Ο Γιάννης ο «Ληστής» έφυγε. Η είδηση την Παρασκευή ότι ένας 34χρόνος έβαλε τέλος στη ζωή του στα Χανιά ήταν δυσάρεστη. Το σοκ όμως που προκλήθηκε σε όσους γνώριζαν έστω και λίγο τον Γιάννη τον Κτιστάκη ήταν πολύ μεγάλο για να το αποδεχτούν. Καθένας που το μάθαινε, ρωτούσε να μάθει πραγματικά ποιος έφυγε από τη ζωή γιατί αποκλείεται να έφυγε ο Γιάννης ο «Ληστής». Ο Γιάννης δε θα έφευγε ποτέ έτσι. Δε μπορεί να έφυγε. Δεν είναι αποδεκτό.
Αυτό το παιδί το γεμάτο ενέργεια και χαμόγελο, που ήταν πάντα δίπλα στον άλλο στις δυσκολίες, και ήξερε να μοιράζει τη χαρά, αποκλείεται να έφυγε έτσι, μ’ αυτό τον λυπημένο τρόπο. Ο άνθρωπος που ήθελε να ληστέψει μια τράπεζα για να μοιράσει όλα τα χρήματα στους διαβάτες που θα τύχαινε να περνούσανε από εκεί. Ο Γιάννης ο αγαπημένος, ο καλός φίλος, ο σύντροφος, ο σύζυγος, ο πατέρας, δε γίνεται να έφυγε. Τι να λέμε λοιπόν τώρα. Τι να λέμε γι’ αυτό που ζούμε όλοι μας όταν οι καλύτεροι από εμάς είτε μεταναστεύουνε σε άλλες χώρες είτε μεταναστεύουνε από τη ζωή. Όταν πλέον το κόστος δε μετριέται σε χρήμα αλλά σε ανθρώπινο αίμα. Τι δικαιολογία να βρούμε και πως να πείσουμε τους εαυτούς μας πως έτσι είναι… Τι να πούμε..
Ο Γιάννης ήταν μια σπάνια πάστα ανθρώπου, γεμάτος ιδέες, ενέργεια, χαμόγελο, πίστη στο καλύτερο του ανθρώπου, πάντα έτοιμος να δώσει ένα χέρι και να βοηθήσει, οραματιστής και ονειροπόλος. Άνθρωπος χαρισματικός μπορούσε να επικοινωνεί αισθήματα και σκέψεις και να μεταλαμπαδεύει το πάθος του στους άλλους. Αληθινά χαρισματικός, σ’ ότι έκανε, ο καθένας αναγνώριζε ότι απουσίαζε το στοιχείο της προσποίησης. Σπάνια περίπτωση.
Θυμάμαι την πρώτη φορά που τον γνώρισα πριν περίπου 10 χρόνια, ίσως και παραπάνω. Καθόμασταν στο «Μύθο» και μιλούσαμε για διάφορα, από τον έρωτα μέχρι τους πρεκάριους και τον Λούθερ Μπλίσετ, το ρόλο της αρχιτεκτονικής και της πολεοδομίας στις ζωές μας. Ο Γιάννης από τότε είχε τρομερή πίστη στις δυνάμεις του ανθρώπου. Αργά, σχεδόν ξημέρωνε και ο Γιάννης, που δεν ήξερα τότε πως τον έλεγαν Κτιστάκη αφού γνώριζα μονάχα το «Ληστής», κυκλοφορούσε με ένα ακορντεόν, αυτό που κάποια στιγμή άρχισε να παίζει καθώς περπατούσαμε. Στο άδειο λιμάνι ακουγόταν οι ήχοι ενός ακορντεόν κι ονειροπόλες σκέψεις που περίμεναν να πραγματωθούν.
Έτσι όπως και τον αποχαιρέτησαν και οι φίλοι του σήμερα Κυριακη, υπό τους ήχους ενός ακορντεόν που όμως αυτή τη φορά έπαιζε λυπημένες μελωδίες δίπλα από τον τάφο του στο νεκροταφείο στο Σταλό..
Τον Γιάννη δε μπορούσες εύκολα να τον κατηγοριοποιήσεις. Δεν αποδεχότανε τις ταμπέλες κι αυτός άλλωστε, δεν άνηκε σε κάποιο κλειστό κύκλο στενό, δημιουργούσε έναν κύκλο που ήθελε συνεχώς να τον διευρύνει, τον άνοιγε όλο και παραπάνω για να χωρέσει περισσότερους, ακόμα περισσότερους ανθρώπους, για να τους χωρέσει όλους. Να τους ενώσει.
Ένας κύκλος που θα μπορούσε να ήταν αυτός μίας ρόδας. Ή ενός φεγγαριού. Βασικός ιδρυτής του παιχνιδιού «Φεγγάρι στη Ρόδα», ήθελε με αυτό τον τρόπο να μεταλαμπαδεύσει το πάθος του για το ποδήλατο, για τη στάση ζωής που συνεπάγεται το ποδήλατο, τη σχέση που διαμορφώνει, τις αλλαγές που μπορεί να φέρει στην καθημερινότητα.
Την Κυριακή στην κηδεία του στη Μητρόπολη Χανίων η πλατεία γέμισε με ποδήλατα. Τον συνόδευσαν μετά ως το νεκροταφείο στον Σταλό σε μια ποδηλατοπορεία λυπημένη και μελαγχολική. Είδα στο δρόμο ποδηλάτες να σταματούν γιατί έκλαιγαν με λυγμούς. Για την τελευταία βόλτα τους μαζί με τον Γιάννη.
Όλα τα υπόλοιπα είναι περιττά. Έφυγε ένας εξαιρετικός νέος άνθρωπος που είχε να προσφέρει πολλά, είχε ακόμα πολλές ιδέες, ιδέες που ήξερε να τις πραγματώνει, για τον τόπο και τους ανθρώπους του. Τα ειλικρινή συλληπητήρια μας και κουράγιο στους οικείους του, στη γυναίκα του και τα παιδιά του που δεν πρόλαβε να τα δει να μεγαλώνουν. Είναι ένα μεγάλο σοκ και μια μεγάλη απώλεια.
Leave a Reply