Καθώς περνάμε από τις διάφορες συνοικίες του Αιγάλεω και φτάνουμε στη γειτονιά του Αγίου Σπυρίδωνα, επιβραδύνουμε τα βήματά μας προσπαθώντας να απαγκιστρωθούμε από την ταχύτητα με την οποία εκτυλίσσεται η ροή των ανθρώπων και των εμπορευμάτων ακόμα και μέσα στα προάστια της μητρόπολης. Σε πείσμα της κυρίαρχης ιδεολογίας που διακηρύττει ότι “οι δρόμοι υπάρχουν για να διασχίζονται”, στεκόμαστε για λίγο και περιεργαζόμαστε τα κτίρια που υπάρχουν γύρω μας. Κτίρια παλιά, ανακαινισμένα ή καινούρια που διαπλέκονται μεταξύ τους με έναν τρόπο ικανό να προκαλέσει σύγχυση. Χρειάζεται να συνεχίσουμε υπομονετικά την εξερεύνησή μας μέχρι να αρχίσουμε να διακρίνουμε τις εικόνες από το μακρινό ή πρόσφατο παρελθόν της προσφυγιάς και της μετανάστευσης, της φτώχειας και των κοινωνικών αγώνων, των ονείρων που εκπληρώθηκαν ή – συνηθέστερα – διαψεύστηκαν. Εικόνες σιωπηλές που στοιβάζονται σαν ένα ανάμικτο υλικό από διαδοχικά στρώματα ιστορικής μνήμης και συνθέτουν ένα λαβυρινθώδες παρόν. “Όλες οι πόλεις είναι γεωλογικές”, έγραφε ο Ιβάν Στσεγκλώφ. Και η συνοικία του Αγίου Σπυρίδωνα δεν αποτελεί εξαίρεση.
Σ’ αυτή τη γειτονιά έφτασαν πρώτοι κι εγκαταστάθηκαν το 1922 οι Ασσύριοι πρόσφυγες, λίγες εκατοντάδες μέτρα μακριά από τα παραπήγματα που είχαν ήδη στήσει οι εργάτες γύρω από το Πυριτιδοποιείο στα τέλη του 19ου αιώνα. Κυνηγημένοι από το Οθωμανικό κράτος λόγω του διαφορετικού θρησκεύματος και της εθνικής καταγωγής τους, οι Ασσύριοι αναγκάστηκαν αρχικά να καταφύγουν στη Ρωσία κατά την περίοδο 1914-18. Το 1922, δέκα χιλιάδες Ασσύριοι πρόσφυγες ξεκίνησαν ένα μακρύ κι εξαντλητικό ταξίδι από τη Ρωσία προς τις Τουρκικές ακτές ελπίζοντας στον επαναπατρισμό τους. Καθώς δεν τους επιτράπηκε να αποπλεύσουν στην Τουρκία, αναγκάστηκαν να συνεχίσουν το ταξίδι τους και αγκυροβόλησαν στη Μακρόνησο. Αλλά η πείνα, οι κακουχίες και οι ασθένειες άρχισαν να αποδεκατίζουν τον πληθυσμό των προσφύγων, αναγκάζοντας την ελληνική κυβέρνηση να τους μεταφέρει στο Κερατσίνι και από εκεί σε καταυλισμό στην Καλαμάτα. Το ξέσπασμα μιας νέας επιδημίας και η εχθρική στάση του ντόπιου πληθυσμού οδήγησαν στην εκ νέου μεταφορά τους στην Αθήνα, αρχικά στο σταθμό Λαρίσης κι έπειτα στο Μοσχάτο και στον Άγιο Σπυρίδωνα του Αιγάλεω. Εκεί θα ριζώσουν τελικά και θα χτίσουν τον πρώτο οικισμό της περιοχής, χωρίς νερό ή ηλεκτρικό ρεύμα και χωρίς να έχουν προηγηθεί στοιχειώδη έργα υποδομής που θα καθιστούσαν τον τόπο κατοικήσιμο.
Την ίδια περίοδο, η συντριβή του Ελληνικού στρατού από τους αντάρτες του Κεμάλ προκάλεσε ένα μαζικό κύμα προσφύγων που έφτασαν στην Ελλάδα από τα παράλια της Μικράς Ασίας. Πολλοί Μικρασιάτες πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν το 1929 στο Αιγάλεω γύρω από την Ιερά Οδό και έχτισαν τα σπίτια τους σε περιβόλια που απαλλοτριώθηκαν με απόφαση της ελληνικής κυβέρνησης. Το 1934 αναγνωρίστηκε επίσημα η Κοινότητα του Αιγάλεω, στην οποία προσαρτήθηκε – μεταξύ άλλων – ο συνοικισμός Σωτηράκη στην περιοχή του Αγίου Σπυρίδωνα. Η ίδια η εκκλησία άρχισε να χτίζεται την άνοιξη του 1936. Στη διάρκεια της κατοχής αναπτύχθηκε στο Αιγάλεω σημαντική αντιστασιακή δράση κατά των ναζιστικών αρχών και των ντόπιων συνεργατών τους. Την άνοιξη του 1944 η τοπική οργάνωση του ΕΛΑΣ κατάφερε να εξοντώσει τα μέλη μιας ομάδας δοσίλογων που είχε την έδρα της στην περιοχή του Σωτηράκη και ήταν γνωστή με το όνομα “Ες-Ες του Αγίου Σπυρίδωνα”. Μετά τη σφαγή που διαπράχθηκε στον Άγιο Γεώργιο από τα Ναζιστικά στρατεύματα στις 29 Σεπτεμβρίου 1944, 41 απανθρακωμένα πτώματα Αιγαλιωτών θάφτηκαν δίπλα στον Άγιο Σπυρίδωνα εν μέσω θρήνων από τους φίλους και συγγενείς τους.
Με τη λήξη του εμφύλιου πολέμου, το κύμα εσωτερικής μετανάστευσης από την ύπαιθρο προς την Αθήνα – που οφειλόταν τόσο σε οικονομικούς λόγους όσο και στην επιδίωξη πολλών διωκόμενων αριστερών να βρουν καταφύγιο στην ανωνυμία της πρωτεύουσας – αύξησε σημαντικά τον πληθυσμό του Αιγάλεω, ο οποίος αποτελούταν κυρίως από εργάτες και αυτοαπασχολούμενους μικροϊδιοκτήτες. Μέχρι τη δεκαετία του 1970, η ενορία του Αγίου Σπυρίδωνα (η οποία περιλαμβάνει επίσης τμήμα του δήμου Περιστερίου) ήταν η τέταρτη μεγαλύτερη ενορία της Αθήνας. Την επόμενη δεκαετία, ο Άγιος Σπυρίδωνας αποτέλεσε τόπο υποδοχής προσφύγων και μεταναστών από χώρες της Μέσης Ανατολής – ιδίως από το Ιράκ και το Πακιστάν. Μετά το 1990, η κατάρρευση των γραφειοκρατικών καθεστώτων της Ανατολικής Ευρώπης κατέστησε την οικονομικά αναπτυσσόμενη Ελλάδα πόλο έλξης για πολλούς μετανάστες από την Αλβανία και άλλες Βαλκανικές χώρες, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν τόσο στον Άγιο Σπυρίδωνα όσο και σε άλλες συνοικίες της πόλης. Τέλος, τα πιο πρόσφατα κύματα προσφύγων και μεταναστών προέρχονται κυρίως από χώρες της Ασίας και της Μέσης Ανατολής οι οποίες αποσταθεροποιούνται εξαιτίας των εμφύλιων συρράξεων και των ιμπεριαλιστικών πολεμικών επιχειρήσεων που διεξάγονται εκεί από τα κράτη της καπιταλιστικής Δύσης. Η σκιαγράφηση αυτής της ιστορικής διαδρομής είναι αρκετή για να γελοιοποιήσει κάθε μύθο περί εθνικής ή φυλετικής καθαρότητας και να αποδείξει ότι ο Άγιος Σπυρίδωνας (όπως και ολόκληρο το Αιγάλεω) υπήρξε εξ αρχής και συνεχίζει μέχρι σήμερα να είναι ένας προσφυγικός τόπος υποδοχής και συνύπαρξης διαφορετικών λαών και πολιτισμών.
Καθώς διασχίζουμε την οδό Παλαιάς Καβάλας από το ύψος της Λεωφόρου Αθηνών μέχρι τον Κηφισό, αναγνωρίζουμε τα ίχνη της ιστορίας – της δικής μας ιστορίας, της δικής μας ζωής – χαραγμένα στις πλατείες και στους τοίχους των κτιρίων, στις καθημερινές σχέσεις και συναντήσεις με τους κατοίκους της πόλης. «Καθετί που βλέπουν γύρω τους οι άνθρωποι είναι το πρόσωπό τους, τα πάντα τούς μιλούν για τον εαυτό τους… Το ίδιο το τοπίο τους είναι ζωντανό»(Μαρξ). Βλέπουμε πρώτα το γωνιακό συνεργείο αυτοκινήτων που διαδέχθηκε πριν από χρόνια το παλιό παντοπωλείο, το οποίο είχε με τη σειρά του αντικαταστήσει το χαμόσπιτο όπου είχαν καταλύσει το 1950 κάποιοι εσωτερικοί μετανάστες φτάνοντας από το χωριό τους στην Αθήνα. Και συλλογιζόμαστε ότι αυτές οι διαδοχικές αλλαγές στη χρήση του κτιρίου αποτυπώνουν τη διαχρονική εξέλιξη των οικονομικών σχέσεων και της φυσιογνωμίας της πόλης. Πράγματι, το αρχικό άνοιγμα του μικρού παντοπωλείου(δηλαδή το πέρασμα από την οικιστική στην εμπορική χρήση του κτιρίου) συμβαδίζει με την ενθάρρυνση ενός καθεστώτος μικροϊδιοκτησίας στην οικονομική ζωή της μετεμφυλιακής Ελλάδας, ενώ το μετέπειτα κλείσιμό του συνδέεται με την αδυναμία του να ανταγωνιστεί τα μεγάλα σουπερμάρκετ που άρχισαν αργότερα να κατακλύζουν την πόλη. Παράλληλα, η τάση συγκεντροποίησης της αγοράς ευνοήθηκε ακόμα περισσότερο από την οργάνωση του εμπορικού κέντρου του Αιγάλεω πάνω στην Ιερά Οδό (όπου υπήρχαν διευρυμένες καταναλωτικές δυνατότητες και ευχερέστερη πρόσβαση), οδηγώντας στη σταδιακή εξαφάνιση των μικρών μαγαζιών από τις γειτονιές της πόλης. Τέλος, η αντικατάσταση του παντοπωλείου από το σημερινό συνεργείο αντανακλά την εισβολή του αυτοκινήτου ακόμα και στις φτωχογειτονιές της πόλης, όπου η απόκτηση ενός Ι.Χ. ως “είδους πολυτελείας” διευκολύνθηκε από την εκτεταμένη παροχή τραπεζικών δανείων πριν το ξέσπασμα της κρίσης και ενίσχυσε το “κοινωνικό κύρος” των μικροαστικών στρωμάτων.
Ακριβώς απέναντι από το συνεργείο, το γεφυράκι ένωνε μέχρι πριν λίγα χρόνια τις όχθες του ρέματος που χάζευαν τα παιδιά από τα μπαλκόνια των σπιτιών τους κάθε φορά που έπεφτε μεγάλη νεροποντή. Την ίδια στιγμή, οι γονείς τους αγωνιούσαν μήπως φουσκώσει ξανά το ρέμα και αναλογίζονταν τους ανθρώπους που είχαν πνιγεί εκεί στις πλημμύρες της δεκαετίας του ’70. Σήμερα, το ρέμα αυτό – το “Χαϊδαρόρεμα” – είναι ένα από τα 700 μπαζωμένα ρέματα της πρωτεύουσας που της επέστρεψαν την “ασφυξία” τους στην πρόσφατη πλημμύρα της Παρασκευής 24 Οκτώβρη.
Πιο κάτω βρίσκεται ακόμα η μονοκατοικία όπου εγκαταστάθηκε στα μέσα του ’90 ένα νεαρό ζευγάρι από την Αλβανία με δύο μικρά παιδιά, προκαλώντας την αμφίθυμη αντίδραση των γειτόνων – εκείνη την αμφίθυμη στάση καχυποψίας και συμπάθειας που προσιδιάζει στα μικροαστικά στρώματα και τα κάνει να αμφιταλαντεύονται αδιάκοπα ανάμεσα στα δύο αντίπαλα στρατόπεδα της ταξικής κοινωνίας. Οι διπλανές πολυκατοικίες συνεχίζουν μέχρι σήμερα να στεγάζουν έρωτες, όνειρα κοινωνικής ανόδου αλλά και σιωπηλά ή μη ουρλιαχτά καθημερινής απελπισίας πίσω από τις πόρτες των διαμερισμάτων τους. Στην παρακείμενη οδό Δαυλείας συνήθιζαν να παίζουν ποδόσφαιρο κάθε απόγευμα τα μικρά παιδιά, δίπλα στις βιοτεχνίες όπου δούλευαν μόνιμα ή περιστασιακά οι γυναίκες για να συμπληρώσουν το οικογενειακό ή προσωπικό τους εισόδημα. Και στην άλλη πλευρά του δρόμου στέκει ακόμα ημιτελής η οικοδομή που κατασχέθηκε πριν μερικά χρόνια από την τράπεζα εξαιτίας της αδυναμίας του ιδιοκτήτη να αποπληρώσει ένα στεγαστικό δάνειο. Σ’ εκείνο το γιαπί βρήκαν άλλοτε καταφύγιο κι έμειναν για λίγο καιρό κάποιοι μετανάστες χωρίς χαρτιά, μέχρι τη στιγμή που ένας περίοικος κάλεσε την αστυνομία για να εκκενώσει το κτίριο.
Στη διασταύρωση της Καβάλας με την Αναγεννήσεως ο κύριος Δημήτρης – βασικό μέλος της ποδοσφαιρικής ομάδας του Αιγάλεω κατά τη “χρυσή” δεκαετία του ’60 – είχε το μαγαζί με τα ηλεκτρικά είδη, το οποίο έκλεισε αργότερα (καθώς δεν μπορούσε να ανταγωνιστεί τις μεγάλες αλυσίδες) και αναγκάστηκε να δουλεύει ως υπάλληλος εδώ κι εκεί για να συμπληρώσει τα ένσημα και να βγάλει μια ψευτοσύνταξη. Μπαίνουμε στην απέναντι στοά και προχωράμε μέχρι το γωνιακό μαγειρείο όπου συχνάζει ακόμα ο “Μανώλης”, εργάτης από την Αλβανία που συνήθιζε να συστήνεται με αυτό το όνομα όταν ήρθε στην Ελλάδα για να μη φανερώνει την καταγωγή του και να μη γίνεται δέκτης ρατσιστικών βλεμμάτων ή συμπεριφορών. Σήμερα, ο χρόνος έχει πια “γιατρέψει” το ρατσιστικό σύμπλεγμα μεταμορφώνοντας το “Μανώλη” σε έναν “Αρβανίτη” που είναι πλέον “αποδεκτός”. Οι γείτονες “δεν ξέρουν για τους άλλους Αλβανούς”… αλλά “ο Μανώλης είναι πάνω απ’ όλα ένας καλός άνθρωπος και καλός μάστορας.” Κι εμείς αναρωτιόμαστε, καθώς του γνέφουμε έναν χαιρετισμό, αν ο “Μανώλης” έχει ξεχάσει ακόμα και τη νοσταλγία του για μια πατρίδα που τον έχει κουράσει τόσο λοιδωρημένη… ίσως κι από τον ίδιο.
Στο τμήμα της Θηβών μπροστά από την εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνα διεξαγόταν μέχρι πρόσφατα ένα πραγματικό σκλαβοπάζαρο Ιρακινών κυρίως και Κούρδων μεταναστών, οι οποίοι περίμεναν κάθε πρωί στο πεζοδρόμιο κατά δεκάδες ελπίζοντας να εξασφαλίσουν ένα φτηνό μεροκάματο. Απέναντί τους δεν είχαν μόνο την άγρια εκμετάλλευση των αφεντικών αλλά και την αστυνομική καταστολή (με συνεχείς εξακριβώσεις, “επιχειρήσεις-σκούπα” και εισβολές στα σπίτια τους). Παράλληλα, μια ρατσιστική “επιτροπή πολιτών” επιχειρήθηκε να στηθεί το 2007 με πρωτεργάτη τον Αποστολίδη, ιδιοκτήτη μεγάλου καταστήματος με φωτογραφικά είδη επί της Θηβών που θεωρούσε ότι οι συνωστισμένοι για ένα μεροκάματο μετανάστες χαλούσαν τη μόστρα του μαγαζιού του. Ωστόσο, οι σχεδιασμοί αυτής της “επιτροπής” απέτυχαν οικτρά χάρη στην έγκαιρη παρέμβαση και τις πορείες που οργανώθηκαν από αναρχικούς και άλλους αλληλέγγυους της ευρύτερης περιοχής.
Το πίσω μέρος της πλατείας του Αγίου Σπυρίδωνα αποτελούσε καθημερινό τόπο συνάθροισης Ιρακινών και άλλων μεταναστών που οικειοποιούνταν έμπρακτα τον δημόσιο χώρο με αυτόν τον τρόπο. Η παντελής απουσία μεταναστριών γυναικών από την πλατεία – η οποία προσομοιάζει στην απουσία γυναικών από τα καφενεία όπου συναθροίζονται άνδρες Ελληνικής καταγωγής – καθιστά σαφές ότι οι πατριαρχικές σχέσεις δεν αποτελούν αποκλειστικό γνώρισμα του Χριστιανικού δόγματος αλλά κυριαρχούν σε όλες τις πολιτισμικές μορφές της αλλοτριωμένης κοινωνίας. Υπάρχουν πολλοί που – συχνά ορμώμενοι από ρατσιστικά κίνητρα – αντιδιαστέλλουν την Ισλαμική πατριαρχική βαρβαρότητα στα αδιαμφισβήτητα πλεονεκτήματα των κεκτημένων δικαιωμάτων της γυναίκας στον αναπτυγμένο καπιταλιστικό κόσμο της Δύσης. Ωστόσο, μπορεί κάποιος να αντιληφθεί τους κινδύνους που βρίσκονται πίσω από μια επίφαση ελευθεριών για τις γυναίκες όταν αυτές οι ελευθερίες συντρίβονται ως προσχήματα στην “ιδιωτική” τους ζωή από τις συχνές κακοποιήσεις, στην ωμή και “ανισότιμη” θεσμισμένη εκμετάλλευση που υφίστανται στους εργασιακούς χώρους ή ακόμα στο φόβο και στην ανασφάλεια που απορρέουν από έναν διάχυτο επιθετικό σεξισμό στη δημόσια σφαίρα. Σήμερα η πλατεία είναι σχεδόν έρημη, καθώς πολλοί μετανάστες είτε έχουν φύγει από την Ελλάδα μετά το ξέσπασμα της κρίσης είτε διστάζουν να κυκλοφορήσουν ελεύθερα υπό το φόβο μιας ενδεχόμενης φασιστικής επίθεσης. Απέναντι από τη “Νέα Κλεοπάτρα” (όπου εξακολουθούν να συχνάζουν αρκετοί μετανάστες από τη Μέση Ανατολή), κάνουμε μια μικρή στάση στην παιδική χαρά όπου μια παρέα από Τσιγγανόπουλα παίζουν υπό την επίβλεψη των μανάδων τους.
Βγαίνουμε ξανά στην Παλαιάς Καβάλας και ακολουθούμε για λίγο τη διαδρομή του λεωφορείου 813. Τα ονόματα των επιγραφών στο δρόμο συνθέτουν το έσχατο στάδιο της ποίησης: Ζαχαροπλαστείο “Μομπλάν”, Ίντερνετ καφέ “Agapi-net”, το πρώην “στιλβωτήριο υποδημάτ♥ν”της Δήμητρας. Και λίγο πιο πέρα εξακολουθούν να αναδεύονται εποχές και κουλτούρες: Ένα παντοπωλείο Αιγυπτιακών προϊόντων, το παλιό κορνιζοποιείο, τα καφενεία και ο χωριάτικος φούρνος. Στους μικρούς πεζόδρομους που τέμνουν την Καβάλας από τα δεξιά βρίσκονται τα χαμηλά σπίτια των Ασσύριων προσφύγων με τα ρούχα τους απλωμένα στις αυλές και στα στενά μπαλκονάκια. Καθώς βραδιάζει, τα σοκάκια φωτίζονται από τις λιγοστές λάμπες του δήμου και η ατμόσφαιρα γεμίζει από το άρωμα των νυχτολούλουδων. Κι όμως, ακόμα κι αυτή η ζεστή γειτονιά αρχίζει σήμερα να αδειάζει σταδιακά, καθώς πολλοί Ασσύριοι έχουν ήδη αρχίσει να μεταναστεύουν ξανά λόγω των οικονομικών δυσχερειών με προορισμό τη Γερμανία ή κάποια άλλη χώρα της Δυτικής Ευρώπης.
Φτάνουμε στην πλατεία Αστροναυτών, στην παλιά αλάνα όπου στηνόταν κάθε Κυριακή μέχρι και τη δεκαετία του ’60 το γαϊδουροπάζαρο (ζωοπανήγυρη) στη συμβολή των οδών Προύσσης και Παλαιάς Καβάλας. Στη θέση της αλάνας βρίσκεται σήμερα η πλατεία με την παιδική χαρά όπου φέρνουν τα παιδιά τους οικογένειες κυρίως Αλβανικής και Ελληνικής καταγωγής, κατανέμοντας το χώρο μεταξύ τους με έναν υπόρρητο αλλά σαφή τρόπο που δείχνει ότι οι εθνικοί διαχωρισμοί δεν έχουν πάψει να υφίστανται. Πλησιάζοντας περισσότερο προς τον Κηφισό, πυκνώνουν γύρω μας οι νεόδμητες πολυκατοικίες όπου διαμένουν τα ανώτερα μικροαστικά στρώματα της συνοικίας. Στρίβουμε αριστερά για να βρεθούμε στη γειτονιά όπου εγκαταστάθηκαν τις δύο τελευταίες δεκαετίες πολλοί μετανάστες από την Αλβανία. Κάποια παλιά, ρημαγμένα καταστήματα έχουν μετατραπεί σε καταλύματα νεαρών προσφύγων από την Ασία και τη Μέση Ανατολή. Οι διάσπαρτες μικρές πλατείες που υπάρχουν εδώ είναι φανερό ότι έχουν εγκαταλειφθεί εδώ και πολλά χρόνια από τους φορείς της τοπικής ή άλλης εξουσίας. Η φροντίδα των πλατειών έχει αναληφθεί από τους ίδιους τους κατοίκους που ποτίζουν τα δέντρα, περιποιούνται τα λουλούδια και μεταφέρουν εκεί τις γλάστρες από τα σπίτια τους, αποδεικνύοντας ότι ο δημόσιος χώρος δεν ανήκει κατ’ ανάγκη στο Κράτος και στο εμπόρευμα αλλά μπορεί να γίνει συλλογικό πεδίο αυτοοργάνωσης της ανθρώπινης κοινότητας. Ανεβαίνουμε ξανά προς την εκκλησία από την οδό Δωρίδος, όπου το ξεχασμένο καφενείο “Γύλος” με τις παλιές φωτογραφίες στους τοίχους αποτελεί τον τελευταίο σταθμό της περιπλάνησής μας.
Ο Άγιος Σπυρίδωνας ήταν και παραμένει μια πολυεθνική εργατική και μικροαστική γειτονιά μέσα στην πόλη του Αιγάλεω. Από τη μια μεριά η κυρίαρχη προπαγάνδα των εθνικών και άλλων ρατσιστικών διαχωρισμών παραμένει κι εδώ έντονη, διαρκής και μονοσήμαντη. Από την άλλη όμως, στη γειτονιά αυτή – και όχι μόνο – υπάρχει μια “καταναγκαστική συμβίωση” στη βάση κοινοτικών βιωμάτων με μεγάλες ιστορικές καταβολές που δοκιμάζουν τον διακοινοτικό τους χαρακτήρα κάτω από αντίξοες συνθήκες. Πότε ξεπερνώντας τα κυρίαρχα διαχωριστικά στεγανά και πότε αναπαράγοντας την επικυρίαρχη καχυποψία…Όλα τα συλλογικά στοιχήματα παραμένουν ανοιχτά. Η αποφασιστικότητα με την οποία αντιμετωπίστηκε η απόπειρα ομάδας χρυσαυγιτών να επιδράμουν στην περιοχή το Μάη του 2012 αποτελεί μια θετική παρακαταθήκη για το μέλλον. Ωστόσο, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η πάλη ενάντια στο ρατσισμό, το φασισμό και τον ολοκληρωτισμό εξακολουθεί να αποτελεί (εδώ όπως και παντού) καθημερινό διακύβευμα μέσα στις σημερινές συνθήκες της καπιταλιστικής κρίσης. Η περιπλάνησή μας στη γειτονιά δείχνει, εξάλλου, ότι ο Άγιος Σπυρίδωνας αποτελεί – τόσο λόγω του φορτισμένου ιστορικού παρελθόντος όσο και λόγω της σημερινής του κοινωνικής σύνθεσης – μια διακριτή ψυχογεωγραφική ζώνη μέσα στην πόλη και παρέχει ένα μέρος του υλικού που θα χρησιμοποιήσουμε για τη δημιουργία ενός συνολικού ψυχογεωγραφικού χάρτη του Αιγάλεω, σύμφωνα με τις επιδιώξεις της Carex Flacca.
[Το παραπάνω κείμενο δημοσιεύτηκε στο δεύτερο τεύχος του περιοδικού Carex Flacca της κατάληψης Σινιάλο το Νοέμβρη ’14]
Leave a Reply