Παιδεία: Παραμερίζοντας το περιτύλιγμα

ΑΝΑΡΤΗΘΗΚΕ: 07/05/2015
Τοπικά Νέα

Ο Αριστείδης Μπαλτάς, υπουργός παιδείας, ελκύει τις πολιτικές του καταβολές από τη λεγόμενη αλτουσεριανή σχολή. Μέχρι να αναλάβει τον υπουργικό θώκο διατελούσε πρόεδρος του Ιδρύματος Νίκος Πουλαντζάς, ενός ιδρύματος που αποτελεί προπύργιο του μαρξιστικού δομικισμού στην εγχώρια πολιτική σκηνή. Δεν ενδιαφέρει εδώ μια παρουσίαση της πολιτικής αυτής αντίληψης αλλά η επισήμανση του γεγονότος ότι με δεδομένη –μέσα στο πλαίσιο του μαρξιστικού δομικισμού– την πρωτεύουσα σημασία των ιδεολογικών μηχανισμών του κράτους για την αναπαραγωγή των κυριαρχικών όρων και πιο συγκεκριμένα του θεσμού της εκπαίδευσης, μόνο τυχαία προφανώς δεν είναι η επιλογή του Α. Μπαλτά να αναλάβει το τιμόνι του συγκεκριμένου υπουργείου.

Έτσι, με «πρωτεργάτη» τον Α. Μπαλτά, στον χώρο της Παιδείας, τους τελευταίους τρεις μήνες, ο ΣΥΡΙΖΑ χαράζει τη δική του στρατηγική για την εκπαίδευση, με προεκλογικές εξαγγελίες, που έδωσαν τη θέση τους σε αναγγελίες κατά την ανάληψη του υπουργείου, προγραμματικές δηλώσεις και μια πρώτη δέσμη μέτρων.

Οι αρχικές κινήσεις έχουν δημιουργήσει ένα ευνοϊκό κλίμα και τυγχάνουν ευρείας αποδοχής από μαθητές, γονείς και καθηγητές. Και πώς αλλιώς, όταν σε πρώτο επίπεδο δημιουργείται μια έντονη αντίθεση σε σχέση με την προηγούμενη εξόφθαλμα φασίζουσα διακυβέρνηση ΝΔ/ΠΑΣΟΚ. Μερικές «ανέξοδες» αρχικές κινήσεις όπως η κατάργηση της τράπεζας θεμάτων, η αναίρεση της διαγραφής παλαιών φοιτητών, η πρόθεση κατάργησης ορισμένων εξετάσεων και η ρητορική ανάδειξη του ρόλου των καθηγητών δεν αφήνουν ανεπηρέαστο ένα προς το παρόν ευήκοο ακροατήριο.

Εντούτοις, αν κανείς παραμερίσει το ωραίο περιτύλιγμα, αυτό που θα αντιμετωπίσει θα είναι εξίσου αποκρουστικό όπως πριν. Επί της ουσίας, η δομή του θεσμού μένει αδιατάραχτη. Οι όποιες «κομβικές αλλαγές» ευαγγελιζόταν ο ΣΥΡΙΖΑ μένουν στην επιφάνεια των διακηρύξεων και της «αλλαγής ύφους εξουσίας», όπως συμβαίνει και σε όλο το φάσμα της κυβερνητικής του στρατηγικής.

Ας εστιάσουμε όμως σε σημεία του «μεταρρυθμιστικού οίστρου» του Υπουργού Παιδείας Αριστείδη Μπαλτά όπως έχουν διατυπωθεί το τελευταίο διάστημα.

«Άρση των ανισοτήτων σε στρατηγικό επίπεδο και ανάδειξη των ατομικών κλίσεων (μεσώ της διδακτικής σχέσης)»

Σε μια κοινωνία που γεννάει καθημερινά την ανισότητα, κανείς δεν προσέρχεται ως ίσος στην εκπαιδευτική διαδικασία. Επομένως, το σχολείο ως θεσμός κοινωνικοποίησης αμέσως μετά την οικογένεια, δεν μπορεί παρά να υφίσταται μερικά ή συνολικά τις συνέπειες της συστημικής ανισότητας και –ως πυλώνας αναπαραγωγής της– να την καλλιεργεί για να την «παραδώσει» στους επόμενους μηχανισμούς κοινωνικοποίησης, όπως είναι ο στρατός και η μισθωτή σκλαβιά.
Έτσι, το σχολείο όχι μόνο δεν εξισώνει τις ευκαιρίες και δε στέκεται ουδέτερο απέναντι στους μαθητές αλλά συγκροτεί και επιβραβεύει μια συγκεκριμένη γνώση και «ευθυγραμμίζει» συγκεκριμένες συμπεριφορές ως ιμάντας μεταβίβασης της εκάστοτε κυρίαρχης εξουσιαστικής κουλτούρας.
Σε αυτό το πλαίσιο, το να αναφέρεται κανείς στις ίσες ευκαιρίες ή έστω στην εξισορρόπηση των ανισοτήτων μέσα από ένα «κλειστό εκπαιδευτικό σύστημα» –που απολαμβάνει ένα είδος συστημικής ασυλίας– είναι στην καλύτερη περίπτωση φτηνός λαϊκισμός.

Προβάλλεται επίσης ως μείζων στόχος η ενίσχυση του ρόλου του σχολείου στην ανάδειξη των ατομικών κλίσεων και την ανάπτυξη της δημιουργικότητας.
Η καλλιέργεια των ατομικών κλίσεων του καθενός εντός του κανονιστικού πλαισίου που προσφέρει το σχολείο φαίνεται να λειτουργεί μόνο στη σφαίρα της φαντασίας. Ποια ελευθερία μπορεί να δοθεί στην προσωπική εξερεύνηση και τη δημιουργικότητα εντός των ορίων που επιβάλλουν η «τάξη», τα περίκλειστα σχολικά κτίρια, το αναλυτικό πρόγραμμα και οι ετεροκαθοριζόμενες κατευθύνσεις και δραστηριότητες;
Επιπλέον, αν δεχτούμε ότι η εκπαιδευτική διαδικασία αποτελεί τρόπο εμπέδωσης του κοινωνικού αποκλεισμού και ότι ο μαθητής, μέσα από αυτήν, μπαίνει στη διαδικασία να επιλέξει ο ίδιος τις “κλίσεις” του, να αποδεχτεί τη μοίρα του, τότε γίνεται φανερό πως η συζήτηση για τις ατομικές κλίσεις αποκρύπτει το γεγονός ότι ο αποκλεισμός δε συμβαίνει μόνο σε ατομικό αλλά πρωτίστως σε κοινωνικό επίπεδο.

«H διδακτική σχέση μπορεί να φτιάξει το καλύτερο δυνατό σχολείο»

Σε επίπεδο ρητορείας δυνάμεων και προοπτικών, ο νέος υπουργός επενδύει πολλά στην έννοια της διδακτικής σχέσης και του σεβασμού που αυτή υποτίθεται ότι πρέπει να καλλιεργεί αμοιβαία. Με αυτό το σκεπτικό, η έλλειψη σεβασμού στη διδακτική σχέση παρουσιάζεται ως βασικό αίτιο για τα δεινά της εκπαίδευσης και τις προβληματικές συμπεριφορές. Αναδεικνύοντας το ρόλο του δασκάλου στην εκπαιδευτική διαδικασία, η ευθύνη του σχολικού συστήματος μεταφέρεται στα διδακτικά υποκείμενα, που θα πρέπει να «εκπέμπουν» ένα σεβασμό μέσα σε ένα πλαίσιο διαχείρισης εξουσιαστικών σχέσεων. Το πρόβλημα δεν είναι η εξουσία αυτή καθεαυτή αλλά ένας τρόπος «καλής διαχείρισής» της. Τα όρια στη διδακτική σχέση καθορίζονται από μια ελαστική εφαρμογή των χαρακτηριστικών επιβολής της, μια εφαρμογή που διαλέγεται ανάμεσα στον φυσικό φορέα και την ίδια τη θεσμική δομή. Εκείνο που πραγματικά συμβαίνει είναι μια νέα ποιότητα πειθαναγκασμού σε βάρος της μαθητικής κοινότητας.

«(Μερική) κατάργηση των εξετάσεων»

Η συζήτηση για τις μεταρρυθμίσεις στην εκπαίδευση συχνά περιστρέφεται γύρω από τον θεσμό των εξετάσεων. Τι είναι όμως οι εξετάσεις, και ιδιαίτερα οι εισαγωγικές, αν όχι μια ιεροτελεστία προαγωγής και επικύρωσης μιας επιλογής η οποία σε μεγάλο βαθμό έχει συμβεί νωρίτερα; Οι εξετάσεις είναι η στιγμή εξατομίκευσης μιας επιλογής/αξιολόγησης που έχει ήδη γίνει κοινωνικά, μια διαδικασία αποδοχής του αποκλεισμού με όρους “ίσων ευκαιριών”.
Έτσι, η κατάργησή τους δε θα σήμαινε αντίστοιχη κατάργηση της διαδικασίας επιλογής και κοινωνικής αναπαραγωγής, αλλά μια έμφαση στην εσωτερίκευση αυτής της επιλογής, εν μέρει μέσα από την ανάδειξη των “ατομικών κλίσεων” στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση καθώς και τη μεταβίβαση της διαχείρισης του αποκλεισμού στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Είναι ξεκάθαρο ότι τασσόμαστε κατά του θεσμού των εξετάσεων και του ανταγωνισμού που αυτές καλλιεργούν. Είναι μια απάνθρωπη, αντιμαθησιακή πρακτική, για την εξάλειψη της οποίας δεν αναγνωρίζουμε καμιά ανάγκη μεταβατικού σταδίου όπως προβάλλεται από την ηγεσία του υπουργείου.

«Διάκριση, μερική αποσύνδεση του εκπαιδευτικού συστήματος απ’ την αγορά εργασίας»

Λίγα λόγια σχετικά με την υπογράμμιση της ανάγκης για μερική αποσύνδεση της εκπαίδευσης από την αγορά εργασίας, και έμφαση στο περιεχόμενο της “Παιδείας” σε αντίθεση με τη μανία για χαρτιά, διπλώματα, πτυχία και Αριστεία.
Θεωρούμε υποκριτική την εκτίμηση ότι μπορεί να αμφισβητηθεί η τιτλοθηρία και η ανάγκη για αντίκρισμα των σπουδών στην αγορά εργασίας μέσα από τη διατήρηση της αντίστοιχης αγοράς της εκπαίδευσης, σε έναν κόσμο όπου κυριαρχεί ο ανταγωνισμός, ο ατομικισμός και οι εμπορευματικές σχέσεις, για χάρη ενός αφηρημένου περιεχομένου “παιδείας” (ξεχνώντας ότι το ίδιο το περιεχόμενο της σχολικής μάθησης δεν είναι «αυτοφυές» αλλά ορίζεται εν πολλοίς από την κυριαρχία, τις καπιταλιστικές σχέσεις, την αγορά εργασίας).

Αυτό που χρειάζεται είναι η άμεση αποϊδρυματοποίηση της μάθησης, η αποσύνδεση της γνώσης από τη διαδικασία και τα διαπιστευτήρια απόκτησής της, η κατάργηση του θεσμοθετημένου μονοπωλίου του σχολείου στη διαχείρισή της. Και κάτι τέτοιο δεν πρόκειται να συμβεί εντός ενός εκμεταλλευτικού και καταπιεστικού πολιτισμού.

«Ζητούμενο είναι η δημόσια δωρεάν παιδεία υψηλού επιπέδου»

Ας σταθούμε όμως λίγο στην έννοια του δωρεάν σε έναν κόσμο που μετράει τα πάντα βάσει του χρήματος. Πέρα από τον άνισο καταμερισμό του κατά κεφαλήν προϋπολογισμού με τρόπο που η δωρεάν παιδεία ωφελεί πάντα σε μεγαλύτερο βαθμό τους ήδη ευνοημένους, επιβαρύνοντας αντίστοιχα τα μη προνομιούχα στρώματα, πέρα από το ότι μόνο ένα μικρό ποσοστό της συμμετοχής των πολιτών στη χρηματοδότησή του επιστρέφει τελικά στους μαθητές (το υπόλοιπο διαφεύγει στην τροφοδότηση του ίδιου του εκπαιδευτικού μηχανισμού), το σχολείο έρχεται κυρίως με πολλά κρυφά κόστη.
Κόστη τα οποία δεν κοστολογούνται σε συνάλλαγμα. Το σχολείο σε χρεώνει με τη διαδικασία «συμμόρφωσης» και ενσωμάτωσής σου. Ο καπιταλισμός σε χρεώνει με την αναπαραγωγή του.

Όσον αφορά τη διαχείριση της ανθρωπιστικής κρίσης στο σχολείο, όπως την πρεσβεύει ο Α. Μπαλτάς, θα παραθέσουμε μια θέση του Λ. Αλτουσέρ, πνευματικού πατέρα του υπουργού παιδείας: «ο ανθρωπισμός ως ορισμός δεν είναι καθόλου αθώος. Εκφράζει κατά κύριο λόγο μια κάποια φιλάνθρωπη κριτική ή ενός είδους αλληλεγγύη που στα σίγουρα είναι πολιτικά ακίνδυνη και δε διεκδικεί να διασαλεύσει σε κανένα επίπεδο την αστική ταξική κυριαρχία. Από την άλλη πλευρά, μόνο η όξυνση της ταξικής πάλης απειλεί και τρομάζει την άρχουσα τάξη».
Σε ό,τι μας αφορά, δεν θέλουμε να εξαντλήσουμε μια κριτική σε αναγωγές στις αξιακές μας θέσεις αλλά, από την άλλη, είναι καθήκον ενός «αρχιερέα» μιας πολιτικής αντίληψης να επεξηγεί –κάθε φορά που συμβαίνει– τη δική του απόκλιση από ένα βασικό αξίωμα της πολιτικής του αντίληψης.

Γνώση και ρήξη

Επίσης για μας δε νοείται, όπως κάνει ο υπουργός, αναφορά σε υποθέσεις που έχουν να κάνουν με τη μάθηση χωρίς να προσδιορίζεται η έννοια της γνώσης αυτής καθεαυτής. Ο λόγος για μεταρρυθμίσεις που αφορούν την εκπαιδευτική διαδικασία χωρίς καμία απολύτως νύξη σχετικά με τη γνώση είναι εκ των ων ουκ άνευ. Αυτή η απουσία δε σχετίζεται εδώ με μια «αλλαγή στο ύφος της εξουσίας» αλλά με την εξουσία αυτή καθεαυτή και τα περιεχόμενά της. Την εξουσία που δεν μπορεί εξ ορισμού να μην προσδιορίζει τα όρια της αμφισβήτησής και της άρνησής της. Όμως αυτό στις μέρες της συγκεκριμένης σοσιαλδημοκρατικής διαχείρισης δεν είναι επιθυμητό… γιατί θα υπονομεύσει το ίδιο το ύφος της εξουσίας.

Οι σταδιακές, σε βάθος χρόνου μεταρρυθμίσεις που προωθεί ο ΣΥΡΙΖΑ έχουν όρια, απέναντι στα οποία επιλογή μας είναι η κάθετη ρήξη από τη μία και η οργάνωση αντι-δομών αυτομόρφωσης, από την άλλη, μέσα από τις οποίες επιχειρούμε να προσεγγίσουμε άμεσα, εδώ και τώρα, προσωπικά και συλλογικά τη γνώση μακριά από ιεραρχίες, ρόλους και εμπορευματικές λογικές και ενάντια στον εκπαιδευτικό μηχανισμό που τα διαιωνίζει.

Ομάδα για την αυτομόρφωση και ενάντια στην εκπαίδευση της κατάληψης Σινιάλο

Σχόλια Ανάρτησης

  • Μιλουσα χτες με ενα ατομο και μου ειπε
    οτι δεν εχουνε αλλαξει το συστημα των εξετασεων.
    Υπαρχουν πανελληνιες στη β λυκειου δηλαδη(στην αλφα;).
    Αν θελετε γραψτε οσοι ξερετε για το τι εχει αποφασιστει.
    Και ενας ζωντανος διαλογος δεν ειναι κακος για το σαιτ.

    • Οι εξετάσεις Α’ και Β’ Λυκείου είναι πλέον μόνο προαγωγικές (με τον γενικό μέσο όρο να επανέρχεται στο 9,5) και όχι Πανελλήνιες, και οι βαθμοί τους δεν προσμετρώνται για την εισαγωγή σε ΑΕΙ/ΑΤΕΙ.

      Επίσης, η επιλογή των θεμάτων των προαγωγικών εξετάσεων κατά 50% από την Τράπεζα θεμάτων παύει να ισχύει (Α’ και Β’ Λυκείου).

      Για τις εισαγωγικές και απολυτήριες εξετάσεις της Γ’ Λυκείου του τρέχοντος έτους, οι εξεταστικές διαδικασίες και ρυθμίσεις παραμένουν ως έχουν.

      Οι αλλαγές που θεσπίζονται σχετικά με τις εισαγωγικές εξετάσεις της Γ’ Λυκείου θα ισχύουν από του χρόνου, για αόριστο διάστημα, αν και σε βάθος χρόνου ο διακυρηγμένος στόχος είναι η κατάργηση των εξετάσεων για εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Κάπου, κάπως, κάποτε.

Leave a Reply to / Cancel reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *