“Για μια εβδομάδα που άξιζε να βλέπεις τις ειδήσεις των 8..!”

Λίγες μόλις μέρες έχουν περάσει από την εκλογή της νέας κεντρικής πολιτικής διαχείρισης από το υβριδικό σοσιαλδημοκρατικό μόρφωμα του Σύριζα και η αλλαγή είναι εντυπωσιακή.  Ακριβώς, όμως, γιατί πρόκειται για μια αλλαγή των εντυπώσεων. Αλλαγή του τρόπου με τον οποίο εντυπώνεται η κυριαρχική σχέση στην κοινωνική συνείδηση. Οι εύκολες αλλαγές (σε επίπεδο μορφής και συμβολισμών)… εύκολα καίγονται. Οι εντυπωσιακές αυτές αλλαγές που θέλουν να παρουσιάζονται ως πολιτισμικές τομές, δημιουργούν, ωστόσο, κοινωνικές προσδοκίες σε επίπεδο αλλαγής των κυριαρχικών δομών τέτοιες που δεν πρόκειται να ικανοποιηθούν  στην προδιαγραφόμενη ευθεία αναλογία τους. Όχι μόνο γιατί δεν υπάρχει καμία αλλαγή σε αυτή καθεαυτή την δομή της κυριαρχικής σχέσης αλλά και γιατί κανείς δεν διατείνεται ότι θα υπάρξει. Δεν θα σταθούμε σε μια εύκολη πολεμική ως απόρροια της παρουσίας του ακροδεξιού μορφώματος των ΑΝΕΛ στην συγκυβέρνηση. Αλλά στην σοσιαλδημοκρατία αυτή καθεαυτή.  Σε κάθε ευκαιρία η νέα συγκυβέρνηση καταθέτει μια ισχυρή βούληση για μεταρρυθμίσεις που δεν θα απειλήσουν την κυριαρχική ομαλότητα. Πρόκειται για πολιτική έκφραση των κεϋνσιανικών αρχών της σοσιαλδημοκρατίας: αδιατάρακτη διαδικασία κεφαλαιακής συσσώρευσης, δημιουργία ελλειμμάτων για την καταπολέμηση της ανεργίας και την συνακόλουθη επανενεργοποίηση της αγοραστικής δύναμης καθώς και επικέντρωση στην αναδιανομή του πλούτου. Τί άλλο από αστική ανασυγκρότηση του ελληνικού καπιταλισμού;

Το τρισμέγιστο -είναι αλήθεια-θεαματικό κέρδος έχει ήδη σωρευτεί από τους σοσιαλδημοκράτες στην κοινωνική συνείδηση με μεγάλη ευκολία κι αυτό γιατί συγκρίνεται με τον εκκωφαντικό σκοταδισμό της απελθούσας ακροδεξιάς πλέμπας. Οι συμμορίες των ακροδεξιών διαχειριστών που στόχο είχαν -και θα συνεχίσουν να έχουν- τον γενικευμένο κοινωνικό εξανδραποδισμό επικουρούμενες από εγχώριες και αλλοδαπές ομάδες μεγάλων συμφερόντων, καταποντίστηκαν μέσα στον ωκεανό του σκοταδισμού και της αντιδραστικότητας, της εθελοδουλείας προς τα υπερεθνικά διευθυντήρια από τη μια και της ανυπόφορης αλαζονείας και κακεντρεχούς μικροψυχίας προς τις υποτελείς τάξεις από την άλλη. Ελάχιστες κινήσεις των σοσιαλδημοκρατών, οι οποίες δεν χρειάστηκε καν να ξεφύγουν στο ελάχιστο από την αστική νομιμότητα, έκαναν τη άμεση διαφορά στον «δημόσιο βίο» αφού τράβηξαν το πέπλο της μικρόνοης κινδυνολογίας της ακροδεξιάς συμμορίας και των θλιβερών συνοδοιπόρων της. Την ίδια στιγμή, ωστόσο, στο πρώτο υπουργικό συμβούλιο, ο πρωθυπουργός δήλωσε: «Οι Έλληνες έχουν μεγάλες προσδοκίες. Δεν περιμένουν να αλλάξει από τη μια μέρα στην άλλη η δύσκολη οικονομική κατάσταση αλλά έχουν την απαίτηση να είμαστε κυβέρνηση με εντελώς διαφορετικό ύφος εξουσίας». Η κυβέρνηση «όλων των Ελλήνων» έχει εξαφανίσει την ταξική και ιεραρχική κοινωνική διαστρωμάτωση μέσα σε ηθικολογικού τύπου ποσοτικές («οι πολλοί και οι λίγοι») και ποιοτικές («αξιοπρεπείς και διεφθαρμένοι») αναφορές.

Μια ερμηνεία για την συγκεκριμένη τακτική είναι η προσδοκία ότι με αυτή την ταχεία  συσσώρευση θεαματικού «τζίρου» στην κοινωνική συνείδηση σύντομα από τα «εύκολα» θα εισπραχθεί και η αναγκαία πολιτική υπεραξία που χρειάζεται για τα «δύσκολα». Αυτό το μεταρρυθμιστικό τζογάρισμα αποτελεί και την «ριζοσπαστικότητα» που έχει εξαγγείλει η  σοσιαλδημοκρατία με το προσωπείο της  «ριζοσπαστικής αριστεράς» (όταν ο ριζοσπαστισμός ως ουσία της προταγματικής ενέργειας χωνεύεται από το πάντα αμφιλεγόμενο επίθετο «μεταρρυθμιστικός»). Όταν λοιπόν φτάσουμε στα «δύσκολα» περιμένουμε την στήριξη του «λαού» που θα έχει πειστεί από τα πρώτα δείγματα της “καλοπροαίρετης” αυτή τη φορά εξουσίας. Είναι τότε που θα έχουν κερδηθεί όλες οι ασκήσεις του «εντελώς διαφορετικού ύφους εξουσίας». Ο «λαός» θα πρέπει να κάνει υπομονή και να δώσει χρόνο στο πλαίσιο μιας νέου τύπου εκεχειρίας προς την κεντρική εξουσία. Και αν χρειαστεί να βγει στο δρόμο τότε θα πρέπει να το κάνει για να στηρίξει την ατζέντα της κεντρικής πολιτικής διαχείρισης.

Είναι δεδομένο ότι ένα κομμάτι του αντιθεσμικού ανταγωνιστικού κινήματος ψήφισε τον Σύριζα για πολλούς και διάφορους λόγους. Κανείς όμως λόγος, κατά την άποψή μας δεν δικαιολογεί σε καμία περίπτωση την καταστρατήγηση της αξιακής αντιεκλογικής θέσης. Ο αγώνας ενάντια σε κάθε είδους ανάθεση έχει υποσταλεί σε μικροπολιτική στρατηγική μιας κωμικοτραγικής real-politik που, όπως και κάθε τέτοια, έχει πάντα μεγάλη ιδέα για τον εαυτό της. Στο προκείμενο, ενώ έχεις την ανυπόστατη αντίληψη ότι εσύ χρησιμοποιείς τους θεσμούς, αντιλαμβάνεσαι -σχεδόν πάντοτε αργά- ότι έχεις γίνει υποχείριό τους.

Αν απευθυνθούμε στην Ιστορία, είναι αδιαμφισβήτητος ο συντριπτικός βαθμός ενσωμάτωσης του αντικαπιταλιστικού/εναντιωματικού κινήματος αμέσως μετά τις εκλογές του 1981 από την κυβέρνηση του Πασόκ. Κάθε εποχή έχει και την σοσιαλδημοκρατία που της αξίζει. Και η σοσιαλδημοκρατία της εποχής εκείνης εκμαίευσε χωρίς καμία ουσιαστική προσπάθεια μια αρκετά μακροπρόθεσμη εκεχειρία σε σχέση με τους πολιτικούς και κοινωνικούς αγώνες. Οι αισθητικού τύπου -και ως εκ τούτου εύκολες- ακαριαίες αλλαγές των πρώτων ημερών ανάληψης της εξουσίας από τις «προοδευτικές δυνάμεις» γέμισαν με φρούδες, όπως αποδείχθηκε εκ των υστέρων, ελπίδες το «αντικαπιταλιστικό κίνημα». Τις πρώτες αλλαγές ακολούθησαν μερικές «δύσκολες» εξαγγελίες αλλά εξίσου πειστικές ως τέτοιες: η έξοδος από την ΕΟΚ και το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ και το διώξιμο των αμερικάνικων βάσεων.  Τα επόμενα χρόνια επιβεβαιώθηκε ότι τίποτε από αυτά δεν θα μπορούσε να γίνει πραγματικότητα. Εν τω μεταξύ, ένα συντριπτικά μεγάλο μέρος της  εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς διαλύθηκε, το ΚΚΕ  «έδωσε χρόνο» στην αλλαγή, η “επαναστατική οργάνωση 17Ν” δήλωσε ανακωχή για δύο χρόνια, αυτόνομες γυναικείες ομάδες διαλύθηκαν και «αξιόλογα» μέλη τους «επάνδρωσαν» την νεοϊδρυθείσα Γενική Γραμματεία Ισότητας, πολλοί σύντροφοι και συντρόφισσες  χωνεύτηκαν οριστικά μέσα στην μεταρρυθμιστική ραστώνη. Αυτό ήταν το «κλίμα». Παρόλα αυτά ο μόνος πολιτικός χώρος που κινήθηκε ενάντια στην παραμύθα της ριζοσπαστικής αλλαγής ήταν ο αναρχικός/ αντιεξουσιαστικός. Έναν μόλις μήνα μετά την ανάληψη της εξουσίας από το Πασόκ,  δρομολογήθηκαν καταλήψεις σε διάφορα δημόσια κτίρια σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη και Ηράκλειο προκειμένου να μετατραπούν σε προπύργια κοινωνικών αντιστάσεων. Μια τέτοια κατάληψη έγινε και στο Αιγάλεω, στο Μποδοσάκειο δημοτικό σχολείο που βρισκόταν μπροστά στην πύλη του Μπαρουτάδικου επί της Ιεράς Οδού. Τον Γενάρη του 1982 οι απόπειρες αυτές κατεστάλησαν με πρωτεργάτριες τις «δημοκρατικές» δυνάμεις, τους θιασώτες της ανακωχής με την κεντρική εξουσία. Στο Αιγάλεω, η δημοτική αρχή προχώρησε στην κατεδάφιση του κτιρίου και τη δημιουργία μιας… πάντοτε άδειας από παιδιά, αντιλειτουργικής μέχρι και σήμερα, παιδικής χαράς.

Στις μέρες μας, μια τέτοια επανάληψη της ενσωμάτωσης και της ανακωχής προφανώς δεν μπορεί παρά να είναι φάρσα. Αυτό που ζητά η τρέχουσα διαχείριση της αστικής ανασυγκρότησης από τις αντιθεσμικές δυνάμεις ως «εποικοδομητική κριτική στην εξουσία» είναι μια επικίνδυνη μετάθεση μιας αξιακής τους θέσης, καθώς η όποια εποικοδομητική κριτική αφορά πάντοτε αγώνες και ποτέ τις δυνάμεις της ανάθεσης. Πιστεύουμε ότι η -φενακισμένη ή μη- σοσιαλδημοκρατική μεταρρύθμιση επιδιώκει τη “ρεαλιστική” αποδόμηση κάθε αντιθεσμικού ριζοσπαστισμού. Θεωρούμε ότι η εξουσία –ανεξάρτητα από την «γοητευτική» της μορφή, στο προκείμενο, με άρωμα μεταμοντέρνου δομικισμού- πάντα θα διαφθείρει.  Θεωρούμε ότι η πράξη της ανάθεσης είναι ανταγωνιστική προς τα αυθεντικά περιεχόμενα των κοινωνικών αγώνων.

Καμία ανακωχή με την εξουσία σε κάθε της μορφή. Δεν υποστέλλουμε ούτε τα απελευθερωτικά μας περιεχόμενα ούτε τη δυναμική υπεράσπισή τους.


by

Tags:

Comments

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *