Η Καταστασιακή Διεθνής (Μέρος 1ο): Η αθλιότητα της φονξιοναλιστικής πολεοδομίας και αρχιτεκτονικής

Το κείμενο που ακολουθεί δημοσιεύτηκε στο 4ο τεύχος του περιοδικού Carex Flacca της κατάληψης Σινιάλο τον Δεκέμβρη του 2015.

Το κλείσιμο της σχολής του Μπάουχαους1 από τους Ναζί το 1933 αντανακλά τη διάσταση ανάμεσα σε δύο γενικές αρχιτεκτονικές αντιλήψεις που διαμορφώνονται, συγκρούονται και ενίοτε διασταυρώνονται κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου. Από τη μια πλευρά, τα αναδυόμενα ολοκληρωτικά καθεστώτα της Ευρώπης επιχειρούν να εδραιώσουν μια “αρχιτεκτονική της ανάμνησης” που έχει έκδηλες αναφορές στο παρελθόν και ενσαρκώνεται τόσο στη φασιστική αρχιτεκτονική (ως ιδιότυπο συνδυασμό ρασιοναλισμού και ιστορικισμού) όσο και στον ναζιστικό και σταλινικό νεοκλασικισμό. Το συγκεκριμένο αρχιτεκτονικό ιδίωμα χαρακτηρίζεται από τα γιγαντιαίων διαστάσεων κυβερνητικά ή άλλα δημόσια κτίρια (που συμβολίζουν την αυταρχική κρατική εξουσία) και τη μνημειακότητα που επιδιώκεται με την τυφλή μίμηση και τον εκλεκτικό δανεισμό καθιερωμένων μορφών από το ιστορικό παρελθόν (την αρχαία Ελλάδα, τη Ρώμη και την Αναγέννηση στην περίπτωση του φασισμού και του ναζισμού ή την εθνική παράδοση στην περίπτωση του σταλινισμού). Από την άλλη πλευρά, οι αρχές της “μοντέρνας αρχιτεκτονικής” διατυπώνονται την ίδια περίοδο από ένα πλήθος κινημάτων, σχολών και μεμονωμένων αρχιτεκτόνων (όπως ο Λε Κορμπυζιέ, το κίνημα Ντε Στιλ στην Ολλανδία, η σχολή του Μπάουχαους στη Γερμανία, οι κονστρουκτιβιστές και η σχολή ΒΧΟΥΤΕΜΑΣ στη μετεπαναστατική Ρωσία). Οι εκπρόσωποι του μοντέρνου κινήματος πρεσβεύουν τη ρήξη με την κυρίαρχη ιστορικιστική τεχνοτροπία και απορρίπτουν τη χρήση παρωχημένων μορφολογικών προτύπων που δεν εξυπηρετούν τη λειτουργική σκοπιμότητα των δημιουργούμενων κτιρίων. Υποστηρίζουν ότι η εξωτερική όψη πρέπει να προσαρμόζεται στις λειτουργικές απαιτήσεις των κατασκευών, σύμφωνα με το δόγμα ότι “η μορφή ακολουθεί τη λειτουργία”. Προκρίνουν την απλότητα και την “ειλικρίνεια” στην κατασκευαστική έκφραση με την άρνηση κάθε περιττής διακόσμησης. Παράλληλα, οι φονξιοναλιστές (λειτουργιστές) αρχιτέκτονες εφαρμόζουν τις τεχνολογικές καινοτομίες της 2ης Βιομηχανικής Επανάστασης – ιδίως τις Τεϊλορικές αρχές “επιστημονικής διοίκησης” και τη Φορντική αλυσίδα συναρμολόγησης – με σκοπό την οικονομικά ορθολογική χρήση των υλικών, δηλαδή την ελαχιστοποίηση του κόστους κατασκευής. Προτείνουν την τυποποίηση της οικοδομικής παραγωγής και την προσαρμογή του αρχιτεκτονικού έργου σε μια μηχανική αισθητική, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την “κατοικία-μηχανή” (machine à habiter) που εισηγείται ο Λε Κορμπυζιέ [1]. Στο επίπεδο της πολεοδομίας, το 4ο  Διεθνές Συνέδριο Μοντέρνας Αρχιτεκτονικής (Congrès International d’Architecture Moderne – CIAM) καταλήγει το 1933 στη σύνταξη της “Χάρτας των Αθηνών”, όπου συστηματοποιούνται οι οργανωτικές αρχές της “λειτουργικής πόλης” με άξονα τον διαχωρισμό της σε ζώνες κατοικίας-εργασίας-αναψυχής-κυκλοφορίας και με διακηρυγμένο στόχο την ικανοποίηση ενός προκαθορισμένου συνόλου “βασικών ανθρώπινων αναγκών” (ήλιος, φως, αέρας, πράσινο κ.λπ.).2

Το ξέσπασμα της Μεγάλης Ύφεσης σε συνδυασμό με την άνοδο του φασισμού, του ναζισμού και του σταλινισμού αναστέλλουν την ευρεία εφαρμογή των αρχών της μοντέρνας αρχιτεκτονικής στη μεσοπολεμική Ευρώπη και αναγκάζουν πολλούς εκπροσώπους του μοντέρνου κινήματος να καταφύγουν στις ΗΠΑ, όπου διαδίδουν τις ιδέες τους στα πανεπιστήμια (Χάρβαρντ, ΜΙΤ, ΙΙΤ κ.α.) και βρίσκουν την ευκαιρία να τις υλοποιήσουν στις Αμερικανικές μεγαλουπόλεις. Μετά τη νίκη των Συμμάχων στον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο, η μοντέρνα αρχιτεκτονική επιστρέφει θριαμβευτικά στην Ευρώπη και οι αρχές της εφαρμόζονται ευρέως για την ανοικοδόμηση των καταστραμμένων πόλεων του Δυτικού καπιταλιστικού κόσμου. Το μοντέρνο Διεθνές Στιλ μετατρέπεται σε ένα καινούριο αρχιτεκτονικό κατεστημένο και ενσωματώνεται πλήρως στο Φορντικό-Κεϊνσιανό μοντέλο της μαζικής παραγωγής και κατανάλωσης. Τα περισσότερα παλιά κτίρια των αστικών κέντρων κατεδαφίζονται και αντικαθίστανται από απρόσωπες, τυποποιημένες πολυκατοικίες και γραφεία στο πλαίσιο μιας ανάπλασης που γιγαντώνει ανεξέλεγκτα τις πόλεις, υπηρετώντας τις ανάγκες της εμπορευματικής οικοδομικής παραγωγής για ολοένα μεγαλύτερη κερδοφορία και ποσοτική μεγέθυνση. Οι ψυχολογικές και συναισθηματικές ανάγκες των ατόμων παραβλέπονται προς όφελος ενός μονοδιάστατου φονξιοναλισμού που πιστεύει εσφαλμένα ότι η κατασκευαστική συνέπεια και η στενά ορισμένη λειτουργική χρησιμότητα οδηγούν αυτομάτως στην εκπλήρωση των αισθητικών απαιτήσεων της μορφής. Η ανιαρή επανάληψη πανομοιότυπων κτιριακών κατασκευών δημιουργεί ένα μορφολογικό αδιέξοδο και καταλήγει σε έναν νέο φορμαλισμό που επιχειρείται αμήχανα να αντιμετωπιστεί με την επαναφορά αφελών διακοσμήσεων και νεοκλασικών μοτίβων. Οι χυδαίοι συμβιβασμοί με τις απαιτήσεις της αγοράς αποτυπώνονται με χαρακτηριστικό τρόπο στα αρχιτεκτονικά έργα και στα οικιστικά συγκροτήματα που σχεδιάζονται από την εταιρεία TAC του Γκρόπιους, όπως ο ουρανοξύστης-έδρα της αεροπορικής εταιρείας Pan American (1960-63) που ψηφίστηκε το 1987 από τους κατοίκους της Νέας Υόρκης ως το πιο μισητό κτίριο της πόλης. Η γενική παρακμή της μεταπολεμικής μοντέρνας αρχιτεκτονικής αντικατοπτρίζεται, εξάλλου, στις τάσεις φυγής από την αστική πραγματικότητα και στην ανορθολογική-μυστικιστική στροφή του Λε Κορμπυζιέ που φτάνει μέχρι το σημείο να αναλάβει το σχεδιασμό θρησκευτικών κτιρίων, όπως το παρεκκλήσι της Παναγίας της Κορυφής (Notre-Dame-du-Haut) στην πόλη Ρονσάμ της Γαλλίας (1953-55).

O ουρανοξύστης-έδρα της εταιρείας Pan American

notre-damΤο παρεκκλήσι της Παναγίας της Κορυφής

Στο 8ο Διεθνές Συνέδριο Μοντέρνας Αρχιτεκτονικής (CIAM VIII, 1951), αρκετοί νέοι αρχιτέκτονες ασκούν κριτική στις μορφολογικές αντινομίες του μοντέρνου κινήματος, στους αγοραίους συμβιβασμούς αλλά και στην ίδια τη “Χάρτα των Αθηνών” ως υπόδειγμα πολεοδομικής οργάνωσης. Η αντιπαράθεση με την “παλιά φρουρά” συνεχίζεται στο 9ο Συνέδριο (1953) και εντείνεται τα επόμενα χρόνια, καταλήγοντας στο σχίσμα του 10ου Συνεδρίου (CIAM X, 1956) και στη δημιουργία της Ομάδας 10 (Team X) όπου συμμετέχουν αρχιτέκτονες όπως οι Άλντο Βαν Έικ, Γιάκομπ Μπάκεμα, Γιώργος Κανδύλης, Άλισον και Πίτερ Σμίθσον, Τζιανκάρλο ντε Κάρλο κ.ά. Το σχίσμα πυροδοτεί ένα πλήθος θεωρητικών διακηρύξεων και οδηγεί στη διαμόρφωση νέων αρχιτεκτονικών ιδιωμάτων που ακολουθούν διάφορες κατευθύνσεις. Οι εισηγητές του Νέου Μπρουταλισμού (Άλισον και Πίτερ Σμίθσον, Ρέινερ Μπάναμ) χρησιμοποιούν ευρέως το εμφανές ακατέργαστο (brut) σκυρόδεμα απαιτώντας την επιστροφή στις αρχές του φονξιοναλισμού, την απλότητα της μορφής και την κατασκευαστική ειλικρίνεια των οικοδομικών υλικών. Οι στρουκτουραλιστές ή δομικιστές (Άλντο Βαν Έικ, Λούις Καν κ.ά.) – με τους οποίους θα ασχοληθούμε εκτενώς σε επόμενο τεύχος – εστιάζουν στο σημασιολογικό περιεχόμενο της μορφής και βασίζονται σε μια οντολογία της αρχιτεκτονικής δομής που αντλεί ερεθίσματα από την αρχετυπική οικιστική διάρθρωση ιστορικών ή πρωτόγονων κοινωνιών. Την ίδια περίοδο, ωστόσο, μια ριζοσπαστική και ποιοτικά διαφορετική κριτική της μοντέρνας τέχνης και αρχιτεκτονικής αρθρώνεται από ορισμένες πειραματικές ομάδες που θα ενώσουν τελικά τις δυνάμεις τους για να δημιουργήσουν την Καταστασιακή Διεθνή.

Η Καταστασιακή Διεθνής (ΚΔ) ιδρύεται στις 28 Ιουλίου 1957 κατά την ενοποιητική Συνδιάσκεψη του Κόζιο ντ’ Αρόσα στη Βόρεια Ιταλία, όπου συμμετέχουν εκπρόσωποι του Διεθνούς Κινήματος για ένα Φαντασιακό Μπάουχαους (Άσγκερ Γιορν, Τζουζέπε Πίνοτ- Γκαλίτσο κ.ά.), της Λετριστικής Διεθνούς (Γκυ Ντεμπόρ, Μισέλ Μπερνστάιν) και μιας Ψυχογεωγραφικής Επιτροπής του Λονδίνου (Ραλφ Ράμνεϊ).3 Το ιδρυτικό μανιφέστο της ΚΔ είναι η Έκθεση για την Κατασκευή Καταστάσεων [3] που συντάσσεται τον Ιούνιο του 1957 από τον Γκυ Ντεμπόρ και διακηρύσσει την επιθυμία της ομάδας για την ολόπλευρη απελευθερωτική αλλαγή της κοινωνίας και της ζωής, την κατάργηση των εκμεταλλευτικών σχέσεων και την ποιοτικά ανώτερη οργάνωση του κόσμου. Σύμφωνα με την Έκθεση, η καθυστέρηση αυτής της επαναστατικής ανατροπής – παρά την “ανάπτυξη των σύγχρονων παραγωγικών δυνάμεων” – οφείλεται στην ανεπαρκή δράση του διεθνούς εργατικού κινήματος, η οποία πηγάζει με τη σειρά της από ένα συνδυασμό κατασταλτικών και ρεφορμιστικών τακτικών που εφευρίσκει ο καπιταλισμός. Στο πλαίσιο αυτό, κρίνεται αναγκαία η ανακάλυψη και χρήση καινούριων μέσων δράσης που μπορούν να αναγνωριστούν ευκολότερα στο πεδίο της κουλτούρας αλλά εφαρμόζονται με την προοπτική της αλληλεπίδρασής τους με το σύνολο των απαιτούμενων επαναστατικών αλλαγών.

Η κουλτούρα ορίζεται από την ΚΔ ως η αντανάκλαση και το πρόπλασμα των δυνατοτήτων οργάνωσης της ζωής σε μια συγκεκριμένη κοινωνία και σε μια δεδομένη ιστορική στιγμή. Πέρα από τις επιστημονικές ή παιδαγωγικές πλευρές της, αποτελεί ένα σύμπλεγμα αισθητικής, συναισθημάτων και ηθών μέσω του οποίου εκφράζεται η αντίδραση ενός κοινωνικού συνόλου στον υφιστάμενο τρόπο οργάνωσης της καθημερινής ζωής [3, 4]. Για τον Ντεμπόρ, η βούληση για μια οικουμενική αλλαγή που χαρακτηρίζει τις συλλογικές πρωτοπορίες στον τομέα της κουλτούρας κατά τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα συναρτάται με τη μεγάλη επίθεση του προλεταριακού επαναστατικού κινήματος κατά την ίδια χρονική περίοδο. Κάτω από αυτό το πρίσμα πρέπει να ιδωθεί η ντανταϊστική άρνηση των αστικών αξιών, η ηθική εξέγερση και η απόπειρα μιας εποικοδομητικής δράσης εκ μέρους των σουρεαλιστών ή η αποσπασματική συμβολή του παλιού Μπάουχαους στη ρήξη με τον αντιδραστικό νεοκλασικισμό. Ωστόσο, η ήττα της διεθνούς προλεταριακής επανάστασης – από τη συνδυασμένη δράση του φασισμού, της σοσιαλδημοκρατίας και του μπολσεβικισμού – ακινητοποιεί αυτά τα ρεύματα κουλτούρας και τα υποχρεώνει να υιοθετήσουν μια αμυντική στάση, να παρακμάσουν και να αφομοιωθούν στον κυρίαρχο κόσμο [3, 5]. Πέρα από το κίνημα Νταντά που διαλύεται γρήγορα εξαιτίας της ολοκληρωτικά αρνητικής στάσης του, ο σουρεαλισμός εκπίπτει τελικά στον μυστικισμό λόγω της εσφαλμένης πίστης του στον ανεξάντλητο πλούτο της ασυνείδητης φαντασίας και η φονξιοναλιστική αρχιτεκτονική συνθηκολογεί με την αντίδραση και ενσωματώνεται στην καπιταλιστική κοινωνία. Μετά το τέλος του 2ου Παγκόσμιου Πολέμου, η αποσύνθεση της κουλτούρας στην αστική ζώνη – με επίκεντρο το Παρίσι – εκδηλώνεται με τη συνεχιζόμενη επανάληψη διάφορων υπο-σουρεαλιστικών συρμών, ενώ στη ζώνη του κρατικού καπιταλισμού – που έχει ως καρδιά τη Μόσχα – αποτυπώνεται στο σοσιαλιστικό-ρεαλιστικό “δόγμα Ζντάνωφ”, το οποίο οραματίζεται την αυταρχική παλινόρθωση των νεκρών πολιτιστικών αξιών του παρελθόντος [3].

Η αποσύνθεση των ατομικών τεχνών ερμηνεύεται από τους καταστασιακούς ως αναπόφευκτη συνέπεια της εμφάνισης ανώτερων δυνατοτήτων δράσης σε ολόκληρο τον κόσμο [6]. Αυτό σημαίνει ότι η ΚΔ δεν υπερασπίζεται καμία προσπάθεια ανανέωσης της διαχωρισμένης καλλιτεχνικής δραστηριότητας (π.χ. με τη μορφή της ποίησης ή του μυθιστορήματος) αλλά εισηγείται μια ενιαία και συλλογική δημιουργία ως σύνθεση που ενσωματώνει τέχνες και τεχνικές με σκοπό την ολοκληρωμένη κατασκευή ενός νέου περιβάλλοντος κι ενός νέου τρόπου ζωής, ακολουθώντας και διαδίδοντας καινούριες αξίες [6, 7]. Η αρχιτεκτονική και η πολεοδομία τοποθετούνται, επομένως, στο επίκεντρο της καταστασιακής κριτικής δραστηριότητας επειδή ακριβώς συμβάλλουν στη διαμόρφωση του περιβάλλοντος και στη συνακόλουθη εδραίωση ενός τρόπου ζωής. Για το λόγο αυτό, η αρχιτεκτονική δημιουργία γίνεται αντιληπτή ως “τελικό σημείο πραγμάτωσης οποιασδήποτε καλλιτεχνικής προσπάθειας” και ως “έσχατο επίτευγμα της πνευματικής και καλλιτεχνικής εξέλιξης” που υλοποιεί ένα ορισμένο οικονομικό στάδιο της ιστορικής εξέλιξης [8, 9]. Κατά συνέπεια, η ΚΔ προσανατολίζεται στην κριτική της κυρίαρχης φονξιοναλιστικής αρχιτεκτονικής (που διατυπώνεται ήδη, σε πρώιμη μορφή, από το Διεθνές Κίνημα για ένα Φαντασιακό Μπάουχαους) και στην επεξεργασία πειραματικών πρακτικών επέμβασης (που εφαρμόζονται αρχικά από τη Λετριστική Διεθνή) με σκοπό να κατασκευαστούν καινούριες ατμόσφαιρες μέσα στην πόλη ως βάσεις για τη μελλοντική δημιουργία ολόκληρου του περιβάλλοντος της καθημερινής ζωής4.

O τεχνητός φωτισμός καταστρέφει τις σκιές και οι κλιματιζόμενες αίθουσες τις εποχές. Η νύχτα και το καλοκαίρι χάνουν τη γοητεία τους, η αυγή εξαφανίζεται. Ο άνθρωπος των πόλεων θέλει ν’ απομακρυνθεί από την κοσμική πραγματικότητα και γι’ αυτό δεν ονειρεύεται πια. Ο λόγος είναι ολοφάνερος: Το όνειρο ξεκινάει από την πραγματικότητα και πραγματώνεται σ’ αυτήν.

Ιβάν Στσεγκλώφ,
Συνταγές για μια νέα πολεοδομία (1953)

Η ΚΔ δε διατυπώνει μια πολεοδομική θεωρία αλλά μια κριτική της πολεοδομίας, όπως ακριβώς η παρουσία της στην πειραματική τέχνη αποτελεί μια κριτική της τέχνης. Δεν αποδέχεται καμία διαχωρισμένη θεωρία αλλά στοχεύει στη σφαιρική δημιουργία της ύπαρξης [10]. Επιπλέον, δεν αρκείται σε μια στείρα άρνηση του φονξιοναλισμού αλλά επιδιώκει την υπέρβαση του στενού ωφελιμισμού μέσω της δημιουργίας ενός λειτουργικού περιβάλλοντος που θα αφυπνίσει το όνειρο και θα ενθαρρύνει καινούριες συμπεριφορές, πάθη και επιθυμίες. Η “λειτουργική πόλη” που εισηγείται ο Λε Κορμπυζιέ με τη “Χάρτα των Αθηνών” αποτελεί ένα παρωχημένο μοντέλο πολεοδομικής οργάνωσης. Ο αυστηρός διαχωρισμός της πόλης σε ζώνες κατοικίας, εργασίας, αναψυχής και κυκλοφορίας δεν ανταποκρίνεται στις πραγματικές ανάγκες των ανθρώπων. Η ανάπτυξη των τεχνικών δυνατοτήτων συνεπάγεται την αυτοματοποίηση της παραγωγής, μειώνοντας ολοένα περισσότερο τον κοινωνικά αναγκαίο χρόνο εργασίας. Η συνακόλουθη αύξηση του διαθέσιμου “ελεύθερου χρόνου” επιτρέπει την επέκταση της ακτίνας δραστηριότητας των ατόμων και εξαλείφει σταδιακά την ανάγκη καθήλωσής τους σε σταθερούς χώρους κατοικίας για μεγάλα χρονικά διαστήματα. Με τον τρόπο αυτό, διευρύνονται οι δυνατότητες για την ανάδυση ενός νομαδικού τρόπου ζωής που θα αποκαταστήσει το ταξίδι ως απόλαυση και όχι ως συμπλήρωμα της εργασίας [11, 12]. Η “αναψυχή” χάνει το νόημά της ως αναπλήρωση της ενέργειας που χάνεται κατά τη διάρκεια της εργασιακής διαδικασίας και το πλεόνασμα της απελευθερωμένης ενέργειας μπορεί πλέον να διοχετευθεί στη δημιουργία ενός καινούριου τρόπου ζωής, στην κατασκευή ενός παιγνιώδους περιβάλλοντος. Η φονξιοναλιστική πολεοδομία, αντίθετα, προσπαθεί να εξαφανίσει ολοκληρωτικά το παιχνίδι από την πόλη οικοδομώντας τετράγωνα κτίρια που μοιάζουν με κελιά φυλακών και θλιβερά συγκροτήματα πολυκατοικιών που οργανώνονται ως περίκλειστες νησίδες-γκέτο. Στην κατηγορία αυτή των πολυκατοικιών ανήκουν οι “οικιστικές μονάδες” (unités d’ habitation) που σχεδιάζονται από τον Λε Κορμπυζιέ και οργανώνονται σαν μικρές πόλεις με δικά τους καταστήματα, εκπαιδευτικές και αθλητικές εγκαταστάσεις, χώρους αναψυχής κ.λπ., φιλοδοξώντας ουσιαστικά να καταργήσουν το δρόμο [13, 14].

F12.largeΟικιστική μονάδα Μασσαλίας

Η προτεραιότητα που αποδίδει, αντίστοιχα, η κυρίαρχη πολεοδομία στην ταχεία κυκλοφορία των οχημάτων σε συνδυασμό με το αυξανόμενο πλήθος των αυτοκινήτων στους δρόμους μετατρέπουν τον δημόσιο χώρο σε έδαφος αποθήκευσης (στάθμευσης) και μεταφοράς ατομικής ιδιοκτησίας. Το άτομο που πορεύεται με το μοναδικό φυσικό μέσο μετακίνησης υποβιβάζεται στην κατηγορία του “πεζού” και χάνει την ελευθερία της πρόσβασης σε ένα μεγάλο μέρος της πόλης, το οποίο καταλαμβάνεται από το αυτοκίνητο. Η πόλη παύει να λειτουργεί ως τόπος συνάντησης και οι διαπροσωπικές επαφές περιχαρακώνονται είτε σε ιδιωτικές κατοικίες είτε σε περιοχές που υπόκεινται σε εμπορική εκμετάλλευση (π.χ. καφετέριες) [11]. Το αυτοκίνητο δεν αποτελεί απλώς ένα μέσο μεταφοράς των ανθρώπων και των εμπορευμάτων στους χώρους εργασίας και κατανάλωσης αλλά επίσης ένα απατηλό σύμβολο κύρους – ιδίως κατά την πρώτη φάση της εμπορευματικής αφθονίας – που επιφυλάσσει η κοινωνία  στα προνομιούχα μέλη της, ένα ηλίθιο και οπισθοδρομικό παιχνίδι ανταγωνισμού [14, 15]. Το καταστασιακό παιχνίδι, αντίθετα, χαρακτηρίζεται, από την εξαφάνιση κάθε στοιχείου “άμιλλας” ή ανταγωνισμού. Δεν ορίζεται από το δίπολο “κέρδος” ή “χάσιμο”, το οποίο διέπει το σημερινό παιχνίδι αντανακλώντας την ένταση μεταξύ των ατόμων στον αγώνα τους για την ιδιοποίηση αγαθών εντός της ταξικής κοινωνίας. Προσανατολίζεται σε μια κοινή, συλλογική δραστηριότητα που αποσκοπεί να δημιουργήσει επιλεγμένες ατμόσφαιρες και επιθυμητές κατασκευές μέσα στην πόλη. Δεν αποδέχεται την απατηλή, περιθωριακή υπόσταση του σημερινού παιχνιδιού και αρνείται να προσδιοριστεί ως διαχωρισμένη δραστηριότητα, ως προσωρινή και απομονωμένη εξαίρεση σε σχέση με την αποπνικτική πραγματικότητα της δουλειάς. Θέλει να εισβάλει σε κάθε πλευρά της καθημερινής ζωής και να την κατακτήσει εξολοκλήρου, κομματιάζοντας τις αλυσίδες που το κρατάνε εγκλωβισμένο σε έναν περιορισμένο χώρο και χρόνο [16].

Καταστρέφουν την οδό Sauvage

Μια από τις ομορφότερες, αυθόρμητα ψυχογεωγραφικές τοποθεσίες του Παρισιού κινδυνεύει σήμερα να εξαφανιστεί.

Η οδός Sauvage, στο 13ο διαμέρισμα, που είχε την πιο εντυπωσιακή νυχτερινή θέα της πρωτεύουσας, τοποθετημένη ανάμεσα στις σιδηροδρομικές γραμμές του σταθμού Austerlitz και σε μια έρημη περιοχή κατά μήκος του Σηκουάνα (οδός Fulton, οδός Bellièvre) περικλείεται – από τον περασμένο χειμώνα – ανάμεσα σε κάποιες από εκείνες τις αποκαρδιωτικές κατασκευές που κυκλώνουν τα προάστια για να στεγάσουν τους θλιμμένους ανθρώπους.

Καταδικάζουμε την εξαφάνιση μιας αρτηρίας ελάχιστα γνωστής αλλά πιο ζωντανής από τα Ηλύσια Πεδία και τα φώτα τους.

Δεν μας συγκινεί η γοητεία των ερειπίων. Αλλά οι στρατώνες πολιτών που υψώνονται στη θέση τους έχουν μια αδικαιολόγητη ασχήμια που απευθύνει ανοιχτό κάλεσμα στους δυναμιτιστές.

ΛΕΤΡΙΣΤΙΚΗ ΔΙΕΘΝΗΣ

Potlatch No 7, 3 Αυγούστου 1954

Η πολεοδομία διαχειρίζεται τα ζητήματα της στέγασης, της ψυχαγωγίας και της κυκλοφορίας με γνώμονα την αποτροπή κάθε πιθανής συνάντησης μεταξύ των ατόμων στην πόλη. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, διαιωνίζει την απομόνωση των εκμεταλλευομένων σε μια ιστορική περίοδο όπου αυτοί τείνουν να συνενωθούν εξαιτίας των ίδιων των αστεακών συνθηκών παραγωγής. Παρέχει τον τεχνικό εξοπλισμό για την απομόνωση του πληθυσμού και τον πολλαπλασιασμό των διαχωρισμών και, επομένως, καθίσταται ένα αποτελεσματικό μέσο ελέγχου που συμβάλλει στην αναπαραγωγή της καπιταλιστικής κοινωνίας. Ο ίδιος ο ισχυρισμός της πολεοδομίας ότι παρέχει μια θεωρία και μια πρακτική για τη δημιουργία των πόλεων είναι ένα ψέμα, μια ιδεολογική αφαίρεση5. Υπηρετώντας την αποξένωση και τον διασκορπισμό των ατόμων, η πολεοδομία διαλύει και καταστρέφει την πόλη ως τόπο συγκέντρωσης των δυνάμεων που καθιστούν εφικτό το εγχείρημα της κοινωνικής χειραφέτησης και, επομένως, ως πεδίο διεκδίκησης της ιστορικής ελευθερίας. Η εικόνα των αυτοκινητόδρομων που διαμελίζουν τις συνοικίες και επιβάλλουν μια ολοένα μεγαλύτερη διασπορά του πληθυσμού παρέχει μια σαφή ένδειξη αυτής της διάλυσης. Ταυτόχρονα με τη γενική τάση της να αναπαράγει τις συνθήκες απομόνωσης, η πολεοδομία περιλαμβάνει επίσης ένα σύνολο τεχνικών για την επανενσωμάτωση των διαχωρισμένων ατόμων – ως ατόμων από κοινού διαχωρισμένων – σύμφωνα με τις προγραμματισμένες ανάγκες της παραγωγής και της κατανάλωσης. Τα εργοστάσια και τα εμπορικά ή πολιτιστικά κέντρα, τα τουριστικά θέρετρα και τα συγκροτήματα πολυκατοικιών σχεδιάζονται και οργανώνονται με σκοπό τη δημιουργία μιας ψευδο-συλλογικότητας που συντροφεύει το απομονωμένο άτομο μέχρι την οικογενειακή του εστία, όπου κατακλύζεται από τις εικόνες της τηλεόρασης [5, 18].

Η πολεοδομία υλοποιεί για λογαριασμό του καπιταλισμού έναν συγκεκριμένο τρόπο διαμόρφωσης του αστεακού χώρου και αποκλείει άλλες δυνατές επιλογές, δημιουργώντας ενισχυμένες συνθήκες εκμετάλλευσης και αλλοτρίωσης. Στο όνομα της χρησιμότητας – της αφηρημένης ανάγκης για στέγαση, μετακίνηση και ψυχαγωγία που διευθετείται χωρίς τους ανθρώπους και εναντίον τους – η πολεοδομία πραγμοποιεί το άτομο διαιωνίζοντας την απουσία συμμετοχής του στην κατασκευή του περιβάλλοντος. Το θέαμα είναι ακριβώς αυτή η απουσία επέμβασης στη δημιουργία του κοινωνικού χωροχρόνου, ο υποβιβασμός του ατόμου στην κατάσταση ενός παθητικού θεατή-ηθοποιού που επιτελεί απλώς υπαγορευμένες συμπεριφορές-ρόλους [3, 17]. Η κοινωνία του θεάματος είναι αυτός ο κόσμος της αλλοτρίωσης και του γενικευμένου διαχωρισμού, όπου η διαίρεση ανάμεσα σε διευθύνοντες και εκτελεστές – που έχει ήδη συντελεστεί εντός της παραγωγής – επεκτείνεται στο σύνολο της κοινωνικής ζωής [19].

Η κατάργηση της θεαματικής κοινωνίας – ως θεμελιώδες στοιχείο του προγράμματος της ΚΔ – απαιτεί τη μετατροπή των ηθοποιών-θεατών σε δρώντα, αυτόνομα υποκείμενα που αποστασιοποιούνται από τα κυρίαρχα μοντέλα συμπεριφορών για να δημιουργήσουν συνειδητά και συλλογικά το περιβάλλον, την πόλη και την ίδια τους τη ζωή. Για τον σκοπό αυτό, η ΚΔ εισηγείται την κατασκευή ορισμένων χωροχρονικών ζωνών που θα λειτουργήσουν ως βάσεις πειραματικών συμπεριφορών μέσα στην πόλη και ως εμπροσθοφυλακή μιας γενικευμένης εισβολής στο σύνολο της καθημερινής ζωής. Καθώς ο εχθρός έχει καταλάβει ολόκληρο το έδαφος, είναι απαραίτητη η ανακατάληψη και απόσπαση ενός τμήματος του υπόδουλου πλανήτη ως πρώτο βήμα για την καθολική απελευθέρωση [17]. Αυτή η κατασκευή ζωνών για μια πειραματική ζωή στο αστικό πεδίο δεν αποτελεί μια εξειδικευμένη πολεοδομική δραστηριότητα – ανάλογη με την ιδέα της κατάληψης της εξουσίας από μια εξειδικευμένη ομάδα επαναστατών – που θα σήμαινε την αναπαραγωγή των κυρίαρχων διαχωρισμών και, επομένως, θα έμπαινε αυτομάτως στην υπηρεσία του θεάματος και του Κράτους [18]. Αντίθετα, επιχειρεί να επανανοηματοδοτήσει την πολεοδομία ως αδιαχώριστη συμμετοχική δραστηριότητα, μέσω της οποίας τα άτομα διαμορφώνουν συνειδητά τον χωροχρόνο της ζωής τους. Μια τέτοια διευρυμένη αντίληψη της πολεοδομίας και της αρχιτεκτονικής μπορεί τελικά να πραγματωθεί μόνο με την επανάσταση της καθημερινής ζωής, που αρνείται τον κόσμο της αλλοτρίωσης στο σύνολό του για να οικοδομήσει την αταξική κοινωνία της γενικευμένης αυτοδιεύθυνσης. Για την εκπλήρωση αυτού του σκοπού, η ΚΔ επεξεργάζεται και εισάγει ένα σύνολο θεωρητικών εννοιών και πειραματικών πρακτικών που θα εξετάσουμε στο δεύτερο μέρος του κειμένου.

Υποσημειώσεις:

1 Για την ιστορική διαδρομή της σχολής του Μπάουχαους, βλ. Carex Flacca #3, H Σχολή του Μπάουχαους και το κίνημα της μοντέρνας αρχιτεκτονικής (Άνοιξη 2015).

2 Πέρα από τις μορφολογικές και στιλιστικές διαφορές μεταξύ μοντέρνας και νεοκλασικής αρχιτεκτονικής κατά τη μεσοπολεμική περίοδο, είναι απαραίτητο να διευκρινιστεί ότι η σχέση ανάμεσα στα δύο αυτά ρεύματα δεν εξαντλείται σε μια μονοδιάστατη σύγκρουση αλλά παρουσιάζει βαθύτερα σημεία σύγκλισης και συμφωνίας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το κοινό ενδιαφέρον του μοντερνισμού και του νεοκλασικισμού των ολοκληρωτικών καθεστώτων για τις ανθρωπομετρικές κλίμακες αρμονικών αναλογιών με προεξάρχουσα περίπτωση το σύστημα Modulor του Λε Κορμπυζιέ, το οποίο εισηγείται το σχεδιασμό των αρχιτεκτονικών κατασκευών και της πόλης σύμφωνα με τις δήθεν “φυσικές” και “οικουμενικές” διαστάσεις που έχει το σώμα ενός μέσου Ευρωπαίου άνδρα [2]. Αυτές οι συγκλίσεις αντανακλούν τη βαθύτερη σχέση μεταξύ φιλελευθερισμού και ολοκληρωτισμού – η οποία επισημάνθηκε από τους Χορκχάιμερ και Αντόρνο στη Διαλεκτική του Διαφωτισμού – και θα εξεταστούν λεπτομερώς στο μέλλον παράλληλα με μια διεξοδική ανάλυση της φασιστικής, ναζιστικής και σταλινικής αρχιτεκτονικής. Προς το παρόν, τονίζουμε απλώς ότι η ύπαρξη τέτοιων κοινών στοιχείων μπορεί να εξηγήσει, για παράδειγμα, τη φαινομενικά παράδοξη συνεργασία του Λε Κορμπυζιέ με τη φιλοναζιστική κυβέρνηση του Βισύ ή την επιλογή του Γκρόπιους και του Μις Φαν ντερ Ρόε να συμμετάσχουν στον διαγωνισμό που προκηρύχθηκε το 1933 από το χιτλερικό καθεστώς για τον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό της Κεντρικής Τράπεζας της Γερμανίας στο Βερολίνο.

3 Η Λετριστική Διεθνής συγκροτήθηκε το 1952 από μέλη της ριζοσπαστικής πτέρυγας του ευρύτερου Λετριστικού κινήματος στη Γαλλία, ασκώντας κριτική στα καλλιτεχνικά κινήματα της μεταπολεμικής περιόδου και στην άψυχη μοντέρνα αρχιτεκτονική και αναζητώντας καινούριες μεθόδους επέμβασης στο περιβάλλον της πόλης και της καθημερινής ζωής. Το Διεθνές Κίνημα για ένα Φαντασιακό Μπάουχαους δημιουργήθηκε το 1954 στη βάση μιας αντιφονξιοναλιστικής κριτικής και διαδέχτηκε τη Διεθνή των Πειραματικών Καλλιτεχνών ή CoBrA, που σχηματίστηκε το 1948 από τον Δανό Άσγκερ Γιορν, τον Βέλγο Κριστιάν Ντοτρεμόν και τον Ολλανδό Κόνσταντ. Το όνομα της ομάδας CoBrA αποτελεί ακρωνύμιο που παραπέμπει στις πόλεις καταγωγής των ιδρυτών της: Κοπεγχάγη (Co), Βρυξέλλες (Br) και Άμστερνταμ (A).

4 Οι πειραματικές πρακτικές που εισάγονται από τη Λετριστική Διεθνή και αναπτύσσονται στη συνέχεια από την ΚΔ (ψυχογεωγραφία, περιπλάνηση, κατασκευή καταστάσεων και ενιαία πολεοδομία) θα αναλυθούν στο δεύτερο μέρος του κειμένου. Η αντιφονξιοναλιστική κριτική του Διεθνούς Κινήματος για ένα Φαντασιακό Μπάουχαους συνοψίζεται στο βιβλίο του Άσγκερ Γιορν Περί Μορφής. Σύμφωνα με τον Γιορν, οι φονξιοναλιστές αρχιτέκτονες σφάλλουν γιατί αρνούνται να θεωρήσουν την αισθητική ως αυτόνομη διάσταση της ανθρώπινης δραστηριότητας και αγνοούν την ψυχολογική λειτουργία της ατμόσφαιρας ενός χώρου. Η αισθητική όψη ενός αντικειμένου ή μιας κατασκευής (π.χ. ενός σπιτιού) – δηλαδή η εξωτερική του εμφάνιση και η άμεση επίδρασή του στις αισθήσεις – έχει μια λειτουργία ανεξάρτητη από τη χρησιμότητά του και, επομένως, δεν πρέπει να αντανακλά απλώς την πρακτική λειτουργία ή τη δομή του αλλά να αποτελεί πηγή ποιητικής αίσθησης. Στην περίοδο του Μεσοπολέμου, οι κατασκευές των φονξιοναλιστών διατηρούν κάποια αισθητική αξία επειδή βασίζονται στην καινούρια μηχανική τεχνική, η οποία έχει ακόμα την ικανότητα να ελκύει την προσοχή, να σοκάρει και να συναρπάζει. Ωστόσο, η τυποποίηση – δηλαδή η δημιουργία σταθερών κατασκευαστικών προτύπων – που εφαρμόζεται από τους φονξιοναλιστές αντανακλά μια στατική, αντιαισθητική σύλληψη, η οποία αρνείται τον δυναμικό μετασχηματισμό της μορφής και συμβάλλει στη δημιουργία ενός ολοένα πιο ρυθμισμένου, τακτοποιημένου και ανιαρού κόσμου [9].

5 «Η πολεοδομία δεν υπάρχει: είναι μια “ιδεολογία” με την έννοια του Μαρξ. Η αρχιτεκτονική υπάρχει πραγματικά, όπως η κόκα-κόλα: είναι μια παραγωγή βυθισμένη στην ιδεολογία αλλά πραγματική, που ικανοποιεί με πλαστό τρόπο μια πλαστοποιημένη ανάγκη. Η πολεοδομία, αντίθετα, μοιάζει με τη διαφήμιση της κόκα-κόλα: είναι μια καθαρή θεαματική ιδεολογία» [17].

Παραπομπές

[1] Λε Κορμπυζιέ, Για μια αρχιτεκτονική (1923).

[2] Λε Κορμπυζιέ, Le Modulor (1948) και Le Modulor 2 (1955).

[3] Γκυ Ντεμπόρ, Έκθεση για την κατασκευή καταστάσεων και τις συνθήκες οργάνωσης και δράσης της διεθνούς καταστασιακής τάσης (Ιούλιος 1957).

[4] Καταστασιακή Διεθνής Νο 1, Ορισμοί (Ιούνιος 1958).

[5] Γκυ Ντεμπόρ, Η κοινωνία του θεάματος (1967).

[6] Potlatch: Πληροφοριακό Δελτίο της Λετριστικής Διεθνούς Νο 27, Η πλατφόρμα της Άλμπα (2 Νοεμβρίου 1956).

[7] Κόνσταντ και Γκυ Ντεμπόρ, Η διακήρυξη του Άμστερνταμ (10 Νοέμβρη 1958). Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Καταστασιακή Διεθνής Νο 2 (Δεκέμβρης 1958).

[8] Potlatch Νο 15, Αρχιτεκτονική για τη ζωή (22 Δεκεμβρίου 1954).

[9] Άσγκερ Γιορν, Περί μορφής (1954-57).

[10] Καταστασιακή Διεθνής Νο 3, Η ενιαία πολεοδομία στα τέλη της δεκαετίας του ’50 (Δεκέμβρης 1959).

[11] Κόνσταντ, Νέα πολεοδομία. Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Provo Νο 9 (12 Μάη 1966).

[12] Γκυ Ντεμπόρ, Καταστασιακές θέσεις για την κυκλοφορία. Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Καταστασιακή Διεθνής Νο 3 (Δεκέμβρης 1959).

[13] Potlatch No 5, Οι ουρανοξύστες από τη ρίζα (20 Ιουλίου 1954).

[14] Καταστασιακή Διεθνής Νο 1, Τα προκαταρκτικά προβλήματα της κατασκευής μιας κατάστασης (Ιούνιος 1958).

[15] Γκυ-Ερνέστ Ντεμπόρ, Εισαγωγή σε μια κριτική της αστικής γεωγραφίας. Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Les Lèvres Nues No 6 (Σεπτέμβρης 1955).

[16] Καταστασιακή Διεθνής Νο 1, Για έναν καταστασιακό ορισμό του παιχνιδιού (Ιούνιος 1958).

[17] Ατίλα Κοτάνι και Ραούλ Βανεγκέμ, Στοιχειώδες πρόγραμμα του Γραφείου ενιαίας πολεοδομίας. Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Καταστασιακή Διεθνής Νο 6 (Αύγουστος 1961).

[18] Καταστασιακή Διεθνής Νο 6, Κριτική της πολεοδομίας (Αύγουστος 1961).

[19] Πιερ Κανζέρ και Γκυ-Ερνέστ Ντεμπόρ, Προκαταρκτικές σημειώσεις για τον ορισμό ενός ενιαίου επαναστατικού προγράμματος (20 Ιουλίου 1960).


by

Tags:

Comments

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *