκαλο των βραχέων περιστατικών καπνίζοντας ένα βαρύ μπαρούτι, σαν παραγεμισμένο αυτοσχέδιο βεγγαλικό που θα τρόμαζε το Μέγα Σάββα τα πετεινά του ουρανού και όσες ζωές δεν είχαν ανθρώπινο λογικό.
“Τι ήταν η ζωή μου; Μια διαρκής προσπάθεια να πετάξω μακρυά από τα κλουβιά της κωλοηθικης τους, περα από τη γραμμή του ορίζοντα που βλέπει ακόμα και το μάτι τού τραμπούκου.
Σε άλλες πολιτείες, μαγικές και μαγεμένες απ’ το λάγνο χορό του λευτερου ανθρώπου που κάνει έρωτα για να συναντηθεί κι όχι για να επιβεβαιωθεί. Που δε βλέπει τον άλλο μόνο σαν καθρέφτη αλλά και σαν είδωλο που αξίζει να λατρευθει γιατί είναι μοναδικός και μόνος του ανυπεράσπιστος.
Τι ήταν η ζωή μου; Ένας τρόμος κι ένας φόβος από εκρήξεις στον ουρανό των ματιών μου.
Τώρα φεύγω. Χάνομαι στα θάμνα και στα δέντρα γιατί δεν είμαι πουλί εγώ. Ποτέ δεν έγινα πουλί.Εγω, κατε, είμαι σκίουρος και αρουρι, είμαι αλεπού που τη νόμιζαν πονηρή αλλά της κλέψαν το τομάρι. Φεύγω.”
Έξω στην Ιερά οδό, κάποιοι αρχαίοι προσκυνητές της Θεάς Δήμητρας βάδιζαν με τα τσιγκινα καροτσια τους για την Ελευσίνα
Μήτσος Ζαρκάδας
*καλή γαλήνη σύντροφε Μήτσο…
Leave a Reply