[Εν μέσω έκτακτων διαταγμάτων, στρατιωτικοποιημένων μέτρων και πρωτόγνωρων απαγορεύσεων των απανταχού «Αυτού Μεγαλειοτήτων» προς τις υποτελείς τάξεις με πρόσχημα για ακόμα μία φορά το «κοινό καλό», καταθέτουμε έναν εναντιωματικό λόγο με επίκεντρο την αλληλεγγύη στους μετανάστες και τις μετανάστριες -έχοντας επίγνωση της μερικότητάς του απέναντι σε μία συνολική και ραγδαία συστημική επίθεση- που μεταξύ άλλων επιχειρεί να δοκιμαστεί και να δοκιμάσει την επιφανειακότητα των προσλήψεων του «ανεπίκαιρου».]
Η υποψήφια για Νόμπελ ειρήνης «ελληνική φιλοξενία» ξεφούσκωσε όπως και οι βάρκες των μεταναστών που βυθίζει το λιμενικό. Οι γιαγιάδες που βοηθούσαν παιδιά μεταναστ(ρι)ών που τα ξέβραζε η θάλασσα αντικαταστάθηκαν από ομάδες κρούσεις σκατόψυχων που τα ξαναπετάνε μέσα. Οι διεθνείς σταρ που στριμώχνονταν για να φωτογραφηθούν σαν εθελοντές των ΜΚΟ στα στρατόπεδα μεταναστ(ρι)ών τα καλοκαίρια, αντικαταστάθηκαν από διεθνή τάγματα φασιστών και ναζί που σπεύδουν να υπερασπιστούν την Ευρώπη από την «έφοδο των ισλαμιστών». Η Ευρώπη του «σεβασμού στα ανθρώπινα δικαιώματα» έγινε ξανά η Ευρώπη της καραντίνας και των ένστολων επιτηρητών έρημων δρόμων για το «κοινό καλό» από την «αόρατη απειλή» του κορονοϊού. Η Ευρώπη του Διαφωτισμού, υπό το «άγχος» της δικής της καθαρότητας, θα εντείνει την κατάσταση εξαίρεσης με περισσότερους εγκλεισμούς σε κέντρα κράτησης δίχως κανένα πρόσχημα, απελάσεις, καταπίεση και εκμετάλλευση, περισσότερο θάνατο – κοινώς κρατικές ή παρακρατικές δολοφονίες.
Θα μπορούσε κανείς να γράψει πολλά για όσα διαδραματίζονται αυτές τις μέρες στον Έβρο και στα νησιά του Αιγαίου, όπως και εν γένει σχετικά με το «ζήτημα των μεταναστών». Όσο πρωτόγνωρα είναι σε επίπεδο έκτασης και έντασης, άλλο τόσο αποτελούν συνέχεια μιας ενιαίας αντιμεταναστευτικής πολιτικής αλλά και βαθιά ριζωμένων -σε Ελλάδα και Ευρώπη- ρατσιστικών και ξενοφοβικών πεποιθήσεων, ιδεολογιών και πρακτικών. Άλλωστε, στο πλαίσιο αυτό εξαπλώθηκε και εδραιώθηκε τόσο «φυσικά» ο -εδώ και χρόνια σμιλευμένος- πολεμικός όρος της «ασύμμετρης απειλής» πάνω σε ομάδες ανθρώπων που απλά μετακινούνται από τόπο σε τόπο. Και όσο τα μέτρα της κυβέρνησης -με τη στήριξη ολόκληρου του συστημικού φάσματος- και η προσοχή της θεσμικής ενημέρωσης έχουν στραφεί στον νέο κορωνοϊό, τόσο ο «ιός» της ξενοφοβίας εκκολάπτεται στην κοινωνική συνείδηση.
Από την κατασκευή του φράχτη στον Έβρο επί ΠΑΣΟΚ τον Φεβρουάριο του 2012 στη δημιουργία στρατοπέδων συγκέντρωσης και αορατοποίησης επί ΝΔ, από την απενοχοποίηση του στρατού και την ανακήρυξή του ως κεντρικό διαχειριστή της αντιμεταναστευτικής πολιτικής από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ μέχρι τις πολυμέτωπες κατασταλτικές εκκαθαρίσεις μεταναστ(ρι)ών του τελευταίου διαστήματος από τη ΝΔ, η αντιμεταναστευτική στρατηγική του ελληνικού κράτους έχει συνέχεια. Στα θαλάσσια και χερσαία σύνορα, η στρατιωτικοποίηση και η θανατοπολιτική συντελέσθηκε με μεθοδικότητα και θεσμική αλληλουχία. Η μετατροπή του Έβρου και του Αιγαίου -και από τις δύο πλευρές των συνόρων τους- σε στρατιωτικοποιημένες ζώνες και σε ορόσημο της Ευρώπης-Φρούριο χρειάστηκε τη συνεισφορά ολόκληρου του πολιτικού φάσματος (συμπεριλαμβανομένων της Ε.Ε., της Τουρκίας και διεθνών οργανισμών) προκειμένου να επιτευχθεί. Ο ανθρωπισμός -για ακόμα μία φορά- αποδείχτηκε περισσότερο νομιμοποιητικός πυλώνας παρά διαφοροποιητικό στοιχείο της πολεμικής αντιμετώπισης του νέου μεταψυχροπολεμικού «εχθρού»: του ανθρώπου που μετακινείται από ανάγκη ή βούληση αμφισβητώντας σύνορα και απαγορεύσεις. Γι αυτό και η παρούσα αλματώδης όξυνση της στρατιωτικής καταστολής χιλιάδων σύγχρονων φτωχοδιαβόλων εκ δεξιών -με τον γνωστό κυνισμό μίας πάνοπλης εξουσίας ενάντια σε ξυπόλητους- δεν θα μπορούσε να υπάρξει ως τέτοια δίχως την στρατιωτικοποιημένη αντιμεταναστευτική παρακαταθήκη της αριστεράς (η οποία έσπευσε προ ολίγων ημερών να καταθέσει ξανά τα «αλληλέγγυα» διαπιστευτήριά της, δηλώνοντας ότι θα ακολουθούσε πανομοιότυπη κατασταλτική στρατηγική «υπεράσπισης των συνόρων»).
Το διάστημα εξάλλου πριν την «έκρηξη» στα σύνορα, στα μεγάλα αστικά κέντρα της ενδοχώρας, η δαιμονοποίηση και η εγκληματοποίηση των μεταναστ(ρι)ών ακολούθησε τον δρόμο που είχε ανοιχτεί και τη δεκαετία του ‘90 ενάντια στους/στις μετανάστ(ρι)ες κυρίως από Βαλκάνια και Αλβανία. Κι αν μέχρι πρότινος το πρόσχημα του ανθρωπισμού συγκάλυπτε τον θεσμικό ρατσισμό, τον εγκλεισμό, την ομηρία και την καλοσχεδιασμένη περιθωριοποίηση, τώρα προμετωπίδα γίνεται η ανάπτυξη και η ασφάλεια: η δεξιά του κράτους προέβη σε διαφόρων ειδών εκκαθαρίσεις, ενώ σε δρόμους και πλατείες τα άτυπα checkpoints, οι επιχειρήσεις «σκούπα», η μπατσοκρατία και ο συνεχής έλεγχος όσων δεν δείχνουν «ντόπιοι» έχουν μετατραπεί σε κανονικότητα. Μέσα στο πλάνο αυτό εντάχθηκαν και οι εκκενώσεις καταλήψεων που φιλοξενούσαν μετανάστ(ρι)ες και αποτελούσαν μια τελευταία δομή αξιοπρεπούς διαβίωσης. Με τελευταία την εκκένωση του Πολυτεχνείου -ελέω κορονοϊού- όπου δεκάδες μετανάστ(ρι)ες (που μάλιστα πληρούν τις υποτιθέμενες προϋποθέσεις των περιβόητων χαρτιών) είχαν βρει εκεί στέγη, μη πειθαρχώντας στις αστυνομικές εντολές και αρνούμενοι/ες τον εγκλεισμό τους στην Αμυγδαλέζα, ενώ πλέον στοιβάζονται «για το κοινό καλό» μαζί με εκατοντάδες άλλους/ες αόρατους/ες στον «υγειονομικό παράδεισο» των υγρών κελιών των σύγχρονων κολαστηρίων, όπως αυτού της Πέτρου Ράλλη (ερμητικά κλειστό πλέον από τον έξω κόσμο χωρίς δυνατότητα επισκεπτηρίων). Η συνθήκη αυτή εξαίρεσης και καταστολής για τους μετανάστ(ρι)ες έρχεται να επιταθεί μέσα σε ένα καθεστώς «υγειονομικής καραντίνας», όπου αντί οποιουδήποτε ενδιαφέροντος ή μέριμνας τούς αποδίδεται -σαν έτοιμη από καιρό- η ταυτότητα της «υγεινονομικής απειλής» για να νομιμοποιηθεί η περαιτέρω καταστολή τους. Όπως παρόμοια συμβαίνει και για τους άστεγους/ες, τους φυλακισμένους/ες, τους τοξικοεξαρτημένους/ες κ.ο.κ. Οι πλέον «απειλούμενοι πληθυσμοί» δαιμονοποιούνται για να μπορούν να διαχειριστούν με όρους εξαίρεσης.
Σε ένα τέτοιο κλίμα «ελληνικής φιλοξενίας» άλλωστε, ουκ ολίγες ρατσιστικές «παλλαϊκές» αντιδράσεις εκδηλώθηκαν τους τελευταίους μήνες σε διάφορες περιοχές της ενδοχώρας σχεδόν σε κάθε μέρος που ανακοινώθηκε η δημιουργία δομών για μετανάστ(ρι)ες. Ακολούθως, τα σχέδια για δημιουργία κλειστών κέντρων κράτησης -ως ένα επόμενο στάδιο της αντιμεταναστευτικής πολιτικής- αποτέλεσαν αφορμή για αντιδράσεις σε διάφορες περιοχές, με τη Λέσβο να πρωτοστατεί μεταξύ των νησιών του Αιγαίου. Να θυμίσουμε ότι οι συνθήκες τέτοιου είδους κλειστών δομών θα είναι αντίστοιχες με το παράδειγμα της Αμυγδαλέζας και το κολαστήριο στην Πέτρου Ράλλη, όπου μετανάστες/ριες κρατούνται έγκλειστοι/ες για μήνες (πολλές φορές και πάνω από χρόνο) σε άθλιες συνθήκες χωρίς κανένα δικαίωμα και γίνονται υποκείμενα διαφόρων βασανισμών. Ακόμα όμως κι αν το ως τώρα παρελθόν δεν είναι αρκετό για μαντέματα, οι πάνω από 600 προς απέλαση μετανάστ(ρι)ες που στοιβάζονται αυτές τις μέρες στη μέση του πουθενά (στη θέση Κλειδί Σερρών), κάνοντας ακόμα και τους μπάτσους να «λυγίσουν» όπως φρόντισαν να γράψουν τα ΜΜΕ που τρέφονται από υποκρισία και κροκοδείλια δάκρυα, είναι μια εικόνα από το παρόν και το μέλλον. Παρά τις συλλογικοποιημένες κινήσεις αρκετού κόσμου που στάθηκε δίπλα στους μετανάστ(ρι)ες, τα χαρακτηριστικά των αντιδράσεων που κυριάρχησαν στο κατά τα άλλα «κόκκινο νησί» της Λέσβου απείχαν πολύ από την έννοια της αλληλεγγύης. Οι «τοπικές αντιδράσεις» ενάντια στα κλειστά κέντρα κράτησης «ξέχασαν» σε γενικές γραμμές να συμπεριλάβουν στους αγώνες τους το ίδιο το υποκείμενο του εγκλεισμού σε αυτά, παρά τις όχι σπάνιες κινητοποιήσεις των τελευταίων. Μέσα στον μύλο της «εναντίωσης στα κλειστά κέντρα», διάφοροι κάτοικοι οργανώθηκαν σε ομάδες κρούσης και απέτρεψαν μετανάστ(ρι)ες από το να βγουν στη στεριά, έστησαν μπλόκα και στοχοποίησαν όποιον/α στεκόταν αλληλέγγυος/α στους μετανάστ(ρι)ες -συμπεριλαμβανομένων μελών ΜΚΟ και δημοσιογράφων- με αποκορύφωμα επιθέσεις σε δομές μεταναστ(ρι)ών, σπίτια και οικίες. Και όλα αυτά με την κάλυψη των τοπικών αρχών (πολλές φορές των ίδιων που στο πρόσφατο παρελθόν υποστήριζαν τη «φιλόξενη» Λέσβο των ΜΚΟ μέχρι … «τελευταίας δεκάρας») ή ακόμα και με την πλήρη οργανωτική τους σύμπνοια. Στο αποκορύφωμα είδαμε την εναντιωματική στάση και σύγκρουση των ντόπιων στην εισβολή-κατοχή των ΜΑΤ παρά ένα χειραφετημένο και αντισυστημικό κοινωνικό αγώνα. Εξάλλου, σε γενικές γραμμές αυτοί που εκείνες τις ημέρες ήταν οι αγανακτισμένοι από την παρουσία των ΜΑΤ, σήμερα είναι οι χειροκροτητές όχι μόνο των ΜΑΤ αλλά και του λιμενικού, της frontex και κάθε στρατιωτικού σώματος που αποτρέπει μετανάστ(ρι)ες να περάσουν τα σύνορα. Στην ουσία, οι «αγανακτισμένοι ακρίτες» και οι συνεργάτες τους (αστυνομία και στρατός) συναγωνίζονταν για να δείξουν «ποιος είναι πιο πολύ Έλληνας», «ποιος νοιάζεται περισσότερο για τη χώρα», σε ένα ενιαίο εθνικιστικό μέτωπο απέναντι στους μετανάστ(ρι)ες.
Τα γεγονότα στον Έβρο που ακολούθησαν αμέσως μετά, ήρθαν να κλιμακώσουν τις αντιδράσεις αλλά και να αναγάγουν ξανά το ζήτημα από τοπικό σε εθνικό (και ακολούθως σε ευρωπαϊκό) και από κοινωνικό σε στρατιωτικό. Χιλιάδες μετανάστ(ρι)ες βρέθηκαν ανάμεσα σε δύο συνορα και δύο στρατούς, ανάμεσα στον ολοκληρωτισμό των κρατών και των εθνικισμών. Πάνω στα σώματά τους η κυριαρχία αποτύπωσε όλα τα ιδεολογήματα των πολεμικών δογμάτων και της ασφάλειας: άνθρωποι όλων των ηλικιών στο δρόμο της επιβίωσης καταδικάστηκαν συλλήβδην ως «ασύμμετρη απειλή», «εθνικός κίνδυνος», «εχθρός της κοινωνικής ευημερίας» ή «δάχτυλος του προαιώνιου εχθρού». Κάθε πλευρά του πολιτικού φάσματος, από την ακροδεξιά μέχρι και το ΚΚΕ και την αριστερά, υιοθέτησε από τη δική της σκοπιά αυτούς τους ορισμούς, βγαλμένους απευθείας μέσα από τα ΝΑΤΟϊκά think tanks και τα Συμβούλια, τα οποία κατά τα άλλα αποτελούν τον εχθρό της «νέας τάξης πραγμάτων που πλήττει την πατρίδα» ή της «καπιταλιστικής λαίλαπας που πλήττει τα λαϊκά στρώματα». Η φιγούρα του μετανάστη έγινε το «ανάθεμα» της εθνικής συνείδησης, ο στρατός και η αστυνομία παρατάχθηκαν απέναντι στους ξυπόλητους «πορθητές», τα κρατικά επιτελεία σε Ελλάδα και Τουρκία ενορχήστρωσαν τον πολεμικό σχεδιασμό και τα πάσης φύσεως μίντια πριμοδότησαν την ωμή καταστολή. Στο σύνολο του θεσμικού λόγου υπήρξε από άκρη σε άκρη σύμπνοια ότι «η πατρίδα απειλείται» και όπως σε κάθε καλό πολεμικό επεισόδιο κάθε «αντιφρονούντας» έπρεπε πρώτα να αποδείξει τη φιλοπατρία του προτού επιτραπεί να διαφωνήσει. Εικόνες από τη χειρότερη μορφή εθνικής προπαγάνδας κυριάρχησαν στην πραγματικότητα: αρχιερείς έσπευσαν να ευλογήσουν το στράτευμα, ντόπιοι εκφραστές του κεφαλαίου στήριξαν τον «εθνικό αγώνα» οικονομικά και υλικά, απόστρατοι ζητούσαν να επιστρατευτούν και σύλλογοι έστειλαν τρόφιμα και ενίσχυση στους στρατιώτες που «φυλούσαν τα σύνορα της πατρίδας», σε μια χώρα που καταλαμβάνει μία από τις πρώτες θέσεις παγκοσμίως σε ποσοστό ΑΕΠ που επενδύεται σε αμυντικές και στρατιωτικές δαπάνες.
Τα εθνικό-πατριωτικά αντανακλαστικά ενεργοποιήθηκαν άμεσα. Όσοι απογοητεύτηκαν πέρσι μιας και οι προσπάθειες τους δεν ευοδώθηκαν για «εθνικό ξεσηκωμό» με αφορμή το Μακεδονικό, βρήκαν πρόσφορο έδαφος και επιτέλους εισακούστηκαν. Το πολεμικό σκηνικό έφυγε από τα άρθρα των συστημικών μέσων ενημέρωσης. Οι γραφικοί Μακεδονομάχοι έγιναν εθνοφρουροί, σχημάτισαν ένοπλες πολιτοφυλακές και μαζί με στρατό και αστυνομία έσπευσαν στο κυνήγι των μεταναστ(ρι)ών με πραγματικά πυρά, ενόσω το επίσημο κράτος όρθωνε όλα τα «αμυντικά» όπλα του απέναντι σε άοπλους κατατρεγμένους ανθρώπους, κηρύσσοντας έτσι μια κατάσταση πολεμικού συναγερμού εν όψει «εισβολής». Μέσα σε μία τέτοια επικυριάρχηση της στρατιωτικής και παραστρατιωτικής φρενίτιδας, τα όπλα μίλησαν και τουλάχιστον δύο μετανάστες βρέθηκαν νεκροί. Ένας εξ αυτόν, ο Μουχάμαντ Γκουλζάρ, ζούσε στο κατειλημμένο City Plaza στην Αθήνα και δολοφονήθηκε στην προσπάθεια του να επιστρέψει από το Πακιστάν όπου πήγε για να πάρει τη γυναίκα του στην Ευρώπη. Με βεβαιωμένη την προέλευση των πυρών από την ελληνική πλευρά, το ελληνικό κράτος και ο στρατός, τα εγχώρια μίντια και σύσσωμη η «εθνική περηφάνια» έσπευσαν σε πλήρη αποποίηση ευθυνών για τις δύο δολοφονίες, αρχικά αμφισβητώντας τες ως κακεντρεχείς ή «fake news» και μετέπειτα προσάπτοντας «δολιότητα» και «αναπαραγωγή τουρκικής προπαγάνδας» σε κάθε προσπάθεια περιγραφής της πραγματικότητας (όπως αντίστοιχα θα έπραττε και η τουρκική εξουσία και κάθε εξουσία που σέβεται τους μύθους της). Ως εκ τούτου, η συζήτηση μετατοπίστηκε σκοπίμως γύρω από την ακριβή προέλευση των θανάσιμων πυρών, μόνο και μόνο για να συγκαλυφθεί η πραγματικότητα: ότι οι δολοφονίες των δύο μεταναστών οφείλονται στον μιλιταρισμό και τον στρατό που πολιόρκησαν και στοχοποίησαν χιλιάδες ανθρώπους σε μία λωρίδα γης, ανεξαρτήτως του αν οι δολοφόνοι ήταν επίσημοι ή ανεπίσημοι στρατιώτες της πατρίδας (ή από κοινού).
Η εργαλειοποίηση του «μεταναστευτικού» είναι προφανής. Σε αυτή την περιοχή του πλανήτη, η συμφωνία ΕΕ – Τουρκίας είναι μια πολύ συγκεκριμένη υλοποίηση αυτής της προσέγγισης, αν και όχι η μοναδική. Σε αυτή τη διπλωματική διελκυστίνδα και οι δύο πλευρές τραβάνε προς την πλευρά τους, χρησιμοποιώντας τους μετανάστ(ρι)ες προς το εκάστοτε συμφέρον ανά περίοδο, στην καλύτερη αδιαφορώντας δολοφονικά και στη χειρότερη δολοφονώντας με αδιαφορία. Συνεπακόλουθα, το ζήτημα από πλευράς κυριαρχίας είναι πάντα πέρα από ελληνικό και ευρωπαϊκό. Ο «δυτικός κόσμος» απειλείται και είχε προετοιμαστεί για αυτό. Η θεσμική βοήθεια κατέφτασε μέσω Frontex, χρηματοδοτήσεων αλλά και πρωτοβουλιακή αποστολή στρατιωτικών και κατασταλτικών δυνάμεων από κάποιες χώρες. Όσο στην ενημέρωση μονοπωλεί ο κορονοϊός, αθόρυβα έφτασαν στην Ελλάδα δυνάμεις από Αυστρία, Κροατία, Δανία κ.α. και πήραν θέση με τους ντόπιους συναδέλφους τους στα ελληνικά σύνορα απέναντι σε «αυτό που απειλεί την Ευρώπη». Οι μετακινήσεις των μεταναστ(ρι)ών αμφισβητούν έμπρακτα την έννοια των συνόρων, μια έννοια θεμέλιο λίθο όλων των κρατών. Οι ευλογίες λοιπόν για τα δικαιώματα της Ελλάδας για άμυνα των συνόρων από όλες τις κατευθύνσεις υπερσκέπασαν ακόμα και την καταστρατήγηση του θεσμικού διεθνούς δικαίου αποδεικνύοντας τον εώλο χαρακτήρα του.
Εν μέσω της συνεχιζόμενης έκτακτης συνθήκης και με νεκρωμένους τους δρόμους, τους αγώνες και τα κοινωνικά αντανακλαστικά, ο μιλιταρισμός που είδαμε να εγκαθιδρύεται στην καθημερινότητά μας μέσα από τις κατασταλτικές επιχειρήσεις σε καταλήψεις και την αύξηση της αστυνομίας σε γειτονιές κτλ, φλερτάρει πια να γίνει κανονικότητα και να συντρίψει ό,τι δεν συμβιβάζεται, ό,τι δεν «χωράει» στα πλάνα της ανάπτυξης, ό,τι απειλεί την εξουσία. Στο πλαίσιο αυτό, είναι παραπάνω από πιθανό ότι το καθεστώς έκτακτης ανάγκης του κορονοϊού θα αποτελέσει μία ακόμη απόπειρα μονιμοποίησης ολοκληρωτικού τύπου αντιμεταναστευτικών σχεδιασμών.
Η αλληλεγγύη στους μετανάστ(ρι)ες είναι το μόνο αντίδοτο ενάντια στη σήψη που επιβάλλουν οι εθνικισμοί και ο μιλιταρισμός. Οι αγώνες και οι συγκρούσεις τους ενάντια στους στρατούς που βρίσκονται στα περάσματά τους (συγκρούσεις που ακόμα αναζωπυρώνονται στον «ξεχασμένο» από τον κορονοϊό Έβρο) αποτελούν αναπόσπαστο μέρος των κοινωνικών αντιστάσεων ενάντια στη συστημική βαρβαρότητα. Αμφισβητούμε τα σύνορα όπου και αν αυτά εγκαθιδρύονται απο την εξουσία, ανάμεσα στα σπίτια μας, ανάμεσα στις γειτονιές μας, ανάμεσα από και ενάντια στα κράτη.
Να γίνουμε όλες/οι ασύμμετρη απειλή για την εξουσία και το μιλιταρισμό
Η αλληλεγγύη μας σε μετανάστ(ρι)ες κατά του ιού της ξενοφοβίας
Ολική άρνηση στράτευσης σε κράτη, έθνη, θρησκείες, στρατούς
Μέχρι το γκρέμισμα του κόσμου των στρατοπέδων και των κέντρων κράτησης
*Αναδημοσίευση από το blog της Πρωτοβουλίας για την Ολική Άρνηση Στράτευσης
Leave a Reply