Ενάντια σε κάθε κατασταλτική μεθόδευση.

Η 5η Μάη του 2010 έχει μείνει στην ιστορία των κοινωνικών-ταξικών αγώνων της επικράτειας ως μία από τις μαζικότερες και μαχητικότερες διαδηλώσεις στην οποία μισό εκατομμύριο διαδηλωτές, κατέβηκαν στο δρόμο αποφασισμένοι να αντισταθούν στα σχέδια της εγχώριας και υπερεθνικής κυριαρχίας. Για πολλές ώρες γίνονταν συγκρούσεις  μπροστά στο κοινοβούλιο ενάντια στην υπογραφή του πρώτου μνημονίου. Μια υπογραφή καταλυτική για την προοδευτική εξέλιξη στο κράτος «έκτακτης ανάγκης» του σήμερα, στο ασφυκτικό περιβάλλον της  κρίσης και της κοινωνικής λεηλασίας.

Η μέρα αυτή στιγματίστηκε από το  θάνατο από αναθυμιάσεις, των 3 εργαζομένων στην τράπεζα Marfin. Αυτό το τραγικό  γεγονός, παντελώς  ξένο για την αναρχική λογική που δε συμμερίζεται όρους όπως «παράπλευρες απώλειες» και «κακιά στιγμή»,  αποτέλεσε και το πεδίο όπου η κυρίαρχη προπαγάνδα έστησε ένα χυδαίο ιδεολογικό πόλεμο επιχειρώντας να εγκληματοποιήσει την κοινωνική αντιβία και να στοχοποιήσει όλους τους αντιστεκόμενους και τις αντιστεκόμενες και ιδιαίτερα τον α/α χώρο.

Στις 29/4/2011, επετειακά της 5ης Μάη, 4 άτομα εκ των οποίων 3 αναρχικοί απάγονται, από  αστυνομικές δυνάμεις, μεταφέρονται στη ΓΑΔΑ χωρίς να γνωρίζουν το λόγο και ενώ για ώρες δε μπορούν να επικοινωνήσουν με κανέναν, έχει αρχίσει μια μεγάλης έκτασης λασπολογία από σύσσωμα τα ΜΜΕ με εξαγγελίες σύλληψης των «δραστών της Μarfin». Ενώ πρόκειται για μια απλή ανωμοτί κατάθεση, δηλαδή κατάθεση χωρίς όρκο, ακολουθούν έρευνες στα σπίτια τους, διαδικασίες αναγνώρισης, παραθέσεις φωτογραφιών χωρίς βέβαια να προκύψει κανένα επιβαρυντικό στοιχείο σε βάρος τους. Οπότε μετά την κατάθεσή τους αφήνονται ελεύθεροι και τα «στοιχεία» μαζί με τις καταθέσεις στέλνονται στον εισαγγελέα, ο οποίος όμως καθώς δε μπορεί να τεκμηριώσει καμία κατηγορία, επιστρέφει το φάκελο πίσω στην αστυνομία και η όλη υπόθεση φαίνεται να οδεύει προς το αρχείο.

Στις 8/5/2013, πάλι κοντά στην επέτειο της 5ης Μάη, και χωρίς να έχει προκύψει κανένα στοιχείο, το συμβούλιο πλημμελειοδικών αποφασίζει με παραπεμπτικό βούλευμα να πάει την υπόθεση στο δικαστήριο και να αποδώσει κατηγορίες κακουργηματικού χαρακτήρα στο σύντροφο Θοδωρή Σίψα για την υπόθεση της τράπεζας Marfin και στο τέταρτο άτομο για την απόπειρα εμπρησμού του βιβλιοπωλείου Ιανός. Για τους  άλλους δύο συντρόφους δεν προχωράει καμία διωκτική διαδικασία. Στην απολογία του, το Φεβρουάριο του 2013, ο σύντροφος καταθέτει αυτό που δηλώνει από την αρχή: «Από τη δικογραφία αποδεικνύεται περίτρανα, μέσα από καταθέσεις μαρτύρων, φωτογραφικό υλικό και βίντεο από κάμερες, ότι δεν έχω ουδεμία σχέση με καμία επίθεση σε κανένα χρονικό σημείο εκείνης της μέρας στο κέντρο της Αθήνας.» Αφού περάσει από τον ανακριτή, αφήνεται ελεύθερος με περιοριστικούς όρους (χαρακτηριστικός όρος η απαγόρευση συμμετοχής του σε μελλοντικές διαδηλώσεις).

Η περίφημη υπόθεση Marfin, αποτελεί μια επικοινωνιακή επένδυση από την πλευρά του κράτους και έχει εξυπηρετήσει διαφορετικές καθεστωτικές σκοπιμότητες μέσα στα χρόνια, πάντα με την αγαστή προπαγανδιστική στήριξη των ΜΜΕ. Στοχεύει στην ποινικοποίηση όλων αυτών των πρακτικών κοινωνικής αντιβίας, που έχουν εκφραστεί μέσα από δυναμικές κινητοποιήσεις ενάντια στην υποτίμηση της ζωής, επικεντρώνοντας στον α/α χώρο. Απευθύνεται όμως σε κάθε εν δυνάμει εξεγερμένο κοινωνικό κομμάτι, προβάλλοντας την αντιμετώπιση που του επιφυλάσσει το κράτος «έκτακτης ανάγκης» σε περίπτωση που επιλέξει το δρόμο της αντίστασης.

Μετά τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα από τον χρυσαυγίτη Ρουπακιά και ταυτόχρονα με τις διώξεις των ναζιστών της Χ.Α., από κυβερνητικά στόματα εξαγγέλλεται η επιβολή της «νομιμότητας» σε όλους με άμεση αναφορά στην αντίσταση των κατοίκων της Χαλκιδικής ενάντια στη λεηλασία της ζωής τους από την Ελληνικός Χρυσός (συμφερόντων Eldorado Gold και Μπόμπολα) και φυσικά στην υπόθεση της  Marfin.

Ανασύροντας τη «θεωρία των 2 άκρων», επιχειρούν να εξισώσουν την βία του κάθε ναζιστή μαχαιροβγάλτη που στοχεύει στο διαφορετικό, το αδύναμο και σε οτιδήποτε απελευθερωτικό  με τη συλλογική κοινωνική αντιβία απέναντι στην εκμετάλλευση και τη βαρβαρότητα κράτους και κεφαλαίου ώστε να εδραιωθεί το κρατικό μονοπώλιο της βίας αλλά και ο ρόλος του κράτους ως μοναδικού εγγυητή της «κοινωνικής ειρήνης».

Μέσα σε αυτό το κλίμα και επιχειρώντας να προδικάσουν το αποτέλεσμα, ορίστηκε και η δίκη του Θοδωρή Σίψα στις 9 Δεκέμβρη του 2013, που όμως αναβλήθηκε για λόγους αδυναμίας της πολιτικής αγωγής (δηλαδή των δικηγόρων των οικογενειών των θυμάτων) και ορίστηκε,κατόπιν προφανώς κεντρικού σχεδιασμού, για τις 14 Μάη του 2014. Πάλι δηλαδή επετειακά του γεγονότος και εν μέσω εκλογών. Μια νέα «χρησιμότητα» ανακαλύφθηκε από την πλευρά της κυβέρνησης για την υπόθεση της Marfin, μέσα από την οποία θα επιχειρήσει αφ’ ενός να δείξει «έργο» θριαμβολογώντας για την επίλυση της υπόθεσης προτού καν αυτή εκδικαστεί αφ’ ετέρου να ενεργοποιήσει τον κοινωνικό αυτοματισμό προς τη διατήρηση της τάξης και της ασφάλειας.

Η σκευωρία που έχει στηθεί στην πλάτη του συντρόφου Θοδωρή Σίψα, δεν αποτελεί μεμονωμένο περιστατικό κρατικής μεθόδευσης, είναι όμως το πιο εξωφρενικό κατηγορητήριο που έχει αποδοθεί σε αναρχικό που συμμετείχε σε διαδήλωση με στόχο να απονοηματοδοτήσει τη συγκρουσιακότητα και να στιγματίσει ως αντικοινωνικό έναν πολιτικό χώρο που τα τελευταία χρόνια έχει αποκτήσει σοβαρά κοινωνικά ερείσματα μέσα από την συνεχή παρουσία του στους κοινωνικούς-ταξικούς αγώνες.

Μέσα σε αυτή την περίοδο όπου έχει χαθεί κάθε περιθώριο διεκδίκησης της κοινωνικής  συναίνεσης το μόνο σημείο στο οποίο ποντάρει η κυριαρχία είναι αυτό της απροσχημάτιστης καταστολής. Η «θεωρία των δύο άκρων» δε φαίνεται να μπορεί από μόνη της να πείθει ώστε να διατηρηθούν οι κοινωνικές ισορροπίες. Μέσα από την εφαρμογή νέων κατασταλτικών στρατηγικών επιχειρεί να θέσει τους αγωνιζόμενους και τις αγωνιζόμενες υπό διαρκή έλεγχο και επιτήρηση.Με αυτή τη λογική εισάγεται μια νέα, σε τέτοιο εύρος, πρακτική, οι εισβολές σε σπίτια αγωνιστών και αγωνιστριών. Σε τέτοιο βαθμό την έχουμε ξαναδεί στη Χαλκιδική πριν από 1 χρόνο. Μετά την απόδραση Ξηρού η αστυνομία εισβάλλει αλλεπάλληλα σε σπίτια ατόμων κυρίως του α/α χώρου, με διάφορα προσχήματα (ανώνυμες καταγγελίες για όπλα κτλ.) και με επίδειξη ισχύος σε ολόκληρες γειτονιές επιχειρεί να μεταφέρει το φόβο και τον κοινωνικό έλεγχο μέσα στη σφαίρα του ιδιωτικού. Παράλληλα το κράτος ενοχοποιεί με λογικές ιδιώνυμου τους αγωνιζόμενους όπως στην περίπτωση του Τάσου Θεοφίλου που καταδικάστηκε σε 25 χρόνια κάθειρξη χωρίς στοιχεία υποβάλλοντάς τους σε «καθεστώς εξαίρεσης». Όλοι είναι εν δυνάμει τρομοκράτες γι’ αυτό ανά πάσα στιγμή μπορεί να συλληφθούν, να στιγματιστούν, να καταδικαστούν.

Η δίωξη του Θοδωρή Σίψα είναι δίωξη όλων όσων αγωνίζονται ενάντια στον ολοκληρωτισμό και τη βαρβαρότητα, ενάντια στην υποτίμηση της ζωής και της αξιοπρέπειας. Ο κόσμος του αγώνα, από τον α/α χώρο ως τα σωματεία βάσης και τις συνελεύσεις γειτονιάς δε θα αφήσει κανέναν και καμία μόνο-η στις κατασταλτικές μεθοδεύσεις και επιστρέφει την κατηγορία της ανθρωποκτονίας σε αφεντικά, μπάτσους, δικαστές, υπουργούς και όλους όσους σχεδιάζουν την πολιτική και φυσική μας εξόντωση. Αυτό που φοβούνται περισσότερο είναι ακριβώς αυτό που θα γίνει. Θα συνεχίσουμε να αγωνιζόμαστε σε κάθε πεδίο της καθημερινότητας με όπλα μας την αλληλεγγύη και τη συντροφικότητα για ένα κόσμο ελευθερίας και ισότητας.

                             

Ενάντια στην ποινικοποίηση κάθε μορφής αντίστασης

Ενάντια στον ολοκληρωτισμό του κράτους έκτακτης ανάγκης

Καμία δίωξη δε θα μείνει αναπάντητη

Κάτω τα χέρια από το Θοδωρή Σίψα,

κάτω τα χέρια από τους αγωνιζόμενους και τις αγωνιζόμενες

Συνέλευση αλληλεγγύης για το σύντροφο Θοδωρή Σίψα

 


Posted

in

by

Tags:

Comments

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *