Με αφορμή άλλη μια ιστορία πατριαρχικής βαρβαρότητας και την γυναίκα που υπερασπίστηκε την ζωή της στην Κόρινθο

 

Το πρωί της 22ης Ιουνίου 2016 ένας άντρας βρίσκεται νεκρός σε πεζόδρομο κεντρικού σημείου της Κορίνθου. Λίγο αργότερα συλλαμβάνονται δύο γυναίκες και σχηματίζεται δικογραφία εναντίον της μίας για ανθρωποκτονία από πρόθεση σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, ενώ και οι δύο οδηγούνται στη φυλακή. Οι δύο γυναίκες είχαν δεχτεί νωρίτερα σεξιστική επίθεση, λεκτική και σωματική από τον 46χρονο, και σε κατάσταση αυτοάμυνας η μία από τις δύο αμύνθηκε -με αντικείμενο που έφερε για την αυτοπροστασία της- καταφέρνοντάς του ένα πλήγμα, προκειμένου να μπορέσουν να διαφύγουν. Από εκεί και πέρα η ιστορία παίρνει το δρόμο της, σαν κακοφτιαγμένο σενάριο που παίζεται ξανά και ξανά, στις αίθουσες των δικαστηρίων, στα δημοσιεύματα των μίντια αλλά και στα κολαστήρια των φυλακών -όπου βρίσκεται η Π.Α.-, ενώ και η δεύτερη γυναίκα, αφού πέρασε 6 μήνες ως έγκλειστη στις φυλακές ανηλίκων στη Θήβα, περιμένει να δικαστεί.

Τα μίντια αξιοποιούν πάλι εκείνα τα στοιχεία της υπόθεσης που θα την ανεβάσουν θεαματικά -για περιορισμένο χρονικό διάστημα, ως ευκολοχώνευτη είδηση- για να την υποβιβάσουν τελικά ως προς το σύνολο των πραγματικών πτυχών της. Τα δημοσιεύματα των αστικών φυλλάδων και οι σύντομες τηλεοπτικές αναφορές υποδεικνύουν τον τρόπο που ο πληθυσμός πρέπει να αντιμετωπίσει την υπόθεση, ξεκινώντας από τις πρέπουσες αντιστροφές. Οι γυναίκες που βρίσκονταν σε αυτοάμυνα γίνονται οι απρόσωπες “22χρονη” και “17χρονη”, η μεγαλύτερη φέρει τον τίτλο της δολοφόνου και η άλλη της συνεργού, ο άντρας-δράστης γίνεται το θύμα, ένας ευυπόληπτος πολίτης, και η εξέλιξη της ιστορίας ακολουθεί τη θλιβερή επαναληψιμότητα αντίστοιχων υποθέσεων. Και υπάρχουν κι άλλα για να δέσουν την υπόθεση. Τα άλλοτε συγκαλυμμένα και άλλοτε κατάφωρα ρατσιστικά δημοσιεύματα δεν χάνουν την ευκαιρία να υπογραμμίσουν ότι η 22χρονη είναι Ρομά, άστεγη, με διανοητικά προβλήματα: ό,τι πρέπει για το τσιμέντωμα του συντηρητικού ακροατηρίου ως τέτοιου.

Την Τετάρτη 27 Σεπτέμβρη, περίπου ένα χρόνο μετά, δικάστηκε η 22χρονη γυναίκα.  Το βούλευμα των τριών δικαστίνων ήταν έτσι κι αλλιώς προπομπός των όσων θα ακολουθούσαν. Πρώτο μέλημα για την στοιχειοθέτηση του κατηγορητηρίου η παρουσίασή τους ως εξωκοινωνικά στοιχεία: “…χρειάζεται να ληφθούν υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας αμφοτέρων και δη: η διαβίωση κάτω από συνθήκες που δεν αρμόζουν σε άτομα μικρής ηλικίας, η πλημμελής επιτήρηση από το οικογενειακό τους περιβάλλον, η εγκατάλειψη της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, συναναστροφές με άτομα που υποκόσμου…”. Τα όσα ακολουθούν είναι μνημειώδη της γλώσσας της εξουσίας και της βαρβαρότητάς της: κατά την αγόρευσή της, η εισαγγελέας υποστήριξε ότι η κατηγορούμενη λόγω του περιβάλλοντός φτώχειας στο οποίο έχει μεγαλώσει “δεν μπορεί να αντιληφθεί την αξία της ανθρώπινης ζωής, όπως εμείς που είμαστε άλλου μορφωτικού επιπέδου” και ότι “δεν σέβεται τη ζωή μπροστά στο ένστικτο επιβίωσης“, καταλήγοντας ότι “το θύμα πρέπει να παραδοθεί λευκό, χωρίς το στίγμα που του αποδίδει η κατηγορούμενη“. Πρότεινε τελικά να καταδικαστεί η κατηγορούμενη για ανθρωποκτονία από πρόθεση μεταξύ άλλων γιατί “καθώς βρισκόμαστε σε οικονομική κρίση η κοινωνία πρέπει να πάρει το μήνυμα ότι δεν μπορεί να επικρατεί ο νόμος της ζούγκλας”.

Η οργή ξεχειλίζει για μια ακόμη φορά. Γιατί η διαχείριση κάθε γεγονότος σεξιστικής βίας συνοψίζει πάντα τόσο εμφατικά τη βαρβαρότητα του καθεστώτος της αντρικής υπεροχής, των έμφυλων ανισοτήτων εις βάρος των γυναικών και όσων δεν ανταποκρίνονται στα πρότυπα των αρρενωποτήτων. Αποτελεί πάντα μια ευκαιρία για την αστική δικαιοσύνη και τις μηχανές του θεάματος να αποκαταστήσουν την έμφυλη τάξη, να  επανανομιμοποιήσουν ακριβώς αυτό το καθεστώς της υποτίμησης των γυναικών και των σωμάτων τους. Να μην διασαλευτούν οι κυρίαρχες κανονικότητες, να παραμείνει η σεξιστική βία, τα σεξιστικά σχόλια, οι αμέτρητες επιθέσεις, λεκτικές και σωματικές, οι ξυλοδαρμοί, οι βιασμοί και οι δολοφονίες γυναικών από άντρες άγνωστους, από άντρες συντρόφους, συζύγους, συγγενείς, πατεράδες, παλικαράδες, μάτσο, ομοφοβικούς… μόνο στη σφαίρα του φανταστικού, μεταφυσικές οντότητες που δεν υφίστανται.

Κάθε τέτοιο γεγονός, από την αρχή ως το τέλος του, είναι μια ιστορία πατριαρχικής βαρβαρότητας.  Η κατάθεση της γυναίκας που σκότωσε τον επίδοξο βιαστή της ίδιας και της φίλης της ότι λειτούργησε σε θέση αυτοάμυνας δεν έπεισε τις εντεταλμένες του κράτους δικαστίνες και γι αυτό πρωτόδικα την καταδίκασαν σε περισσότερα από 15 χρόνια κάθειρξη. Πώς αλλιώς θα μπορούσε να ερμηνευτεί κάτι τέτοιο αν όχι ως σαφές μήνυμα προς τις/τους υπόλοιπες/ους μας να μην αμυνόμαστε και να υπομένουμε την όποια σεξιστική επίθεση δεχόμαστε από ξαναμμένα αρσενικά; Σε αντίθετη περίπτωση, μας περιμένει παραδειγματική τιμωρία ως αυτές που αμφισβητούν την αρσενική κυριαρχία. Και είναι γνωστό, ότι στις αίθουσες των δικαστηρίων οι γυναίκες που αντιστάθηκαν είτε με καταγγελία είτε με αυτοάμυνα σύρονται σε μια δεύτερη εξοντωτική διαδικασία, ως κατηγορούμενες της επίθεσης που δέχτηκαν, στο θαυμαστό πάντα κόσμο των αντιστροφών. Και τέτοιες υπάρχουν αμέτρητες στην περίπτωση των συγκεκριμένων γυναικών.

Η δίκη αυτή έχει πολλά να πει. Η φτώχεια της 22χρονης γυναίκας δαιμονοποιήθηκε· έγινε ενοχοποιητικό στοιχείο το γεγονός ότι ήταν άστεγη και τέτοιοι άνθρωποι, σύμφωνα με την εισαγγελέα, δεν ξέρουν την αξία της ζωής. Ναι, η φτώχεια, την οποία όμως παράγει το ίδιο το σύστημα πολιτικής και κοινωνικής οργάνωσης, αυτό της εκμετάλλευσης και της καταπίεσης, είναι πάντα στίγμα. Το ξέρουν οι αμέτρητες χιλιάδες των ανθρώπων που δεν έχουν πρόσβαση στα στοιχειώδη, των ηλικιωμένων που αντιμετωπίζονται ως επαίτες, των ανέργων που τους πετάνε ξεροκόμματα, όπως και οι χιλιάδες των μεταναστών/στριών που στοιβάζονται στις αποθήκες-“φιλοξενίας”, αν καταφέρουν να μην πνιγούν στο Αιγαίο. Αν κάποιος λοιπόν δεν γνωρίζει την λεγόμενη “αξία της ζωής”, αυτοί είναι οι “λειτουργοί” των κατασταλτικών μηχανισμών και της δικαιοσύνης, όπως και οι πολιτικοί τους προϊστάμενοι. Η “αξία της ανθρώπινης ζωής” είναι ένα πατσαβούρι που ανασύρεται όταν η αστική νομιμότητα και οι νόμοι της εξουσίας θέλουν να ξαναορίσουν τα πράγματα, με τον κυνισμό των δύο μέτρων και δύο σταθμών. Γιατί προφανώς, η ζωή της Π.Α. δεν έχει καμία σημασία για τη σύνθεση “ευγενούς μόρφωσης” του δικαστηρίου. Είναι μια Ρομά, μια γυναίκα, άστεγη, στον πάτο της ταξικής πυραμίδας. Η ζωή της πριν και μετά το γεγονός της 22ης Ιούνη είναι μια “παράβαση”, η ίδια η Π.Α. είναι μια φιγούρα της παράβασης και τιμωρείται και γι αυτό. Οι κυρίαρχες κατηγοριοποιήσεις, το φύλο, η φυλή και η τάξη βρίσκονται εδώ σε μια αδιαχώριστη σύμπλεξη και στοιχειοθετούν την εκ των προτέρων καταδίκη της. Η “απόβλητη” θα πεταχτεί στη φυλακή. Όλα θα χρησιμοποιηθούν εναντίον της, ακόμη και ότι δεν κατάφερε να τελειώσει το σχολείο θα συνεισφέρει στο ότι πρόκειται για άνθρωπο δεύτερης κατηγορίας, ανάξιο να ζει. Ακόμα και το γεγονός ότι η ίδια και η μητέρα της κακοποιούνταν συστηματικά από τον πατέρα της και ότι αυτός ήταν ο λόγος που εγκατέλειψε το σπίτι της, αξιοποιείται για το χτίσιμο της τερατολογικής της εικόνας. Γιατί, ειδικά τα γεγονότα σεξιστικής βίας, χρειάζονται τέρατα και παραμύθια για να αποδυναμώνονται ως εξω-πραγματικά και να μπορούν να διαιωνίζονται.

Το γνωρίζουμε πια, η αυτοάμυνα μιας γυναίκας απέναντι στον επίδοξο βιαστή της είναι πράξη που πρέπει να τιμωρηθεί. Η αυτοάμυνα ως πράξη αντίστασης στη σεξιστική βία είναι αξιόποινη πράξη. Και οι πράξεις αντίστασης τιμωρούνται παραδειγματικά από τους διωκτικούς μηχανισμούς. Οι νόμοι του κράτους, μέσω των “λειτουργών” του, θα κρίνουν τι αντιστοιχεί και αν αντιστοιχεί να αποδοθεί στον επιτιθέμενο. Στη συγκεκριμένη περίπτωση το δικαστήριο αποφάνθηκε ότι ο δράστης είναι θύμα και πρέπει να αποδοθεί “λευκός” ως προς το στίγμα που του απέδωσε η κατηγορούμενη. Ένα τέλειο “ξέπλυμα”, μια εκ νέου υπενθύμιση των απαράβατων κανόνων του πατριαρχικού καθεστώτος. Αυτό που υποδεικνύεται και στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι ότι θα πρέπει να υφίστασαι τη σεξιστική βία, λεκτική και σωματική, ακόμη και το βιασμό (όπως είπε η έδρα στη συγκεκριμένη δίκη, δεν πείστηκε ότι θα ακολουθούσε βιασμός -προφανώς χρέωσε την κατηγορούμενη που δεν κάθισε να περιμένει να βιαστεί). Για να συρθείς μετά, εφόσον το καταγγείλεις και εφόσον στοιχειοθετηθεί κατηγορία, στα δικαστήρια για να υποστείς ξανά μια δεύτερη, απείρως επώδυνη διαδικασία εξόντωσης και από “θύμα” να γίνεσαι εκείνη που “τα ήθελε”, που “προκάλεσε”, όπως η πρόσφατη περίπτωση του ομαδικού βιασμού από δύο άντρες στην Ξάνθη, που εξακολουθούν και ζουν τη ζωή τους, δικαιωμένοι πια ως ευυπόληπτοι πολίτες, ως “άντρες με παράσημα”. Το γνωρίζουμε καλά: από τα δικαστήρια δεν έχουμε να περιμένουμε τίποτα απολύτως.

Η νεαρή γυναίκα, εκείνο το πρωί στην Κόρινθο, υπερασπίστηκε τη ζωή της και τη ζωή της φίλης της, αμύνθηκε με ό,τι είχε ενάντια στην ταπείνωση, την υποτίμηση, την επιβολή, την κακοποίηση του σώματός της. Σήκωσε το χέρι της και υπερασπίστηκε τον εαυτό της, όπως αρμόζει σε όλες/ους να κάνουμε, να αμείβουμε όσους επιχειρούν να μας υποτιμήσουν, να μας επιβληθούν, να μας επιτεθούν, με ό,τι τους αντιστοιχεί. Για εκείνη τη στιγμή της Π.Α. και για τον αγώνα που δίνει πια μέσα από τη φυλακή, για ό,τι συνοψίζει, στεκόμαστε αδιάλλακτα μαζί της.

 

Ενάντια στη σεξιστική βία, στην πατριαρχία και τους θεσμούς της

Στεκόμαστε αλληλέγγυα η μία δίπλα στην άλλη

 

Θερσίτης

Οκτώβρης 2017

 

 

Αναδημοσίευση από το site του θερσίτη

Comments

One response to “Με αφορμή άλλη μια ιστορία πατριαρχικής βαρβαρότητας και την γυναίκα που υπερασπίστηκε την ζωή της στην Κόρινθο”

  1. re fyge

    οχι ρε κα8ε τρελ@ -ναι -me όποιο νομιμοποιητικό βιωμα, σε όποια κατασταση, να σηκωνει μαχαιρι και να υπερασπιζεται τν τιμη και τν υποληψη τ@. ετσι!

    ζωα. μεσα. βαθια.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *