Η σημασία του παιχνιδιού

«Η σημασία του παιχνιδιού πήρε καινούργια χροιά από τότε που άρχισα να εξετάζω το θέμα των μεταβατικών φαινομένων, ανιχνεύοντάς τα σε όλες τις λεπτές εξελίξεις τους, από την πρώιμη χρήση ενός μεταβατικού αντικειμένου ή τεχνικής έως τα έσχατα στάδια της ικανότητας του ανθρώπινου πλάσματος για πολιτισμική εμπειρία. […]

Το παιχνίδι είναι εκείνο που είναι καθολικό και που ανήκει στην υγεία. […] Είναι φοβερά συναρπαστικό και διεγερτικό, όχι (ας το κατανοήσουμε!) κυρίως επειδή συμμετέχουν σε αυτό τα ένστικτα. Το ιδιαίτερο στοιχείο του παιχνιδιού είναι πάντοτε η αβεβαιότητα που έχει να κάνει με την αλληλενέργεια της ατομικής-υποκειμενικής ψυχικής πραγματικότητας και της εμπειρίας της αντίληψης και του ελέγχου πραγματικών αντικειμένων (της υπάρχουσας ή κοινής πραγματικότητας). Αυτή είναι η αβεβαιότητα της ίδιας της μαγείας, της μαγείας που εμφανίζεται στην οικειότητα μιας σχέσης η οποία διαπιστώνεται πως είναι αξιόπιστη. […]
Για να συλλάβουμε την ιδέα του παίζειν, είναι χρήσιμο να σκεφτούμε την απασχόληση που χαρακτηρίζει το παίξιμο ενός μικρού παιδιού. Το περιεχόμενο δεν ενδιαφέρει. Αυτό που ενδιαφέρει, είναι η κατάσταση της σχεδόν απόσυρσης, που συγγενεύει με τη συγκέντρωση των μεγαλύτερων παιδιών και των ενηλίκων. Το παιδί που παίζει κατέχει ένα χώρο, τον οποίο δεν μπορεί εύκολα να εγκαταλείψει, ούτε και μπορεί εύκολα να δεχτεί εισβολές σε αυτόν. Αυτή η περιοχή του παιχνιδιού δεν είναι εσωτερική ψυχική πραγματικότητα αλλά ούτε και εξωτερικός κόσμος. […]

Εδώ είναι χτισμένο το σύνολο της βιωματικής ύπαρξης του ανθρώπου: Δεν είμαστε πλέον ούτε εσωστρεφείς, ούτε εξωστρεφείς. Βιώνουμε τη ζωή στην περιοχή των μεταβατικών φαινομένων, στη συναρπαστική πρόσμιξη υποκειμενικότητας και αντικειμενικής παρατήρησης, και στην ενδιάμεση περιοχή ανάμεσα στην εσωτερική πραγματικότητα του ατόμου και την κοινή πραγματικότητα του κόσμου, που για το άτομο είναι εξωτερική. […]

Το σπουδαίο στοιχείο του παιχνιδιού είναι ότι στο παίξιμο, και ίσως μόνο σε αυτό, το παιδί ή ο ενήλικος είναι ελεύθερος να είναι δημιουργικός και να χρησιμοποιεί όλη του την προσωπικότητα∙ και το άτομο ανακαλύπτει τον εαυτό του, μόνον όταν είναι δημιουργικό. Άμεσα συνδεδεμένο με αυτό, είναι και το γεγονός ότι μόνο στο παίξιμο είναι δυνατή η επικοινωνία. […]

Αυτό σημαίνει ότι έχουμε ακόμα να εξετάσουμε το ερώτημα, τι είναι η ζωή. Οι ψυχωτικοί ασθενείς μας μάς πιέζουν να προσέξουμε αυτό το βασικό πρόβλημα. Βλέπουμε λοιπόν, ότι αυτό που κάνει ένα βρέφος ν’ αρχίζει να είναι, να νιώθει ότι η ζωή είναι πραγματική, να βρίσκει ότι η ζωή είναι άξια να τη ζήσει, δεν είναι η ικανοποίηση των ενστίκτων του. […] Ο εαυτός πρέπει να προηγηθεί της χρήσης του εαυτού από το ένστικτο. Ο καβαλάρης πρέπει να οδηγήσει το άλογο και όχι εκείνο να τον πάει όπου θέλει. Όταν κάποιος μιλάει για έναν άνθρωπο, μιλάει γι’ αυτόν μαζί με το σύνολο των πολιτισμικών εμπειριών του. Το σύνολο σχηματίζει τη μονάδα. […]

Ο χώρος όπου τοποθετείται η πολιτισμική εμπειρία βρίσκεται στο δυνητικό διάστημα ανάμεσα στο άτομο και το περιβάλλον (αρχικά, το αντικείμενο). Το ίδιο μπορεί να ειπωθεί για το παίξιμο. Η πολιτισμική εμπειρία αρχίσει με τη δημιουργική ζωή, η οποία πρωτοεκδηλώνεται στο παιχνίδι.  […]

Έχουμε χρησιμοποιήσεις τις έννοιες εσωτερικό και εξωτερικό, και χρειαζόμαστε μια τρίτη. Πού είμαστε όταν κάνουμε ό,τι πραγματικά κάνουμε όταν απολαμβάνουμε; Μπορεί να μας βοηθήσει θετικά εδώ η εξέταση της πιθανής ύπαρξης τόπου ζωής, που δεν περιγράφεται ακριβώς ούτε από τον όρο ‘εσωτερικό’, ούτε από τον όρο ‘εξωτερικό’; […]

Κοιτάζοντας πρώτα την εξωτερική πραγματικότητα και την επαφή του ατόμου με αυτήν από την άποψη της σχέσης του με αντικείμενα και της χρήσης αντικειμένων, βλέπουμε πως η εξωτερική πραγματικότητα είναι καθεαυτή σταθερή. Επιπλέον, ο ενστικτικός εφοδιασμός, που παρέχει το στήριγμα για τη σχέση με αντικείμενα και τη χρήση τους, είναι και αυτός σταθερός για το άτομο, αν και ποικίλλει ανάλογα με τη φάση, την ηλικία και την ελευθερία του να χρησιμοποιεί τις ενστικτικές ορμές. Εδώ είμαστε πολύ λίγο ελεύθεροι. […]

Αν πάλι κοιτάξουμε την εσωτερική ψυχική πραγματικότητα κάθε ατόμου στο μέτρο που έχει αποκτηθεί ένας βαθμός ωριμότητας, ο οποίος συνεπάγεται την εδραίωση ενός ενιαίου εαυτού, βλέπουμε και πάλι μια σταθερότητα, που ανάγεται στην κληρονομιά, την οργάνωση της προσωπικότητας, τους περιβαλλοντικούς παράγοντες που έχουν ενδοβληθεί και στους προσωπικούς παράγοντες που έχουν προβληθεί.

Σε αντίθεση με αυτές, θεωρώ ότι η περιοχή που είναι διαθέσιμη για χειρισμό από την άποψη ενός τρίτου τόπου/τρόπου ζωής −όπου υπάρχει πολιτισμική εμπειρία ή δημιουργικό παίξιμο−, είναι η εξαιρετικά μεταβλητή περιοχή μεταξύ των ατόμων∙ κι αυτό επειδή αυτή η τρίτη περιοχή είναι προϊόν της εμπειρίας του ατόμου στο περιβάλλον που του έχει παρασχεθεί. Εδώ, υπάρχει ένα είδος μεταβλητότητας, η οποία είναι ποιοτικά διαφορετική από τις μεταβλητότητες που ανάγονται στο φαινόμενο της εσωτερικής ψυχικής πραγματικότητας και της εξωτερικής ή κοινής πραγματικότητας.
Η έκταση αυτής της τρίτης περιοχής μπορεί να είναι ελάχιστη ή μέγιστη, ανάλογα με το άθροισμα των πραγματικών εμπειριών, καθώς το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό αυτού του τόπου, στον οποίον έχουν θέση το παιχνίδι και η πολιτισμική εμπειρία, είναι το ότι στηρίζει την ύπαρξή του σε εμπειρίες ζωής και όχι σε κληρονομημένες τάσεις.»

Donald Winnicott, Playing and Reality (1971)
Το παιδί, το παιχνίδι και η πραγματικότητα
(εκδ. Καστανιώτης, 1979)


by

Tags:

Comments

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *