Διεκπεραιώνουμε την επιβεβαίωση του βασιλείου της κοινοτυπίας. Οι σχέσεις και οι καταστάσεις πλήττονται από την συμβατικότητα, διαλύονται σε θραύσματα κοινοτυπίας, αποτυπώνονται σε ανέμπνευστα ερείσματα, κυριαρχούν σε ένα τοπίο απόλυτης μοναξιάς ή φαντασιακές συντροφιές αιρετικών ελίτ. Τα όρια μεταξύ κοινοτυπίας και υπέρβασης της, χάνονται μέσα σε έναν υποκειμενικό ιδεαλισμό, γίνονται ασαφή και αναγνωρίζονται μόνο στη βάση της αναίρεσης αυτού που θα λέγαμε «παράδοση» . Σε κάθε χώρο, σε όλο το φάσμα όπου εκδηλώνεται η πλοκή των ανθρώπινων συναντήσεων , ο έρωτας, η κουλτούρα, η πολιτική δράση, και εκεί όπου όλα εν τέλει αντανακλώνται: στην κοινωνική δόμηση. Τα κριτήρια αυτού του διαχωρισμού είναι από συναισθηματικά μέχρι και εγκεφαλικά. Από ένα αφαιρετικό «βαριέμαι», μέχρι μια «σύμφωνα με τα ιερά κείμενα» καταγγελία των κομφορμιστικών και αντεπαναστατικών συμπεριφορών. Η αναφορά της καινοτομίας σε ένα άγνωστο ουτοπικό πεδίο, που δεν είναι συνετό να είναι συγκεκριμένο, αλλά, σαφώς εύκολα αναγνωρίσιμο στην εκδήλωση του, δημιουργεί έναν χωρισμό από το κοινότυπο πάντα στην βάση: τι δεν θέλω. Ο αγώνας ενάντια στην κοινοτυπία μοιάζει με τον αγώνα για την ουτοπία: σε κάνει να κινείσαι διαφεύγοντας διαρκώς από τη στενωπό της φθοράς, της μονιμότητας. Έτσι, εμφανίζεται μια καλή σύνδεση του προσωπικού με το πολιτικό. Και ταυτόχρονα εμφανίζονται δυο διαφορετικής ποιότητας αφετηρίες προσέγγισης της υπέρβασης του κοινότυπου. Οι άνθρωποι που με άγχος εκτίθενται στις προσωπικές τους σχέσεις, διαισθάνονται το μάταιο και νομοτελειακό τέλος που επιβάλλουν οι κοινότυπες συμπεριφορές, αγχώνονται, και η αγωνία για ζωντάνεμα των καθημερινών επαφών, τελικά, στην πιο συνήθη εκδοχή, τους προσάπτει μια άλλου είδους κοινοτυπία. Την κοινοτυπία της γραφικότητας. Οι άνθρωποι που ανακαλύπτουν μέσα από μια κριτική πολιτική αναζήτηση την ταύτιση κοινοτυπίας και συμβατικότητας, συνήθειας και κυριαρχίας, επαναπροσδιορίζουν μέσω τυπικών λογικών συμπερασμάτων – πέρα από την πολιτική τους δράση – και τις διαπροσωπικές τους σχέσεις. Αυτές οι «κατηγορίες» ενάντια στο κοινότυπο είναι σαφώς σχηματικές και είναι σίγουρο ότι επικοινωνούν με έναν βέβαιο τρόπο, κάνοντας μας να αναγνωρίζουμε τον εαυτό μας σε όλο το ενδιάμεσο φάσμα (έστω και διαισθητικά) ή αντιλαμβανόμενοι μια συνάφεια στις ίδιες τις αφετηρίες των «κατηγοριοποιήσεων». Αυτό όμως που έχει σημασία, στο προκείμενο, δεν είναι τόσο η διαδρομή που ακολουθεί κάποιος-α για το ξεπέρασμα του καθημερινού βάλτου, αλλά ο τρόπος που, εν τέλει, το αντιμετωπίζει. Ο Έρμαν Έσσε –θεωρητικός της παγκόσμιας φρικοσύνης– στο μοναδικό του δοκίμιο, πέρα από την λογοτεχνική του ενασχόληση, έγραψε το θαυμάσιο, νιτσεϊκής προέλευσης, τσιτάτο: η συνείδηση είναι σαν μια μηχανή και σε κείνους που την έχουν λείπει απλά το κλειδί για να μπει μπροστά… Όσο για τους άλλους, που δεν έχουν την μηχανή-συνείδηση, προφανώς…λυπάται. Εξαίσιο δείγμα ενός ιδιότυπου ρατσισμού (δηλαδή διαχωρισμού στη βάση πραγμάτων που ο όποιος Άλλος όχι μόνο δεν ευθύνεται γι’ αυτά, αλλά δεν μπορεί και να τα αλλάξει). Έτσι, οι διαφορετικοί, καλυπτόμενοι πίσω από κάποια αφαιρετικά αισθητήρια επιλογής μιας «ενδιαφέρουσας» παρέας (εμπνευσμένης, σουρεαλιστικής, ζωντανής κλπ.), στην ουσία δικαιώνουν σαφώς προβληματικά κριτήρια νιτσεϊκού τύπου. Σε μια προσπάθεια να κοπιάσεις με «μη ενδιαφέροντες» και «βαρετούς» ανθρώπους, σπάζοντας την κρούστα της κοινοτυπίας τους με κείνους τους ανθρώπους (εννοείται που το ζητάνε), αντιπαραθέτεις μια κοινοτυπία άλλου τύπου, αυτήν του να ενδιαφέρεσαι για τον δικό σου πολύτιμο χρόνο, για την δική σου αγωνία, γι’ αυτά που ακολουθούν μόνο τις δικές σου διαθέσεις. Εννοώ ότι, ο Χρόνος αντί να λειτουργήσει και με αντικειμενικά κριτήρια, μια και αφορά σχέσεις, λειτουργεί με σημείο αναφοράς αποκλειστικά το Εγώ. Απ’ την άλλη μεριά έχουμε προφανώς αντιληφτεί ανθρώπους που αγωνίζονται ενάντια στην συμβατικότητα να βρίθουν κοινότυπων επιλογών. Το κοινότυπο έχει κώδικες, που οφείλουμε να τους κάνουμε συγκεκριμένους για να τους σπάσουμε. Κι αν εισάγουμε την μέθοδο μορφής και περιεχομένου, τότε διαπιστώνουμε ότι η κοινότυπη αισθητική πολλές φορές ενέχει έναν εξόφθαλμο πυρήνα άρνησης του κοινότυπου περιεχομένου. Είναι απλή διαλεκτική. Έτσι, η επίκληση της άρνησης της κοινοτυπίας, εμφανίζει τον κίνδυνο μιας άλλης κοινοτυπίας, αυτήν της νιτσεϊκής μοναχικότητας απ’ τη μια, και της πολιτικής απραξίας απ’ την άλλη, ώσπου «κάποτε» να δηλώσει παρουσία η εμπνευσμένη «παρέα» ή η καινοτόμα πράξη.
από την απαξίωση της κοινοτυπίας στην κοινοτυπία της απαξίωσης
by
Tags:
Leave a Reply