ΕΑΜ – ΕΛΑΣ… είναι αυτά για μας; (κείμενο από Λάμπε Ρατ)

ΑΝΑΡΤΗΘΗΚΕ: 21/05/2013
Υλικό άλλων ομάδων

[Α]π’ όλα όσα έχουν ανέκαθεν συμβεί, τίποτε δεν θα πρέπει να θεωρηθεί χαμένο για την Ιστορία. Βέβαια, μόνον σε μια λυτρωμένη ανθρωπότητα ανήκει πλήρως το παρελθόν της.

Walter Benjamin, θέση ΙΙΙ για την έννοια της ιστορίας

Η πρόσληψη της εαμικής επανάστασης από τον αντιεξουσιαστικό χώρο ήταν κατά βάση αρνητική μέχρι πρόσφατα. Αυτό εξηγείται ιστορικά, αν δούμε τα πρώτα βήματα συγκρότησης αυτού του χώρου, εκεί πίσω στα χρόνια των ’70s και των ’80s. Ειδικότερα:

1) το ΕΑΜ – ΕΛΑΣ ήταν τότε εξολοκλήρου ταυτισμένο με το ΚΚΕ, που τις δεκαετίες εκείνες ήταν που μετεξελίχθηκε στο κόμμα της συντήρησης και της τάξης που όλοι γνωρίζουμε σήμερα (ενδεικτικά, η κόντρα των «αναρχοαυτόνομων» με τους κνίτες που τότε μεσουρανούσαν στα πανεπιστήμια ήταν σφοδρή)

2) το ιδεολόγημα της «Εθνικής Αντίστασης» στα χρόνια των πασοκικών ’80s έγινε κοινός τόπος και επηρέασε καταλυτικά τον τρόπο θέασης της δεκαετίας του ’40

3) ο χώρος την εποχή εκείνη είχε επηρεαστεί σε θεωρητικο-πρακτικό επίπεδο από τον Καστοριάδη και τον Στίνα, που όπως ξέρουμε ήταν σφόδρα κριτικοί απέναντι στο κίνημα του ΕΑΜ – ΕΛΑΣ διότι η ιδεολογία δεν τους άφησε να δουν με άλλα μάτια την κίνηση των υποτελών τάξεων

Η αρνητική αυτή πρόσληψη αλλάζει τα τελευταία χρόνια, στην αρχή «χαλαρά», με το σύνθημα ΕΑΜ – ΕΛΑΣ – Μελιγαλάς να ακούγεται σποραδικά σε αντιφασιστικές πορείες (πχ το 2004, μετά το πογκρόμ στους αλβανούς μετανάστες), και έπειτα καθολικά, ειδικά μετά την άνοδο της Χ.Α. και μετά το νέο αντάρτικο πόλης, και να μετατρέπεται συχνά σε ΕΑΜ – ΕΛΑΣ – Πυρήνες της φωτιάς. Ας δούμε όμως πιο αναλυτικά την πρόσληψη του εαμικού κινήματος από τον αντιεξουσιαστικό χώρο σήμερα.

Πολλοί σύντροφοι εμμένουν στο όνομα ΕΑΜ – ΕΛΑΣ, και πιο συγκεκριμένα στο «εθνικό(ς)» και στο «στρατός», και απορρίπτουν ανέξοδα το κίνημα ως πατριωτικό (τι είδους πατριωτισμός ήταν αυτός καταρχάς, αλλά και αν υπερσκέλιζε την κοινωνικοταξική και πολιτισμική διάσταση δεν τους ενδιαφέρει) και μιλιταριστικό, την ίδια στιγμή μάλιστα που εξυμνούν την ισπανική επανάσταση (εκεί να δεις στρατό, πειθαρχία και ηθική της εργασίας) και την ιταλική αυτονομία (εκεί να δεις κριτική των όπλων). Άλλοι (ή και οι ίδιοι), ελευθεριακοί γαρ, κολλάνε στη βία και της αγριότητες (π.χ. Μελιγαλάς, ΟΠΛΑ) που όντως έλαβαν χώρα αλλά σε συγκεκριμένο ιστορικό πλαίσιο, και απορρίπτουν εξίσου ανέξοδα. Άλλη μόνιμη επωδός είναι ότι εμείς είμαστε διεθνιστές (ή «α-εθνιστές»), μας έλαχε να ζούμε εδώ, σ’ αυτή την κοινότητα, και δεν μας ενδιαφέρει απαραίτητα η ιστορία των «από κάτω» στην ελλάδα· θα ψάξουμε αλλού για επαναστατική παράδοση που να βρίσκεται πιο κοντά στη δική μας ιδεολογία. Πέρα από το ότι έτσι στην ουσία καταφάσκουν έναν κοσμοπολίτικο και κατά βάθος φιλελεύθερο αντιεθνικισμό (αφού παραγνωρίζουν το βίωμα της εστίας και του ριζώματος που δεν συνοδεύεται κατ΄ανάγκη από τοπικισμό – εθνικισμό· μπορεί δηλαδή κάποιος να -συν- αισθάνεται τον τόπο και τους ανθρώπους του χωρίς ταυτόχρονα να χάνει την απαραίτητη εκείνη ειρωνία για την κατασκευασμένη εθνική κοινότητα και ταυτότητα), ίσως πιο σημαντικό είναι ότι χάνουν το νήμα που συνδέει το χθες με το σήμερα, ότι δεν αντιλαμβάνονται την ιστορική συνέχεια, με ό,τι συνέπειες έχει αυτό στην πολιτική τους συγκρότηση και δράση.

Δεν λείπουν βέβαια και οι επανεκτιμήσεις της ιστορίας από πιο οργανωμένα τμήματα του χώρου, που επηρεάζονται από νεότερες έρευνες «ιστορίας από τα κάτω» για την επίμαχη περίοδο αλλά και από την επαναφορά του θέματος στη δημόσια συζήτηση από καθεστωτικούς ιστορικούς που ασκούν μια έντονη πολεμική με πολιτικές στοχεύσεις στο σήμερα (πρωτεργάτες οι Καλύβας και Μαραντζίδης). Αρχίζουν έτσι δειλά δειλά να ξεφεύγουν από την καθιερωμένη στο χώρο αντίληψη και να αναγνωρίζουν το ΕΑΜ – ΕΛΑΣ ως εγχώρια πολιτική τους κληρονομιά (προφανώς με μια κριτική διάθεση που όμως έχει προηγουμένως λάβει υπόψη της το εντελώς διαφορετικό κοινωνικο-ιστορικό πλαίσιο μέσα στο οποίο πήρε σάρκα και οστά εκείνο το κίνημα), αποφασίζουν να μην χαρίσουν στους σταλινικούς και τους αριστερούς αυτό το πλούσιο πολιτικό παρελθόν, τα ιστορικά υποκείμενα εκείνα που προχώρησαν σε ρήξη και σύγκρουση, που κραύγασαν Όχι, που μάτωσαν και πόνεσαν, που αντιστάθηκαν στην εξουσία της Μοίρας με μια ακεραιότητα, μια αξιοπρέπεια, μια common decency και μια σκληρότητα (όχι όμως της καρδιάς) που δεν ήταν ούτε ηρωική ούτε αυτοθυσιαστική ούτε ιδεαλιστική (όπως πολλοί την παρουσίασαν και ακόμα την παρουσιάζουν) αλλά ήταν «απλά» μέρος της κουλτούρας και της βιωμένης εμπειρίας τους, που ίσως είναι δύσκολο να την καταλάβουμε σήμερα εμείς, τα τέκνα της μεταμοντέρνας εποχής του anything goes.

Οι παραπάνω όμως δεν είναι παρά μειοψηφία. Διότι πλειοψηφικά στο χώρο, η πρόσληψη της επανάστασης της δεκαετίας του ’40 γίνεται μέσα από την αντιφασιστική βία, ειδικά την ένοπλη. Πέφτουν έτσι στη λούμπα της καθεστωτικής ιεράρχησης της βίας ως του απόλυτου εννοιολογικού εργαλείου για εκείνη την περίοδο και όχι μόνο – το ίδιο ισχύει και για τις καθεστωτικές  χρήσεις της βίας ως αναλυτικού εργαλείου απέναντι στο σημερινό ανταγωνιστικό κίνημα (βλ. χαρακτηριστικά Δεκέμβρης ’08, πρόσφατες εκκενώσεις καταλήψεων κ.α.). Δεν ενδιαφέρονται για το γενικό πλαίσιο άσκησης αυτής της βίας, με αποτέλεσμα να την φετιχοποιούν, και καταλήγουν, άθελά τους, να την απο-ιστορικοποιούν και την αποπολιτικοποιούν. Εξάλλου, το να φέρνεις σήμερα στη μνήμη μόνο τη βία (και τις νίκες – αποσιωπώντας δηλαδή τη συντριβή που ακολούθησε) του τότε κινήματος δημιουργεί μια σύγχυση, καταρχάς για το τι «πραγματικά» ήταν το ΕΑΜ – ΕΛΑΣ (πέρα από ιδεολογικές χρήσεις) και κατ’ επέκταση για το τι είναι «ενδεδειγμένο» να κάνουμε σήμερα («πρέπει να φτιάξουμε πολιτοφυλακές στις γειτονιές και να τσακίσουμε στο ξύλο τους φασίστες, πρέπει να οπλιστούμε για να αντιμετωπίσουμε το φασιστικό κράτος και τις παραφυάδες του» κ.ο.κ.).

Επιπλέον, έχει σταδιακά επικρατήσει μια κουλτούρα ηρωοποίησης, ενίοτε και προσωπολατρείας, δάνειο από τον αριστερισμό (βλ. ενδεικτικά τη διασκευή του αντάρτικου τραγουδιού «ήρωες» από συγκρότημα που ανήκει στο χώρο). Η ανάγνωση όμως του παρελθόντος μέσα από τα μάτια του ηρωισμού όχι μόνο παραγνωρίζει την ψυχική δομή και τα συναισθήματα των ανθρώπων που αγωνίστηκαν τότε αλλά χρησιμεύει και στο παρόν ως αλαζονική έγκληση προς αυτούς που δεν είναι αρκετά «ήρωες» και «επαναστάτες», ως κατηγορώ προς «τους μικροαστούς που δεν σηκώνουν κεφάλι», ενώ «θα ‘πρεπε να πάρουν τα όπλα»· με άλλα λόγια, κατασκευάζει κριτήρια και μονάδες μέτρησης ριζοσπαστικότητας που δεν λαμβάνουν υπόψη συγκεκριμένους ιστορικούς καθορισμούς και συγκεκριμένες υποκειμενοποιήσεις οι οποίες σήμερα διέρχονται βαθιά κρίση, κρίνει τους εκμεταλλευόμενους – καταπιεζόμενους με βάση αφηρημένες και α-ιστορικές παραστάσεις και κατασκευασμένες από τα πάνω φιγούρες (αξίζει εδώ να σημειώσουμε ότι ο «ηρωισμός» ανήκει στον σκληρό πυρήνα του δυτικού πολιτισμού της κυριαρχίας από την εποχή του Ομήρου: o «ήρωας» είναι το Άτομο που συγγενεύει με τον Θεό, που έχει δυνατότητες πέραν του μέσου κοινωνικού όρου -με ένα προμηθεϊκό άλμα πηδάει έξω από την ιστορία-, το αύταρκες, αυτοτελές, πανίσχυρο Εγώ, ο πολεμιστής που θυσιάζεται στην υπηρεσία του Κυρίου και των Μεγάλων Ιδεών του, και γι’ αυτό του οφείλονται τιμές και μνημεία. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι τη φιγούρα του «ήρωα» τη συναντάμε στον αντιδραστικό ρομαντισμό, και μετά στον φασισμό-ναζισμό, αλλά και στον σταλινισμό).

Θα κλείσουμε με ένα σύντομο σχόλιο για τη σημασία και τη δύναμη της ιστορίας. Γιατί να μας ενδιαφέρει ντε και καλά η ιστορία των καταπιεσμένων, είτε είναι η ιστορία του ΕΑΜ – ΕΛΑΣ είτε είναι η ιστορία των υποτελών τάξεων του μεσοπολέμου που προηγούνται είτε είναι του ΔΣΕ που έπεται, θα ρωτούσε κάποιος καλοπροαίρετα ίσως. Το θέμα είναι τι κάνουμε εμείς στο εδώ και το τώρα. Η ιστορία δεν επαναλαμβάνεται, μην ψάχνετε να βρείτε αναλογίες ούτε έμπνευση από περασμένους αγώνες.  Κι όμως, μια επαναστατική «χρήση» της ιστορίας μάς είναι απολύτως απαραίτητη αν δεν συμμεριζόμαστε την άποψη ότι η Ιστορία έχει τελειώσει. Όχι για να εντοπίσουμε χοντροκομμένες αναλογίες, ούτε για να κατανοήσουμε τους «νόμους» της ιστορικής κίνησης, πόσο μάλλον για να κοπιάρουμε τις μεθόδους των αγωνιστών και επαναστατών του παρελθόντος. Καταρχάς, «χρειαζόμαστε την ιστορία, όχι όμως με τον τρόπο που τη χρειάζεται ένας κακομαθημένος αργόσχολος μέσα στον κήπο της γνώσης» (Νίτσε). Τη χρειαζόμαστε με τον τρόπο που μας θυμίζει ο Benjamin: «Υπάρχει μια σιωπηρή συμφωνία ανάμεσα στις περασμένες γενιές και τη δική μας. Μας ανέμεναν πάνω στη Γη. Σ’ εμάς, όπως και σε κάθε προηγούμενη γενιά, έχει δοθεί μια ασθενική μεσσιανική δύναμη, για την οποία το παρελθόν προβάλλει μια απαίτηση. Αυτή την απαίτηση δεν είναι καθόλου σωστό να την αγνοούμε»· και συνεχίζει: «Όταν η σκέψη προσηλώνεται αιφνιδίως σε μια συναστρία όπου αφθονούν οι εντάσεις, του καταφέρει [ενν. στο χρόνο] έναν κλονισμό που τον κρυσταλλώνει ως μονάδα… Σ’ αυτή τη δομή αναγνωρίζει το σημάδι μιας μεσσιανικής κατάπαυσης του γίγνεσθαι, με άλλα λόγια μιας επαναστατικής πιθανότητας στον αγώνα για το καταπιεσμένο παρελθόν. Εφεξής, ο ιστορικός παύει να αφήνει να γλιστρά στα δάχτυλά του η αλληλουχία των γεγονότων σαν κομποσχοίνι. Αντιλαμβάνεται τη συναστρία που συναπαρτίζει η δική του εποχή με μια απολύτως συγκεκριμένη προγενέστερη εποχή. Θεμελιώνει έτσι μια έννοια του παρόντος ως επίκαιρου χρόνου, στον οποίο έχουν διεισδύσει θραύσματα του μεσσιανικού χρόνου».

 

 

στη μνήμη των καταπιεσμένων του μακρού εικοστού αιώνα (και όχι μόνο)

Πρόκληση

(στίχοι: Μαχμούντ Νταρουίς – μελοποίηση: ζωή τάχα)

Σφίξε μου τα σχοινιά
απαγόρεψέ μου τα όλα
τσιγάρα μολύβια και χαρτιά.
Σφίξε μου τα σχοινιά
απαγόρεψέ μου τα όλα
σβήσε στο χώμα τη φωτιά.

Πουλιά μυριάδες πάνω
στης καρδιάς μου τα κλαδιά
πλάθουνε το τραγούδι μου.

Το τραγούδι είναι το αίμα
το αλάτι του ψωμιού
το νερό του ματιού.
Το τραγούδι είναι το αίμα
γράφεται με τα νύχια
με το λαρύγγι, τη ματιά.

Πουλιά μυριάδες πάνω
στης καρδιάς μου τα κλαδιά
πλάθουνε το τραγούδι μου.

Μέσα από το κρατητήριο
τα συρματοπλέγματα
με χειροπέδες και δεσμά.
Μέσα από το κρατητήριο
κάτω από το μαστίγιο
κάτω απ’ τις αλυσίδες.

Πουλιά μυριάδες πάνω
στης καρδιάς μου τα κλαδιά
πλάθουνε το τραγούδι μου.

 

 

 

λάμπε ρατ

μάιος 2013

Σχόλια Ανάρτησης

  • Φωτιά στα σύνορα
    Εδώ και κάποιον καιρό παρατηρείται μια στροφή τμήματος του αναρχικού/αντεξουσιαστικού χώρου στην ελλαδική επικράτεια προς τα αριστερά. Με βασικό όχημα τον αντιφασισμό, εισάγεται και αναπαράγεται στο λόγο μας, στη συνθηματολογία μας και κατ’ επέκταση στις πρακτικές μας η ιδέα μιας επαναστατικής συνέχειας ανάμεσα στη δράση των κουκουέδων του ’40 και αυτήν των αναρχικών τού σήμερα. Η πιο καταφανής εκδήλωση αυτής της στροφής δεν είναι άλλη από το γνωστό σύνθημα «ΕΑΜ-ΕΛΑΣ-Μελιγαλάς», που δονεί πλέον τα μπλοκ των αναρχικών τακτικότατα.

    Για τους διεθνιστές αντιπατριώτες, αυτό αποτελεί σημείο ρήξης.

    Ο εθνικισμός της χρυσής αυγής δεν είναι τίποτα παραπάνω από την κορυφή ενός παγόβουνου που από κάτω κρύβει ένα τεράστιο φάσμα πατριωτικών αποχρώσεων, που εκτείνεται από την άκρα δεξιά μέχρι την άκρα αριστερά, και συμπαρασέρνει μαζί του δυστυχώς και τμήματα της αναρχίας. Οι ναζήδες της χρυσής αυγής, βέβαια, φαίνεται να έχουν πλήρη γνώση αυτής της κατάστασης, γι’ αυτό και συνοψίζουν την προπαγάνδα τους στο τσιτάτο «Χρυσή Αυγή, το μοναδικό λαϊκό εθνικιστικό κίνημα». Είναι μπόλικοι οι μνηστήρες της πατρίδας, γι’ αυτό και το ζήτημα της ιδεολογικής κυριαρχίας επί όλου αυτού του πατριωτικού συρφετού είναι πρωταρχικό τους μέλημα.

    Στην κανονικοποίηση της πατριωτικής αφήγησης σχεδόν σε όλες τις εκφάνσεις του πολιτικού βίου έχουν οδηγήσει διάφοροι παράγοντες τις τελευταίες δεκαετίες. Δεν πρόκειται να καταπιαστούμε εδώ με όλους (βλέπε ΠΑΣΟΚ, μακεδονικό, ΛΑ.ΟΣ., ευρωπαϊκό πρωτάθλημα ποδοσφαίρου, ολυμπιάδα κ.τ.λ.), αλλά θα εστιάσουμε στο κόκκινο χαλί που φρόντισε να στρώσει τα τελευταία χρόνια η αριστερά της αγανάκτησης και της εθνικής ανεξαρτησίας.

    Η κοινωνιστική αντίληψη, σύμφωνα με την οποία θα πρέπει να απευθυνθούμε στο λαό και να μετατρέψουμε την οικονομική κρίση σε μία επαναστατική ευκαιρία, οπότε και θα πρέπει να εγκαταλείψουμε τα ιδεολογικά στεγανά μας και να αλληλοζυμωθούμε με τη βίαια προλεταριοποιούμενη πρώην μικρομεσαία και μεσαία τάξη, σήμανε εν μέρει και τον αφοπλισμό της αναρχικής δηκτικής κριτικής στα πράγματα. Τη ζήσαμε τούτη την πλαστικότητα της γνώμης, που τάχθηκε ενάντια στον αναρχικό πουρισμό, τόσο με τη βαλβίδα εκτόνωσης των αγανακτισμένων, όσο και με την αποδοχή προς τις εργατικές εκδηλώσεις των εθνικομπολσεβίκων του ΕΠΑΜ, παραδείγματος χάριν.

    Γιατί και το ΕΠΑΜ φωνάζει «ένας είναι ο δρόμος, λαέ, για να νικάς, ΕΑΜ-ΕΛΑΣ- Μελιγαλάς», καθώς το κάνει και η νεολαία του ΣΥΡΙΖΑ κατά περιπτώσεις. Και επειδή, όπως λέει και ο λαός, «δεν κάνουν τα ράσα τον παπά», θα έπρεπε τουλάχιστον να αρχίσει να αναρωτιέται η κοκκινόμαυρη αναρχία γιατί άραγε ταυτίζεται στο ζήτημα με τους σοσιαλδημοκράτες και τους εθνικομπολσεβίκους.

    Από τότε που έσκασε η κρίση στην Ελλάδα, η αριστερά επέλεξε συνειδητά να ποντάρει τα λεφτά της στο λαϊκίστικο αντιγερμανισμό. Εκεί πάτησε ο νέος πατριωτισμός των τελευταίων τριών χρόνων, στην αποτίναξη του νεοαποικιοκρατικού ζυγού και στην αντίσταση του δοκιμαζόμενου ελληνικού λαού. «Όλοι μαζί να φύγουν οι ναζί» το νέο κορδελάκι, πλάι σε καρικατούρες της Μέρκελ, μούντζες και σημαιάκια.

    Για να βρει λοιπόν χώρο σε αυτό το πολιτικό παιχνίδι η αναρχία έπρεπε να συμβαδίσει, έστω και συνθηματικά, με κάτι οικείο και γνωστό. Κάτι που θα πόλωνε αλλά και θα την ενσωμάτωνε ταυτόχρονα, για να μπορέσει να έχει κι αυτή το μερτικό κοινωνικής απεύθυνσης που της αναλογεί. Ούτως ή άλλως, ο απογαλακτισμός από την αριστερά δεν έλαβε ποτέ χώρα. Χάριν της προσαρμοστικότητας λοιπόν, οι σταλίνες του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ γίνανε πολιτικοί προπάτορες, κι οι αναρχικοί πλέον οι κληρονόμοι μιας αγωνιστικής αντιναζιστικής παράδοσης. Ο πατριωτισμός και η εθνικοφροσύνη των εαμιτών όπως και ο συγκεντρωτισμός και ο μιλιταρισμός γίνανε θέματα δευτερεύοντα, που η αναρχία τούς έδωσε συγχωροχάρτι. Ήταν, λέει, άλλο το πλαίσιο τότε, και όσοι τολμούν να μιλήσουν εναντίον, είναι ή φαντασμένοι κοσμοπολίτες ή αφελείς ανιστόρητοι.

    Εμείς από την άλλη, σε πείσμα των καιρών και ενάντια στην πατριωτική κατρακύλα, κόντρα στον ευνουχισμό του αναρχικού λόγου και συνεπείς στον αγώνα της διεθνιστικής προοπτικής φωνάζουμε: Ούτε πατριώτες, ούτε σταλινικοί, αναρχικοί της πράξης κι εξεγερσιακοί.

    ανωνύμου
    Αναδημοσίευση από Contra Info

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *