Εγκυκλοπαίδεια των Οχλήσεων: προσωρινή σύνοψη των διαμαρτυριών μας ενάντια στο δεσποτισμό της ταχύτητας με αφορμή την επέκταση των γραμμών του TGV

ΑΝΑΡΤΗΘΗΚΕ: 05/05/2015
Αναλύσεις & Θέσεις

Το κείμενο που ακολουθεί γράφτηκε το 1991 από άτομα που συμμετείχαν στην Εγκυκλοπαίδεια των Οχλήσεων (Encyclopédie des Nuisances – EdN) με αφορμή την επέκταση του δικτύου των τρένων υψηλής ταχύτητας (TGV) στη Γαλλία. Δεδομένου ότι ο αγώνας ενάντια στα συγκεκριμένα τρένα βρίσκεται ακόμα σε εξέλιξη, το κείμενο παραμένει εξαιρετικά επίκαιρο. Η Εγκυκλοπαίδεια των Οχλήσεων ιδρύθηκε το 1984 στο Παρίσι από τον Χάιμε Σεμπρούν με τη συμμετοχή, μεταξύ άλλων, του Μιγκέλ Αμορός και του πρώην καταστασιακού Κριστιάν Σεμπαστιανί. Σκοπός της Εγκυκλοπαίδειας  –  στην οποία συνεισέφερε αρχικά και ο Γκυ Ντεμπόρ – ήταν να διατηρηθεί ζωντανή η κριτική σκέψη και η ιστορική μνήμη σε μια περίοδο ύφεσης του επαναστατικού κινήματος. Μετά τη δημοσίευση του 15ου τεύχους τον Απρίλη του 1992, η Εγκυκλοπαίδεια σταμάτησε να κυκλοφορεί ως τακτική επιθεώρηση. Ωστόσο, η δραστηριότητά της συνεχίζεται μέχρι σήμερα με τη μορφή εκδοτικού εγχειρήματος. Η μετάφραση του κειμένου έγινε από την ομάδα Carex Flacca τον Απρίλη 2015.

«Ολόκληρο το σιδηροδρομικό δίκτυο προορίζεται για ανθρώπους πάντα βιαστικούς, που δεν είναι σε θέση να εκτιμήσουν τίποτα. Καθένας που θα μπορούσε να το αποφύγει δε θα επέλεγε να ταξιδέψει με αυτόν τον τρόπο. Θα περνούσε με το πάσο του από λόφους και ανάμεσα σε φράχτες χωρίς να κόβει δρόμο μέσα από τούνελ και αναχώματα. Κι όποιος παρόλα αυτά θα προτιμούσε ένα τέτοιο είδος ταξιδιού δε θα διέθετε μια αρκετά ανεπτυγμένη αίσθηση της ομορφιάς για να αξίζει να του απευθύνουμε το λόγο όταν θα έφτανε στον σταθμό. Υπό αυτό το πρίσμα, ο σιδηρόδρομος είναι μια επιχείρηση χωρίς κανένα ενδιαφέρον την οποία πρέπει να ξεφορτωθούμε το συντομότερο. Μεταμορφώνει τους ανθρώπους από ταξιδιώτες σε ζωντανές αποσκευές.»

John Ruskin, Οι Επτά Λαμπτήρες της Αρχιτεκτονικής (1849)

Κατά τον 19ο αιώνα, η ύπαιθρος συγκλονίστηκε από ένα πρώτο κύμα βιομηχανοποίησης και συγκεκριμένα από τη γενικευμένη κατασκευή σιδηροδρόμων. Το νέο αυτό μέσο μεταφοράς επικρίθηκε από ένα αργόσχολο κομμάτι της κυρίαρχης τάξης που, με τα γούστα και τις ευαισθησίες του, παρέμενε προσκολλημένο στις περασμένες απολαύσεις του ταξιδιού, τις οποίες επρόκειτο να καταργήσει το τρένο. Από την άλλη, επέτρεψε μια πραγματική ανάπτυξη της ελεύθερης κυκλοφορίας με όλες τις ευτυχείς συνέπειες που έχει κάτι τέτοιο για την κοινωνική ζωή.

Πολλά οξυδερκή επιχειρήματα που χρησιμοποιήθηκαν στο παρελθόν ενάντια στα πρώτα τρένα μπορούν, ακόμα πιο δικαιολογημένα, να χρησιμοποιηθούν σήμερα ενάντια στο TGV. Ειδικά απ’ τη στιγμή που η κατασκευή τους αυτή τη φορά δεν περιλαμβάνει καμία αντιπαροχή και συμβάλλει αντίθετα σε μια νέα γεωγραφική απομόνωση ολόκληρων περιοχών, στην ερήμωση της υπαίθρου και στην εξαθλίωση της κοινωνικής ζωής. Και δεν υπάρχει εντός της κυρίαρχης τάξης – όπου ο καθένας πλέον εργάζεται σκληρά και διαγκωνίζεται με τους άλλους ώστε να παραμείνει στην οικονομική κούρσα – ο κίνδυνος να εκφέρει κανείς κρίση με βάση το προσωπικό του γούστο, πόσο μάλλον να διατυπώσει κάποια ιστορική αλήθεια. Αναγκαστικά λοιπόν, πρέπει κάποιοι άνθρωποι που βρίσκονται στον  άλλο πόλο της κοινωνίας, δε διακατέχονται από μανία για καριέρα και δεν είναι καν “εμπειρογνώμονες” ή επίσημοι αντίπαλοι να αναλάβουν τη διατύπωση όλων εκείνων των ορθών λόγων, τόσο υποκειμενικών όσο και αντικειμενικών, για τους οποίους αντιτίθενται στη νέα αυτή επιτάχυνση του παραλόγου. Η συμμαχία που έχουν σχηματίσει για να δημοσιεύσουν αυτό το κείμενο θα έχει χωρίς αμφιβολία και άλλες αφορμές για να εκδηλωθεί και να επεκταθεί.

Ο καλύτερος δυνατός κόσμος

Ο σύγχρονος κόσμος δεν είναι τίποτα λιγότερο από ευτυχής (βλέπε το άφθονο φαρμακευτικό του οπλοστάσιο), μπορεί ωστόσο να σημειώσει με τη μορφή “συναίνεσης” μια αδιαμφισβήτητη επιτυχία: φαίνεται να έχει συμφιλιώσει, μέσα σε ένα είδος αρμονίας που λίγο έχει διαταραχθεί μέχρι σήμερα, ισχυρούς που υπαγορεύουν πώς πρέπει να είναι η ζωή και φτωχούς που έχουν χάσει την ιδέα του τι θα μπορούσε να είναι. Κατασκευαστές επεξεργασμένων τροφίμων και νοθευμένης κουλτούρας και καταναλωτές που έχουν καταστεί ανίκανοι να δοκιμάσουν κάτι άλλο. Εργολάβους που τίποτα δεν τους σταματά στην πορεία καταστροφής των πόλεων και της υπαίθρου, και κατοίκους που συχνά τίποτα δεν τους συνδέει με έναν τόπο πέρα από την υποδούλωσή τους σε κάποια εργασία. Τεχνοκράτες που βλέπουν τις χώρες και τα τοπία ως κάτι που πρέπει να διασχίζεται ολοένα ταχύτερα, και επιβάτες συγκοινωνιών οι οποίοι βιάζονται ολοένα περισσότερο να εγκαταλείψουν τις πόλεις που έχουν γίνει αφόρητες και να αποδράσουν απ’ το πλήθος καταφεύγοντας μαζικά στους δρόμους, στους σιδηροδρομικούς σταθμούς και στα αεροδρόμια.  Κοντολογίς, τα πάντα είναι για το καλύτερο στον “καλύτερο δυνατό κόσμο”, τουλάχιστον όσο ο σύγχρονος κόσμος προσλαμβάνεται ως ο μόνος δυνατός, τόσο αδιαμφισβήτητος όσο και η τεχνική του πρόοδος. Με άλλα λόγια, όσο κανείς δεν εγείρει κανένα από τα βασικά ερωτήματα σχετικά με τη χρήση της ζωής, όπως: γιατί πρέπει με κάθε κόστος να κερδίσουμε χρόνο στις διαδρομές μας, ενώ αυτή ακριβώς η μετάλλαξη του ταξιδιού σε καθαρή μεταφορά είναι που το κάνει να μοιάζει μακρύτερο, σαν πραγματική αγγαρεία; Ως αντιπερισπασμό στην τόση βαρεμάρα, φτάσαμε στο σημείο να τοποθετούμε τηλεοράσεις στο TGV – προσεχώς και στα αυτοκίνητα όπου οι Γάλλοι περνούν τουλάχιστον τρεις ώρες την ημέρα. Αυτός ο κύκλος της αποϋλοποίησης του ταξιδιού θα έχει ολοκληρωθεί όταν οι τηλεοράσεις θα επιτρέπουν να θαυμάσουμε με τη μορφή τουριστικών βιντεοκλίπ τα θέλγητρα των περιοχών που διασχίζουμε…

Οι τοπικές αντιδράσεις που οργανώθηκαν στη Νοτιοανατολική Γαλλία ενάντια στη χάραξη της γραμμής του TGV δε φιλοδοξούν βεβαίως να ξαναβάλουν τα πράγματα στη θέση τους. Είναι ξεκάθαρο πως θα χρειαστούν και τη συνδρομή άλλων δυνάμεων, ωστόσο τέτοιες αφορμές μπορούν ακριβώς να επιτρέψουν τη συγκρότησή τους. Πράγματι, αυτές οι αντιδράσεις φανερώνουν, από την ύπαρξή τους και μόνο, ότι διάφορα άτομα – πιο πολλά απ’ ό,τι θέλουν να μας κάνουν να πιστέψουμε – είναι αποφασισμένα να μην αφήσουν στη σκιά της “προόδου” κάποιες πτυχές της ζωής τους που καμιά τεχνική πρόοδος δε θα μπορούσε να προσφέρει. Κατά συνέπεια, κλονίζουν την ψεύτικη απόδειξη ενός τόσο μοναδικού “γενικού καλού” που αποτελείται από τα συγκεκριμένα δεινά τόσων ανθρώπων. Για να καταρρεύσει τελείως, σε αυτό το σημείο, και ίσως αργότερα σε άλλα, ας μην αφήσουμε τη δουλειά στη μέση: Αν συμφωνήσουμε στους “λόγους” υπέρ του TGV ως δυνητικοί του χρήστες, δε θα βρισκόμαστε στην ευνοϊκότερη θέση για να το αρνηθούμε ως θιγμένοι περίοικοι. Αντιθέτως, πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι η αποδοχή όλων των λοιπών γνωστών “αναγκαιοτήτων της σύγχρονης ζωής” στερεί κάθε καλό λόγο να εναντιωθεί κανείς στο TGV ή, έστω, κάθε λόγο που μπορεί να αφορά οποιονδήποτε δεν κατοικεί ακριβώς δίπλα στις σχεδιαζόμενες σιδηροδρομικές γραμμές.

Τον 18ο αιώνα συνηθιζόταν το παρακάτω ρητό: «Αν δεν ξέρεις πώς να είσαι ελεύθερος, μάθε τουλάχιστον πώς να είσαι δυστυχισμένος! ». Σ’ αυτό πρέπει να δηλωθεί ξεκάθαρα ως απάντηση: «Αν δε θέλουμε να μάθουμε πώς να είμαστε δυστυχισμένοι, πρέπει να μάθουμε πώς να είμαστε ελεύθεροι». Η πρώτη μας ελευθερία συνίσταται στην κριτική και στην καταδίκη όλων αυτών που μεταμφιέζουν έναν περιορισμό και τον κάνουν να μοιάζει αξιαγάπητος.

Η σιωπή είναι συνενοχή

Έχει υποστηριχθεί κάποιες φορές πως η από κοινού διάπραξη ενός εγκλήματος θεμελιώνει μια κοινωνία. Το σίγουρο είναι πως κάθε ”καθωσπρέπει κοινωνία” – ακόμη και η Μαφία – επιβάλλει το νόμο της σιωπής εμπλέκοντας στις υποθέσεις της τον μέγιστο αριθμό ανθρώπων. Οι μαφιόζοι της προόδου δεν κάνουν κάτι διαφορετικό, επιδιώκουν τη συμμετοχή μας με οποιονδήποτε τρόπο, ζητούν να μας έχουν στο χέρι μέσα από κάποιο μικρό προνόμιο που μας κάνει συνένοχους. Ακολουθώντας το μοντέλο μιας πρόσφατης διαφήμισης της EDF [Εταιρία Ηλεκτρισμού Γαλλίας] – σύμφωνα με την οποία είναι προς το συμφέρον όλων μας η ύπαρξη πυρηνικών σταθμών ηλεκτροπαραγωγής, αφού σε όλους έχει τύχει να μαγειρέψουν πατάτες γκρατέν ντοφινουά ή να ακούσουν Μπαχ – στόχος είναι η απόσπαση της σιωπής μας στο όνομα του cui prodest [ποιος ωφελείται]. Είναι ξεκάθαρο ότι επωφελούμαστε του εγκλήματος∙ αφού δεν μπορέσαμε να το αποτρέψουμε, το μόνο που μας μένει είναι να σωπάσουμε.

Όλη η προπαγάνδα υπέρ του TGV μπορεί να συμπυκνωθεί σε δύο σοφιστείες ή μάλλον σε μία και μοναδική, άμεσα αντιστρέψιμη: αυτό που είναι επιβλαβές για όλους ωφελεί, ωστόσο, τον καθένα ξεχωριστά και από το γενικό κακό προκύπτει το συγκεκριμένο καλό – τα τοπία λεηλατούνται, οι κωμοπόλεις και τα χωριά γίνονται αβίωτα ή εξαφανίζονται και αγαθά όπως η σιωπή και η ομορφιά, που δεν ανήκαν σε κανέναν, αποσπώνται από μας και τότε εκτιμάμε πόσο ήταν κοινά. Ωστόσο, καθένας ξεχωριστά αντλεί ένα πενιχρό κέρδος απ’ αυτή την πρόοδο, εφόσον ενδιαφέρεται να διασχίσει τη Γαλλία δύο ή τρεις φορές το χρόνο μέσα σε λίγες ώρες. Επομένως, είναι κι αυτός μέσα στο κόλπο, δωροδοκείται, κι έτσι απαγορεύεται να έχει άποψη γι’ αυτό, όπως και για τη μισθωτή εργασία ή για τα εμπορεύματα, μιας και κάθε μέρα που περνά αποδεικνύει την αδυναμία μας να ζήσουμε χωρίς αυτά.

Αυτή η σοφιστεία μπορεί να αντιστραφεί χωρίς να παύει να αντιτάσσεται στην αλήθεια. Τότε γίνεται ως εξής: Αυτό που είναι επιβλαβές για κάποιους ωφελεί, ωστόσο, το σύνολο και από το συγκεκριμένο κακό προκύπτει ένα γενικό καλό. Αυτή η τελευταία διατύπωση χρησιμεύει κάθε φορά που συγκεκριμένα, πραγματικά άτομα – και όχι ‘επιβάτες’ γενικά, αυτό το φάντασμα των στατιστικών της SNCF [Γαλλική Εταιρεία Σιδηροδρόμων]  – αντιτίθενται στις υποδείξεις των εργολάβων. Τι αδιανόητος, πρωτοφανής εγωισμός θα ήταν αυτός σε μια κοινωνία τόσο ομόφωνα αφοσιωμένη στα κοινά συμφέροντα της ανθρωπότητας!

Πίσω απ’ όλα αυτά τα φτηνά ψέματα βρίσκεται το υποτιθέμενο συμφέρον του επιβάτη για μια ολοένα ταχύτερη μετακίνηση. Όμως σήμερα, προτού η ανάγκη του TGV επιβληθεί σε όλους, ποιος ενδιαφέρεται πραγματικά για την αυξανόμενη ταχύτητα αν όχι εκείνοι ακριβώς που, μαζί με τις αποσκευές τους, σκοπεύουν να προωθήσουν τη διαδικασία της ερήμωσης; Το TGV διεκδικεί αυτή την πελατεία από τα αεροπλάνα. Και εξαιτίας αυτού του συσκευασμένου και τυποποιημένου ανθρώπινου φορτίου, εξαιτίας αυτών των “τούρμπο στελεχών” (όπως αποκαλούν οι ίδιοι τον εαυτό τους) θα πρέπει να αντιμετωπίζεται η πλειοψηφία των πόλεων της Γαλλίας σαν να είναι προάστια του Παρισιού.

Μόνο όσοι πουλάνε αρκετά ακριβά το χρόνο τους στην αγορά εργασίας έχουν συμφέρον να αγοράσουν την εξοικονόμηση χρόνου που προσφέρει το TGV. Όμως η μεγαλύτερη διαφορά με την προηγούμενη κοινωνική ιεραρχία, παρότι αποτελεί και πάλι ενσάρκωση της παλιάς ταξικής κοινωνίας, είναι πως από δω και πέρα αυτά τα πλεονεκτήματα της – επιβεβλημένης μάλλον παρά επιτρεπόμενης – κινητικότητας δεν είναι θελκτικά για οποιονδήποτε δεν έχει χάσει κάθε ευαισθησία. Καμιά ταχύτητα μετακίνησης δε θα μπορέσει να ανακτήσει τον εξαργυρωμένο χρόνο που διαφεύγει πωλούμενος για εργασία ή εξαγοραζόμενος για αναψυχή. Άλλος ένας λόγος για να χλευαστούν τέτοια “πλεονεκτήματα”, που αποτελούν τη δυστυχία κάποιων μόνο και μόνο για να επιτρέψουν σε κάποιους άλλους να έχουν πρόσβαση σε ένα θλιβερό ομοίωμα ευτυχίας.

Mobilis in mobili

Αν η κινητικότητα σήμερα καταφέρνει να διατηρεί λίγη απ’ την πρότερη αίγλη της, δεν μπορεί ωστόσο να επιτρέψει πλέον σε κανέναν να ξεφύγει από την κινητοποίηση μέσω της σύγχρονης οικονομίας. Αυτό που υποσχόταν η ελεύθερη κυκλοφορία έχει στην πραγματικότητα καταστραφεί ταυτόχρονα με τη δυνατότητα χρήσης της. Παγιδευμένοι στη μισθωτή εργασία, στην αναζήτηση των προς το ζην και των ομοιόμορφα οργανωμένων διασκεδάσεων, σ’ αυτή την οικονομική κούρσα, οι άνθρωποι έχουν χάσει συλλογικά τους λόγους να αφήσουν έναν τόπο, όπως και να συνδεθούν με αυτόν.

Η ελεύθερη κυκλοφορία υπήρξε ένας από τους πιο αδιαμφισβήτητους λόγους για την ανατροπή των δεσποτισμών αλλά, σε τελική ανάλυση, τα εμπορεύματα είναι εκείνα που την έχουν κατακτήσει ενώ οι άνθρωποι, υποβιβασμένοι στο επίπεδο των εμπορευμάτων, είναι εκείνοι που πληρώνουν, που μεταφέρονται από τον έναν τόπο εκμετάλλευσης στον άλλον. Στο τέλος αυτής της διαδικασίας, η υπόσχεση της απελευθέρωσης που περιείχε το γεγονός ότι κάποιος δεν ήταν υποχρεωμένος να ζήσει όλη του τη ζωή σε ένα μόνο μέρος αντιστράφηκε στη δυστυχή βεβαιότητα να μην είναι πλέον πουθενά στο σπίτι του και να πρέπει πάντα να κοιτάζει αλλού όταν βρίσκεται εκεί. Το TGV αντιστοιχεί σε αυτό το τελευταίο στάδιο: υπάρχει πράγματι μια ορισμένη λογική στην ταχύτερη δυνατή διάσχιση ενός χώρου όπου εξαφανίζεται σχεδόν καθετί για το οποίο θα άξιζε μια στάση και του οποίου την παρωδιακή ανασύσταση μπορεί πάντα να καταναλώσει κανείς στη Γιουροντίσνεϊ που είναι βολικά τοποθετημένη στη “διασταύρωση” του δικτύου.

Οι άνθρωποι προσπαθούσαν πάντα να απελευθερωθούν από την υποταγή στην οποία τους κρατούσε η εξουσία μέσω της οριοθέτησης του χώρου. Οι παλαιότερες κοινότητες είχαν ήδη διαβρωθεί στο βαθμό που τα άτομα προτιμούσαν τον πειρασμό να δημιουργήσουν οι ίδιοι τη ζωή τους αντί για τις ασφυκτικές και ρυθμιζόμενες μορφές ζωής. Η οικονομική ανάπτυξη που οδήγησε στην αμφισβήτηση των κεκτημένων από τις νέες γενιές, η τεχνολογική καινοτομία και η μεγαλύτερη κοινωνική κινητικότητα κατόρθωσαν για μεγάλο διάστημα να σφετεριστούν αυτή την επιθυμία του καθενός να εφεύρει τη δική του ζωή, να δημιουργήσει τις δικές του αξίες. Από τη στιγμή που απαλλάχθηκε από τα εμπόδια που συνιστούσαν τα διάφορα ιστορικά κατάλοιπα, η ολοένα αυξανόμενη ταχύτητα κίνησης της οικονομίας έδειξε πως δεν οδηγούσε παρά σε μια διαφυγή στο χώρο, στην αυτοκαταστροφή της κοινωνίας. Έτσι, αναπτύχθηκε μαζικά η επιθυμία να αναζητηθεί αλλού όχι το καινούργιο αλλά κατά κάποιο τρόπο το παλιό – δηλαδή αυτό που είδαμε να καταστρέφεται εκεί όπου ζούμε. Και δεν είναι τυχαίο ότι η λέξη “απόδραση” – που περιέγραφε τη φυγή των σκλάβων, το κυνήγι των καταδίκων ή την αυτοεξορία των προσφύγων της Ανατολικής Ευρώπης – χρησιμοποιείται σήμερα για να περιγράψει με τον ίδιο τρόπο τη βιαστική  καλοκαιρινή φυγή των “πολιτισμένων” προς το Νότο, μακριά από τις πόλεις και τους εξουθενωτικούς ρυθμούς της μισθωτής εργασίας.

Παρότι οι ατομικές διαδρομές μπορεί τελικά να ποικίλλουν – από  επαναλαμβανόμενες μετακινήσεις μέχρι φευγαλέες αποδράσεις – οι προορισμοί αυτής της κοινωνίας, στους οποίους καταλήγουν όλες οι διαδρομές, είναι σε όλη τους την έκταση πανομοιότυποι και ο καθένας παραμένει υποτελής τους. Έτσι, η ταχύτητα δεν αποτελεί παρά μια πρόσθετη υποχρέωση, μια ανόητη ψευδαίσθηση.

Χάνοντας το χρόνο μας για να τον κερδίσουμε

Οι υποστηρικτές των μέσων μεταφοράς θεωρούν ως ένα είδος αδιαμφισβήτητου αξιώματος το γεγονός ότι “η ταχύτητα εξοικονομεί χρόνο” και δεν παραλείπουν να το επισημαίνουν σε κάθε καινούργιο έργο. Η κοινή λογική αναγνωρίζει αυτό το γεγονός, που συμμορφώνεται στους νόμους της φυσικής. Αλλά η πρακτική μοιάζει να το διαψεύδει, αφού ο χρόνος που ξοδεύει κανείς στις μεταφορές ή για τις μεταφορές αυξάνεται με την ταχύτητά τους.

Για τις φυσικές επιστήμες, η ταχύτητα είναι μια συνάρτηση του χρόνου και της απόστασης. Αλλά, δυστυχώς για τους τεχνοκράτες – που δύσκολα προχωράνε πέρα από τους υπολογισμούς τους – δε ζούμε στον εννοιολογικό κόσμο των φυσικών επιστημών. Όσο περισσότερο αυξάνεται η στιγμιαία ταχύτητα ενός οχήματος, τόσο μεγαλύτερη είναι η αντίσταση των φυσικών στοιχείων (αντίσταση του αέρα, τριβές της γης), του φυσικού περιβάλλοντος (μορφολογία του εδάφους) και του ανθρώπινου περιβάλλοντος (ντόπιοι που αντιδρούν στις επερχόμενες οχλήσεις). Και όσο περισσότερα είναι τα μέσα που απαιτούνται για να ξεπεραστούν οι ανεπιθύμητες αντιστάσεις, τόσο περισσότερη εργασία χρειάζεται για την παραγωγή και τη χρήση αυτών των μέσων∙ και εν τέλει, τόσο λιγότερο θα αυξηθεί η πραγματική ταχύτητα των επιβατών (η σχέση μεταξύ της απόστασης που διανύεται και του χρόνου που αφιερώνεται για το ταξίδι).

Αν αθροίσουμε το σύνολο του κοινωνικού χρόνου εργασίας που ξοδεύεται για τις μεταφορές (κατασκευή, λειτουργία και συντήρηση των μεταφορικών μέσων καθώς και διάφορες αρνητικές επιπτώσεις, νοσοκομειακές και άλλες) συμπεραίνουμε πως οι σύγχρονες κοινωνίες αφιερώνουν σε αυτές πάνω από το 1/3 του παγκόσμιου χρόνου εργασίας τους, πολύ περισσότερο απ’ όσο έχει ποτέ ξοδέψει για τη μετακίνησή της οποιαδήποτε προβιομηχανική κοινωνία, ακόμα κι εκείνη των νομάδων Τουαρέγκ. Πέρα από μια ορισμένη ταχύτητα, οι γρήγορες μεταφορές γίνονται αντιπαραγωγικές και κοστίζουν στους χρήστες τους περισσότερο χρόνο απ’ όσο κερδίζουν, γεγονός βέβαια που δεν τις καθιστά λιγότερο κερδοφόρες για τους ιδιοκτήτες τους. Οι μισθωτοί σπαταλούν το χρόνο τους για να κερδίσουν τα προς το ζην και οι καταναλωτές σπαταλούν τη ζωή τους για να κερδίσουν χρόνο.

Οι άνθρωποι, ωστόσο, θέλουν να καταργήσουν αυτόν τον περιορισμό που κάνει το χρόνο ένα σπάνιο αγαθό και την ύπαρξή τους μια ατέλειωτη κούρσα για να συμβαδίσουν μ’ έναν τρόπο ζωής που τους παρουσιάζεται σαν επιθυμητός… και η αληθινή τους ζωή γλιστράει μέσα απ’ τα δάχτυλα: «Ανυπομονώ για απόψε το βράδυ… ανυπομονώ για το Σαββατοκύριακο… για τις διακοπές… για τη σύνταξη». Αυτή η αφοπλισμένη προσδοκία ανοίγει το δρόμο στους τεχνοκράτες που μπορούν, υπό το μανδύα μιας ψυχρής αντικειμενικότητας, να προτείνουν τεχνικές λύσεις, δηλαδή να αντικαταστήσουν τις ανθρώπινες ιδιοτροπίες με στέρεα αντικείμενα και καλορυθμισμένες μηχανές. Επομένως, η χρήση δημιουργεί την ανάγκη και όχι το αντίθετο. Αυτό που έκαναν εφικτό τα μέσα μεταφοράς γίνεται αναγκαίο. Αν οι πρόγονοί μας δεν μπορούσαν να διανύσουν μεγάλες αποστάσεις επειδή δεν είχαν τα μέσα, εμείς πρέπει να τις διανύσουμε.

Οι συγκοινωνίες μάς επέτρεψαν να πάμε μακρύτερα και ταχύτερα, να αποκτήσουμε πρόσβαση σε περισσότερα μέρη, τα οποία χρειάστηκε να αναπτυχθούν κυρίως επειδή έγιναν πολυσύχναστα, και έτσι κατέστησαν κοινότοπα. Αποτέλεσμα αυτής της εξέλιξης ήταν μια εξειδίκευση του χώρου και μια αναδιανομή των δραστηριοτήτων που συγκεντρώθηκαν σε διάφορα σημεία της επικράτειας (τεχνολογικά πάρκα, πάρκα αναψυχής, διάσημα αξιοθέατα, βιομηχανικά, εμπορικά και διοικητικά κέντρα, σούπερ μάρκετ, πόλεις-κοιτώνες, προάστια κ.λπ.), κάτι που προφανώς απαιτεί ακόμα ταχύτερες μεταφορές για να εξαλειφθούν οι νέες αποστάσεις που δημιουργήθηκαν με αυτόν τον τρόπο. Αν μέσα σε ένα χρόνο διανύουμε μεγαλύτερες αποστάσεις απ’ όσο οι πρόγονοί μας σε όλη τους την ζωή, αυτό δε γίνεται για να πάμε κάπου αλλού αλλά για να επιστρέφουμε διαρκώς στα ίδια μέρη.

Η ποντικοτρεχάλα

Η ερήμωση της υπαίθρου, ο συνωστισμός σε ανώνυμα προάστια και αβίωτες πόλεις, η τυποποίηση της ύπαρξης, μια ζωή που κυριαρχείται απόλυτα από τις οικονομικές προσταγές, ο λεγόμενος ελεύθερος χρόνος κι η αναψυχή που έχουν γίνει εμπορεύματα, η διογκούμενη αίσθηση ότι μια τέτοια ζωή είναι παράλογη και η συνεχής φυγή προς τα εμπρός προκειμένου να το ξεχάσουμε – αυτή είναι η κοινή μοίρα της εποχής μας. Από μια ουσιαστικά οικονομική απαίτηση, η ταχεία μεταφορά εμπορευμάτων και ανθρώπων έγινε αυτοσκοπός («Συρρικνώσαμε τον κόσμο», διακηρύττει μια εταιρεία ναυλωμένων πτήσεων). Οι λειτουργικές ανάγκες της στερεότυπης ζωής των στελεχών, των μεσιτών και των αυλικών αυτής της εμπορικής κινητικότητας και οι πραγματικές βιολογικές αποφύσεις της οικονομίας έχουν επιβληθεί σε ολόκληρο τον πληθυσμό ως κυρίαρχες ανάγκες.

Ό,τι κι αν σκεφτόμαστε για τον ελάχιστα αξιοζήλευτο χαρακτήρα της αέναης βιασύνης των επιχειρηματιών, των “υπευθύνων” ή του μέσου νεαρού που σχεδόν πάντα μοιάζει να’ χει ξεπροβάλει πάνω στο μάουντεν μπάικ του από κάποια είσοδο του μετρό ή από κάποιο γραφείο,  οφείλουμε δυστυχώς  να παραδεχθούμε πως η ταχύτητά τους έχει γίνει πρότυπο. Η ειρωνεία της Ιστορίας είναι ότι έδωσε στο σύνθημα του Μάη του ’68 “Ζωή χωρίς νεκρό χρόνο” ένα τόσο αξιοθρήνητο περιεχόμενο.

Η ψύχωση του επείγοντος για το καθετί έχει κατακυριεύσει τον πληθυσμό. Ουσιαστικά διαθέσιμοι για τόσες διαφορετικές δραστηριότητες – που όμως είναι όλες χυμένες στο ίδιο καλούπι – οι σύγχρονοί μας μοιάζουν να θέλουν μανιωδώς να τις δοκιμάσουν όλες και να μην παραλείψουν ούτε μία: Φύγαμε λοιπόν! Μόλις λήξει η βάρδια πρέπει να τρέξεις στο φούρνο και στο μύλο, στη θάλασσα και στο βουνό, σε τροπικές περιοχές και στον αρκτικό κύκλο, όλα σε χρόνο ρεκόρ – τόσο πολύ μοιάζει να έχει συρρικνωθεί με την πάροδο του χρόνου μια κυριολεκτικά εξαντλημένη ύπαρξη. Αυτός ο δεσποτισμός της ταχύτητας πρωτίστως εκφράζεται ασυγκράτητα στις επαγγελματικές μετακινήσεις: οι οικονομικές ροές, πανταχού παρούσες “σε πραγματικό χρόνο”, γίνονται ολοένα πιο ασταθείς και η ξέφρενη κούρσα των επιχειρηματιών γίνεται όλο και πιο απελπισμένη αφού όλα πρέπει να ξεκινάνε εκ νέου, αέναα. Το λαμπερό έπος που έχει εξυφάνει η νεοφιλελεύθερη ιδεολογία γύρω απ’ τις χειρονομίες των ιπποτών της βιομηχανίας, των golden boys και άλλων καθαρμάτων θα έχει επιτέλους αποδώσει καρπούς: το ταξίδι πρέπει να καταργηθεί, μόνο η άφιξη έχει σημασία.

Για ένα σωρό λόγους – εκ των οποίων η παραίτηση μπροστά στο αίνιγμα που απέγινε η εφεύρεση της ζωής τους δεν είναι ο λιγότερο σημαντικός – οι άνθρωποι δε θέλουν πια να κινούνται μ’ έναν αντιληπτό ρυθμό. Αυτό δε συμβαίνει  επειδή τους αρέσει κατά βάθος η ταχύτητα αλλά μάλλον επειδή δεν αντέχουν πια τις αργές μετακινήσεις. Η εξάλειψη κάθε δυνατής κοινότητας, όπως και κάθε βαθιάς ατομικότητας, έχει δημιουργήσει μια σχεδόν σχιζοφρενική απομόνωση στις σύγχρονες συγκοινωνίες όπως και στην αστική ζωή, της οποίας αποτελούν την επέκταση. Τα αναγνώσματα στους σταθμούς, τα οποία εμφανίστηκαν με τους σιδηροδρόμους, συνοδεύονται πλέον από τη χρήση γουόκμαν και από τον εξοπλισμό των αμαξοστοιχιών με βίντεο που επιστεγάζουν τη βαριά σιωπή που βασιλεύει εκεί. Αυτό που δεν είναι πια ελκυστικό πρέπει να συντομευθεί και να γίνει διασκεδαστικό. Η μετακίνηση (μετρό, αυτοκίνητο, πλοίο, αεροπλάνο) δεν είναι πια παρά μόνο νεκρός, χαμένος χρόνος, χρόνος πλήξης.

Το να ταξιδέψεις γρήγορα και μακριά ήταν αρχικά κάτι αφηρημένα επιθυμητό. Έγινε κάτι  πραγματικά απαραίτητο για την πλειονότητα των ανθρώπων, εφόσον δεν έχουν τίποτα να κάνουν και κανέναν να συναντήσουν στη διαδρομή τους. Το TGV ανταποκρίνεται πλήρως σε αυτήν την απατηλή ανάγκη. Δεν πρόκειται για μια απλή αναβάθμιση του τρένου αλλά για κάτι εντελώς διαφορετικό, “ένα airbus που σκίζει το έδαφος”, όπως έγραψε με λεπτότητα ένας έμμισθος ηλίθιος της Le Monde. Οι συνθήκες των αερομεταφορών προσεδαφίστηκαν και τίποτα δε θα τις κάνει να απογειωθούν.

Η αφαίρεση του αεροπορικού ταξιδιού επιβλήθηκε νομίμως στη γη από τη στιγμή που αυτή έγινε εξίσου άδεια με τον ουρανό. Να ταξιδεύει κανείς μακριά χωρίς να σταματά πουθενά, να πετά πάνω από χώρες όπου δε θα πατήσει ποτέ το πόδι του και για τις οποίες δε θα μάθει ποτέ τίποτα – αυτή είναι η εμπειρία που διαδίδεται δημοκρατικά μέσω του TGV. Με την ολοκλήρωση του δικτύου σε όλη την επικράτεια και με τη σταδιακή κατάργηση των συμβατικών σιδηροδρομικών γραμμών, οι κοινόχρηστες συνθήκες της σύγχρονης μεταφοράς πρόκειται να εδραιωθούν με τον ίδιο δημοκρατικό και υποχρεωτικό τρόπο στο σύνολο του πληθυσμού. Καθαρότατη διακόσμηση που μοιάζει με φαστ φουντ, κλιματιζόμενος αέρας και εγκλιματισμένοι επιβάτες, συνθετικό φαγητό, αναισθητικό περιβάλλον. Όλα πρέπει να αποδεικνύουν στους – κακομεταχειριζόμενους και πιεσμένους από τις πληροφοριακές απαιτήσεις της μεταφορικής μηχανής – επιβαίνοντες ότι πράγματι δικαιούνται τις συνθήκες της σύγχρονης μαζικής αερομεταφοράς με βάση τις οποίες οι εργονόμοι και οι ψυχολόγοι έχουν υπολογίσει τις νόρμες τους: μέγιστη πληρότητα και απόλυτη απομόνωση μέσα στο συνωστισμό.

Τι εξυπηρετεί η χρησιμότητα;

Απαντώντας σε μια ψεύτικη ανάγκη, επιβεβλημένη από τις αντιφάσεις μιας δουλικής ύπαρξης, το TGV ανήκει στην οικογένεια των φούρνων μικροκυμάτων, που είναι τόσο πρακτικοί όταν κάποιος δεν ξέρει πια να μαγειρεύει. Η τεχνική ανάπτυξη – η οποία σέρνει τον καθένα μας σε μια ατέλειωτη σειρά από δεινά που χειροτερεύουν αντί να γιατρεύονται από τις κάλπικες θεραπείες τους – επιβάλλεται ως αυτονόητη σε ολοένα πιο στερημένους πολιτισμένους πληθυσμούς που είναι πρόθυμοι να δοκιμάσουν νέα βοηθήματα για να αναπληρώσουν τις εντελώς καταστραμμένες ικανότητες και φιλοδοξίες τους. Σε όποιον ξέχασε ή δεν έμαθε ποτέ ότι το να ταξιδεύεις σημαίνει να αλλάζεις διαδρομές και στάσεις κατά βούληση, το TGV μπορεί να φαίνεται σαν πρόοδος, και μάλιστα αδιαμφισβήτητη στο βαθμό που η δυνατότητα του ταξιδιού σταδιακά αναιρείται από άλλες αντίστοιχες προόδους. Αυτό που απομένει από την ύπαιθρο – από την οποία έχει αφαιρεθεί οτιδήποτε δεν ορίζεται οικονομικά και όπου δεν υπάρχουν πια παρά μόνο τετράποδες μπριζόλες, εκτάρια επιδοτούμενων καλλιεργειών και ποσοστώσεις αγελαδινού γάλακτος – δεν αξίζει να το διασχίσει κανείς παρά μόνο με μεγάλη ταχύτητα.

Αυτή η ιδιότυπη ευτυχία που υποβοηθείται από ηλεκτρονικούς υπολογιστές θα ήταν τέλεια αν οι βιομήχανοι και οι καταναλωτές μπορούσαν να παραμείνουν αιωρούμενοι, οι μεν απορροφημένοι από την αναμενόμενη κερδοφορία των επενδύσεών τους και οι δε απολαμβάνοντας λαίμαργα τις απατηλές αναλώσιμες επιβραβεύσεις τους, οι οποίες ανανεώνονται διαρκώς. Το πρόβλημα είναι ότι όσο μεγάλη κι αν είναι η ταχύτητα με την οποία αυτός ο κόσμος μετατρέπει κάθε ζωντανό στοιχείο σε οικονομική εξίσωση, πάντα θα υπάρχει εκείνος ο άγνωστος παράγοντας που είναι ο πολλαπλασιασμός των οχλήσεων και οι απορριπτικές αντιδράσεις που προκαλούνται από αυτόν.

Μόλις αποδοθούν ευθύνες στις εμπορευματικές ψευδαισθήσεις, ιδού η τεχνικίστικη μακαριότητα που αντιτείνει ότι τα επιτεύγματα του παρελθόντος από μόνα τους θα ήταν επουσιώδη και χωρίς μέλλον και ότι τίποτα το δυσάρεστο δεν μπορεί να μείνει άλυτο για πάντα. Έτσι μπορεί, εκ των υστέρων, να στηθεί στο εδώλιο κάθε όχληση, αρκεί η συλλογιστική που θεωρείται ατράνταχτη  και βρίσκεται στη βάση της να συνεχίζεται ακάθεκτη και να προχωράει πιο μακριά δημιουργώντας καινούριες οχλήσεις. Τα διαδοχικά τεχνικά αντίδοτα, των οποίων οι επανειλημμένες αποτυχίες εισβάλλουν σταδιακά σε όλες τις πτυχές της ζωής, μαρτυρούν επαρκώς το αδιέξοδο στο οποίο έχει περιέλθει η ανθρωπότητα. Η αποστέρηση έχει ξεπεραστεί σε τέτοιο βαθμό από τις συνέπειές της ώστε κάθε καταστροφή – που ακολουθεί φυσικά – μοιάζει  να επιβάλλει τη νέα επείγουσα προσφυγή στα ίδια επισφαλή καταπραϋντικά και βέβαια στους ίδιους ειδικούς που τα έχουν έτοιμα.

Μια τέτοια φυγή προς τα εμπρός δε θα μπορούσε να έχει τέλος: τα πάντα θα καταστρέφονται για να ξεκινήσουν εκ νέου επ’ άπειρο. Η προοπτική της επίτευξης οποιουδήποτε αποτελέσματος που θα είναι ωφέλιμο για τη συντριπτική πλειονότητα (λιγότερη εργασία, για παράδειγμα) δεν αναφέρεται καν από τους κυβερνώντες πια. Η πραγματική χρησιμότητα της τεχνικής ανάπτυξης του σύγχρονου κόσμου έγκειται σήμερα στο εξής: η κοινωνική λειτουργία της είναι να αποτρέπει την επίλυση των προβλημάτων που η ίδια θέτει με το να δημιουργεί συνεχώς καινούργια. Σε συμφωνία με το ρητό «Γιατί να κάνεις κάτι απλά, όταν μπορείς να το κάνεις περίπλοκα;», ο πολλαπλασιασμός μιας αυτοκαταστροφικής τεχνολογίας επιτρέπει να παρακαμφθεί η ιστορική αντίφαση ενός πλούτου που διαρκώς κατάσχεται.

Συνεπώς, μπορεί κανείς να περιγράψει το TGV ως ένα ακόμη εργαλείο στο οπλοστάσιο με τη βοήθεια  του οποίου η σημερινή κοινωνία καταπολεμά τις χειραφετητικές δυνατότητες που περιέχει και σφυροκοπάει τις διάφορες περιοχές της ύπαρξης. Από τότε που κάποιος υπουργός Αμύνης συνέκρινε την είσοδο των Γαλλικών στρατευμάτων στο Ιράκ με την ταχύτητα του TGV, η λειτουργία που αποδίδεται σε αυτό το μέσο μεταφοράς στη φαντασία των ιθυνόντων θα πρέπει να έχει γίνει πιο ξεκάθαρη. Το αντίστοιχο – φυσικά Γιαπωνέζικο – μοντέλο δεν είχε ήδη ονομαστεί “τρένο-σφαίρα”; Οι πραγματικές συνέπειες για τους πληθυσμούς που επωφελούνται από αυτό θα είναι, χωρίς αμφιβολία, τόσο ασαφείς όσο και η σχέση που συνδέει τη θριαμβευτική στρατιωτική επιχείρηση στον Κόλπο με το “δράμα” του Κουρδικού πληθυσμού  ή με την καταστροφή των φλεγόμενων πετρελαιοπηγών. Και εδώ για πόλεμο πρόκειται, και η εισβολή του TGV (“που σαρώνει τα πάντα στο πέρασμά του”) αποτελεί μια αποφασιστική στιγμή του∙ με την επιπλέον ιδιαιτερότητα ότι συντομεύει περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο τον κύκλο καταστροφής-ανακατασκευής – δύο επιχειρήσεων που, σε αυτόν τον πόλεμο, συγχωνεύονται σε μία κάτω από το όνομα της ανάπτυξης.

Καθώς πρόκειται για έναν πόλεμο όπου κατά κάποιον τρόπο όλοι βγαίνουν χαμένοι – οι αυταπάτες των βελτιώσεων, της εξοικονόμησης  χρόνου κ.λπ. εξαφανίζονται, ενώ οι οχλήσεις παραμένουν – μπαίνει κανείς στον πειρασμό να δει στη διεξαγωγή του κάτι μοιραίο, που θα ήταν η “τεχνική” ή η “σύγχρονη κοινωνία”. Η αγανάκτηση που κατευθύνεται ενάντια σε απρόσωπες συνθήκες και, ως εκ τούτου, δεν τις αντιμετωπίζει ως μια πραγματικότητα στην οποία μπορεί να επιτεθεί ή την οποία μπορεί να μεταβάλλει, πρέπει αναγκαστικά να εξαντληθεί αρκετά σύντομα. Ωστόσο, δε λείπουν οι εχθροί που μπορεί να ορίσει και να πολεμήσει όποιος αποφασίσει να επιτεθεί, πέρα από το δημοκρατικό προκάλυμμα, σε εκείνους που λαμβάνουν αποφάσεις, και να μεταβεί από τις οχλήσεις σ’ εκείνους που τις προξενούν.

Τα δίκτυα της τυραννίας

Οι υποστηρικτές της καταστροφής φτάνουν τώρα στο σημείο να καταγγέλλουν οι ίδιοι την υποβάθμιση της ζωής στην οποία έχουμε φτάσει. Συμμετέχοντας στα μοιρολόγια και προσφέροντας τις υπηρεσίες τους (σύμφωνα με τις αρχές του εκβιασμού) για να επανορθώσουν πλασματικά ό,τι έχουν πραγματικά καταστρέψει, προσπαθούν να κάνουν να ξεχαστεί  ο κυρίαρχος ρόλος τους στην καταστροφή. Συνεχίζουν έτσι να υπαινίσσονται ότι, αν και η πορεία της οικονομίας διαφεύγει προφανώς απ’ όλους, κανένας συγκεκριμένα δεν επωφελείται και δε θα είχε συμφέρον να συνεχιστεί αυτή η τρέλα. Οι πλέον πανούργοι – σκεφτείτε το πολιτικό προσωπικό –, των οποίων το κύριο καθήκον συνίσταται στο να πείσουν τους πληθυσμούς ότι είναι προς το συμφέρον τους να τους εμπιστευτούν πλήρως και να αποδεχτούν ότι οι αυθαίρετες επιλογές τους υπηρετούν το γενικό συμφέρον, έχουν το θράσος να παρουσιάζονται ως αφοσιωμένοι υπηρέτες που αναλαμβάνουν τα συλλογικά βάρη κάτω από αντίξοες συνθήκες. Είναι οι ίδιοι, φυσικά, που στέλνουν το στρατό όταν η κοινωνία θέλει να ακολουθήσει άλλο δρόμο από τον δικό τους. Και διακηρύττουν στη συνέχεια, αφού εξαλείψουν τις προοπτικές που διαμορφώνονταν, ότι τίποτα άλλο δεν είναι εφικτό και ότι είναι ανεύθυνο να θέλει κανείς να αμφισβητήσει την καθολική υποταγή της ζωής στις απαιτήσεις των σχεδίων τους.

Για να κάνει αποδεκτή τη διαδρομή του TGV και για να αποκρύψει τα χυδαία συμφέροντά τους σε αυτή την υπόθεση, η προπαγάνδα των ιθυνόντων διαθέτει πολλά έτοιμα ψέματα. Καθώς βασίζονται μερικές φορές σε παλαιότερα ψέματα για να κατασκευάσουν καινούρια, αποκαλύπτουν την αρχική αυθαιρεσία και συγχρόνως το τερατούργημα που διευθύνουν. Έτσι, αν κάποιος πιστεύει ότι χωρίς την οικονομία δεν μπορεί να ζήσει στην κοινωνία και αν δεχτεί επίσης ότι η οικονομία θα μαραθεί χωρίς το TGV, πρέπει λογικά να συμπεράνει ότι χωρίς το TGV δε θα μπορούσε να ζήσει στην κοινωνία. Εδώ βρίσκεται το νευραλγικό σημείο της διένεξης σχετικά με τη χάραξη της γραμμής του TGV, αφού οι αντιφρονούντες είναι δικαίως πεπεισμένοι για το αντίθετο, δηλαδή ότι η κοινωνία αποσυντίθεται κάτω από τα πλήγματα τέτοιων έργων. Η οικονομική εξάρτηση των πληθυσμών, η εμβάθυνση ή η κριτική της, είναι το πραγματικό διακύβευμα σε τέτοιες διενέξεις, αλλά δεν είναι περιττό να αναλύσουμε τον τρόπο με τον οποίο συναρθρώνονται σήμερα τα παραπλανητικά επιχειρήματα της προπαγάνδας υπέρ του TGV.

Καταρχάς, όπως απαιτεί η οικολογική μόδα, πρόκειται για το λιγότερο ενεργοβόρο και το πιο φιλικό προς το περιβάλλον μέσο μεταφοράς∙ αν και είναι γνωστό ότι η ισχύς που απαιτείται για την ανάπτυξη μεγάλων ταχυτήτων καταναλώνει αναγκαστικά περισσότερη ενέργεια, ο ηλεκτρισμός πυρηνικής προέλευσης που χρησιμοποιείται από το TGV είναι μία οικολογική τελειότητα της οποίας τα οφέλη δεν έχουν σταματήσει να απολαμβάνουν οι κάτοικοι του πλανήτη. Εδώ έχουμε το σύνηθες τέχνασμα που έρχεται να αντιπαραβάλει, μέσω της σύγκρισης, πραγματικότητες που, ωστόσο, είναι αντικειμενικά συνδεδεμένες και συμπληρωματικές: δεν υπάρχει πραγματικός ανταγωνισμός μεταξύ του αυτοκινητόδρομου, των σιδηροδρομικών γραμμών και του αεροπλάνου, αλλά μια ταυτόχρονη και συντονισμένη ανάπτυξη. Ο αυτοκινητόδρομος – που καταλαμβάνεται από τη μεταφορά εμπορευμάτων ή τις εξόδους από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης στις περιόδους των διακοπών – και το αεροπλάνο – που είναι πιο γρήγορο στις μεσαίες αποστάσεις – καταδικάζουν το TGV να λειτουργεί ως προαστιακό υπερτρένο, ολοκληρώνοντας την προαστιοποίηση της επικράτειας, στην καλύτερη περίπτωση προς όφελος κάποιων αστικών κέντρων και στη χειρότερη προς όφελος μόνο της περιοχής του Παρισιού, της οποίας ο ρυθμός ανάπτυξης, μεγαλύτερος από εκείνον της υπόλοιπης χώρας, δε θα παραλείψει να αυξηθεί από αυτό το νέο κεντρικό δίκτυο.

Στο όνομα της πάντοτε αναγκαίας ανάπτυξης – η οποία εξ’ ορισμού δεν κατακτάται ποτέ αφού ο ανταγωνισμός, σε κάθε νέο επίπεδο κλιμάκωσης, θέτει υπό αμφισβήτηση την ισορροπία που διατηρήθηκε επώδυνα κατά το προηγούμενο στάδιο (απασχόληση κ.λπ.) – οι εργολάβοι αξιώνουν όλο και πιο βίαια να καλύψουν την επιφάνεια της γης με την κρούστα του μονομανούς παραληρήματός τους. Μιλούν για οικονομικά οφέλη ενώ το παράδειγμα του Creusot-Montchanin στη γραμμή TGV Παρίσι-Λυών, πλούσιου λόγω του μοναδικού νεοπροαστιακού χώρου στάθμευσης που διαθέτει, καταδεικνύει το αντίθετο. Παραμορφώνουν μακραίωνα τοπία σύμφωνα με τις βαλλιστικές επιταγές της ταχείας κυκλοφορίας, “επιδιορθώνουν” τις περιοχές μέσω της ανακατασκευής τους. Σαν να μην έφταναν αυτά, θέλουν να μας κάνουν όλους να πιστέψουμε στη γελοία φαντασίωση μιας Γαλλίας που θα αναλάβει – χάρη στο TGV – την οργάνωση των Ευρωπαϊκών μεταφορών, ώστε τα οικονομικά οφέλη, άφθονα όσο και απατηλά, να έρθουν να ομορφύνουν τη ζωή των Γάλλων κατοίκων.

Στην πραγματικότητα, οι λεγόμενες δημόσιες αρχές δεν έχουν πλέον το μονοπώλιο και τον έλεγχο των πρωτοβουλιών για ζητήματα που αφορούν σε συλλογικές παροχές. Όλο και περισσότερο σε συνεργασία με τη μαφία των Κατασκευών και των Δημόσιων Έργων, τους απομένει μονάχα να “πουλήσουν στην κοινή γνώμη”, σαν να ανταποκρίνονταν σε προϋπάρχουσες κοινωνικές ανάγκες, τα φαραωνικά έργα κάθε είδους που σχεδιάζονται από το λόμπι του τσιμέντου. Σε αυτή τη συμπαιγνία του “ιδιωτικού” και του “δημόσιου” αναπτύσσεται η αντιστροφή που μεταμορφώνει και διαστρεβλώνει τις κοινωνικές ανάγκες υποβάλλοντάς τις σε διαρκώς ανανεούμενα και επιβεβλημένα μέσα. Τα ισχυρά συμφέροντα του κατασκευαστικού κλάδου και της χωματουργίας – άρα, επίσης του τσιμέντου και των βαρέων φορτηγών – έχουν γίνει τέτοια οικονομικά τέρατα ώστε καθίσταται ολοένα πιο επείγον και επιτακτικό να προμηθεύουν με νέες δόσεις μεγαλομανίας τους ιθύνοντες που, από την πλευρά τους, επιθυμούν διακαώς να δοξαστούν μέσω κάποιας “αρχιτεκτονικής χειρονομίας” ή μέσω κάποιου τεχνολογικού επιτεύγματος. Δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ότι η επαγγελματική τεχνογνωσία των κατασκευαστικών εταιριών έχει εμπλουτιστεί σημαντικά τουλάχιστον σε έναν τομέα: στην τέχνη της πειθούς. Έχουν καταφέρει να καταστούν απαραίτητες για τους πολιτικούς ιθύνοντες, προσφέροντάς τους εγγυημένες υπηρεσίες με αληθινά ή πλαστά τιμολόγια.

Αυτή η ευτράπελη πτυχή της διακυβέρνησης των ανθρώπων και του αυταρχικού ελέγχου των δραστηριοτήτων τους θα μας έκανε να χαμογελάσουμε (βλέπουμε ακόμα και βουλευτές να αλληλοκατηγορούνται στο κοινοβούλιο ότι έχουν εξαγοράσει ψήφους υποσχόμενοι έργα για περιφερειακούς αυτοκινητόδρομους – βλ. Le Monde, 21 Ιούνη 1991) αν αυτή η κωμωδία της εξουσίας, όπου η σκοπιμότητα συναγωνίζεται με το άπληστο ψέμα, δε δημιουργούσε μια δραματικά μη αναστρέψιμη κατάσταση.

Αν αναφέρουμε εδώ μόνο την απειλή της καταστροφικής υπερθέρμανσης του πλανήτη εξαιτίας του φαινομένου του θερμοκηπίου στο οποίο συμβάλλουν σημαντικά οι ενεργειακές δαπάνες όλων των συγκοινωνιών και οι βιομηχανίες που τις κατασκευάζουν, όλοι οι επίσημοι ειδικοί – συμφωνώντας μεταξύ τους για μια φορά – υποστηρίζουν τη δραστική μεταβολή του τρόπου παραγωγής ως τη μόνη λύση για να ελπίζουμε σε μια σταθεροποίηση της κλιματικής αλλαγής γύρω στα μέσα του επόμενου αιώνα. Και δίπλα σ’ αυτό, στο όνομα άλλων προσταγών (ιδιωτικά συμφέροντα της βιομηχανίας, εθνικά συμφέροντα των Κρατών, ιδιαίτερα συμφέροντα των πολιτικών για την προώθηση της καριέρας τους) υπάρχει, αντίθετα, μια αδιάκοπη αύξηση των ενεργειακών δαπανών που άλλοι ειδικοί “αρμόδιοι” σε διαφορετικά πεδία θεωρούν ως μοναδικό τους στόχο. Αφού οι εργολάβοι μάς μιλούν για το γενικό συμφέρον, είναι ευκαιρία να ξεφύγουμε από τη συζήτηση – ιδίως εκείνη των μεταφορικών αναγκών – που σχετίζεται με το δίκτυο της καταστροφικής παντοδυναμίας των ξεπερασμένων τοπικών αξιωματούχων, των κοντόφθαλμων ιδιωτικών συμφερόντων και των ρομποτοποιημένων τεχνοκρατών. Το μοναδικό γενικό συμφέρον που αξίζει να συζητηθεί στα τέλη αυτού του αιώνα είναι να επιδιωχθεί ο τερματισμός της λεηλασίας της ζωής και όχι η εξοικονόμηση μερικών δεκαλέπτων για κάποιον που περνάει την κοιλάδα του Ροδανού. Και η μοναδική αξιόλογη ανάπτυξη είναι η ποιοτική ανάπτυξη της ανθρώπινης ύπαρξης, η μόνη διέξοδος από αυτή τη ζοφερή οικονομική προϊστορία.

Ο κόκκος της άμμου

Υποστηρίζεται καμιά φορά ότι οι αντιδράσεις ενάντια στο TGV άργησαν να εμφανιστούν, ότι η Προβηγκία και η κοιλάδα του Ροδανού έχουν ήδη καταστραφεί από τους αυτοκινητόδρομους και την αστικοποίηση. Εκτός του ότι κάτι τέτοιο παραβλέπει τις διαμαρτυρίες μικρότερης έκτασης που εκδηλώθηκαν εκείνη την περίοδο ενάντια στους αυτοκινητόδρομους και στα εργοστάσια πυρηνικής ενέργειας, είναι φυσιολογικό ότι η αδυσώπητη προσθήκη έργων που διαιρούν το χώρο σε λειτουργικές περιοχές προκαλεί εν τέλει την αγωνία πως δε θα μπορεί πλέον κανείς να αναπνεύσει – ούτε καν να αναστενάξει. Η υποτίμηση των σημερινών διαμαρτυριών θα παρέβλεπε, πάνω απ’ όλα, τη σημασία που μπορεί να έχει για όλους αυτή η προσπάθεια να μπει ένα τέλος στις χίμαιρες των εργολάβων. Κανένας δε γλιτώνει απ’ την καταστροφή. Αν δεν είμαστε όλοι περίοικοι των γραμμών του TGV, είμαστε όλοι περίοικοι της οικονομίας.

Αυτοί που θέλουν τα πάντα στη ζωή να υπόκεινται στα υπολογιστικά τους κριτήρια, σε μονάδες μέτρησης Mtep [μονάδα μέτρησης της υπερβολής, που σημαίνει “εκατομμύρια ισοδύναμοι τόνοι πετρελαίου”] κ.λπ. δε διστάζουν να καταγγείλουν τα “ασήμαντα” συμφέροντα που βρίσκονται πίσω από τις αντιδράσεις στα σχέδιά τους. Ακόμα και αν υποκινούνταν από περιορισμένα συμφέροντα, οι αντιδράσεις αυτές θα είχαν τουλάχιστον το πλεονέκτημα, σε αυτούς τους ζοφερούς καιρούς, να υποχρεώσουν τους ισχυρούς να μειώσουν λίγο την περιφρόνησή τους για την πραγματική ζωή. Αλλά ούτως ή άλλως, από τι θα μπορούσαν οι άνθρωποι να ξεκινήσουν να μιλάνε ενάντια στην αυθαιρεσία των έργων που ήρθαν ουρανοκατέβατα από τους τεχνοκράτες αν όχι από εκείνο που ξέρουν καλύτερα , εκείνο για το οποίο κατηγορούνται έντονα ως εγωιστές, δηλαδή το εύθραυστο περιβάλλον όπου ζουν; Όταν ο ψυχρός οικονομικός παραλογισμός διακηρύσσει ότι δεν υπάρχει μέλλον έξω από αυτόν, πώς εκείνοι που αρνούνται να τον ακολουθήσουν περαιτέρω δε θα το κάνουν πρώτα απ’ όλα στο όνομα εκείνου του απειλούμενου παρελθόντος που απολάμβαναν κάποτε; Υπερασπιζόμενοι τις προηγούμενες συνθήκες διαβίωσής τους – κάποιες φορές ακόμα και τις λιγότερο ένδοξες –, υπερασπιζόμενοι αυτό που ξέρουν ενάντια σε αυτό που φοβούνται ότι αποτελεί μια εν εξελίξει καταστροφή, οι θιγόμενοι πληθυσμοί υπερασπίζονται σε κάθε περίπτωση καλύτερα το γενικό συμφέρον από τους επιστήμονες, τους ειδικούς και τους αξιωματούχους που, καθένας στον τομέα του, καταγράφουν την καταστροφή χωρίς να μπορούν ή να θέλουν να βάλουν τέλος σε αυτή.

Απέναντι σε αυτό το συνονθύλευμα των συμβιβαστικών γενικοτήτων και των υποκριτικών θρήνων, μόνο οι πρακτικές αντιδράσεις μπορούν, με την επιμονή τους, να αρχίσουν να συνδέουν τις διαφορετικές στερήσεις που πλήττουν το ζων και να δημιουργήσουν το πεδίο όπου η ανησυχία για το μέλλον παύει να αποτελεί  μια δυστυχισμένη παθητική συνείδηση και μετατρέπεται σε επανοικειοποίηση του παρόντος. Άλλοι τοπικοί αγώνες – ενάντια στα φράγματα στο Λίγηρα, ενάντια στους χώρους απόθεσης πυρηνικών αποβλήτων, τα βιομηχανικά λύματα ή τα λατομεία – έχουν ήδη δώσει παραδείγματα και έχουν συμβάλλει στη βελτίωση της γενικής ατμόσφαιρας. Τα ισχυρά ένστικτα που βρίσκονται στη ρίζα των κινημάτων αντίστασης απέναντι στις οχλήσεις είναι τα καλύτερα όπλα για να διευρυνθούν οι αρνήσεις τους και να βρουν υποστήριξη προσπερνώντας τη δημοσιότητα των μίντια, που αναπόφευκτα τα παρουσιάζουν κάτω από την πιο φτωχή σκοπιά και θέλουν να γνωρίζουν μόνο ιδιοκτήτες, οινοπαραγωγούς και θιγόμενους κατοίκους αλλά όχι την ολοένα διογκούμενη αίσθηση ότι αυτός ο κόσμος δεν ξέρει πια παρά μόνο να προτείνει την επιδείνωση αυτού που υπάρχει. Αυτό που διαισθάνεται ο καθένας πρέπει να ειπωθεί. Δεν έχει νόημα να επιστρέψει κανείς στις προτεινόμενες διαπραγματεύσεις με την ελπίδα να πετύχει μια ανάπαυλα: καμία θυσία δε θα μπορέσει να εγγυηθεί μια ανακωχή,  αντιθέτως θα ενθαρρύνει τους υποστηρικτές της καταστροφής. Από την άλλη πλευρά, η αντίσταση στο TGV για όλους τους λόγους του κόσμου σημαίνει το σαμποτάζ αυτού του έργου και όλων εκείνων που το συνοδεύουν ή θα το ακολουθήσουν αναπόφευκτα.

Ως εκ τούτου, είναι ιδιαίτερα ντροπιαστικό ότι κάποιοι οικολόγοι – όπως η Ομοσπονδία Ροδανού-Άλπεων για την Προστασία της Φύσης ή ο René Dumont – τολμούν να ισχυρίζονται πως τα TGV θα μας σώσουν από τους αυτοκινητόδρομους, αφού ο καθένας είχε την ευκαιρία να διαπιστώσει κατά την τελευταία δεκαετία ότι, παράλληλα με τη λειτουργία του TGV Παρίσι-Λυών, η εναέρια και οδική κυκλοφορία αυξάνονταν ασταμάτητα. Μακριά από το να οδηγήσει στη δημιουργία νέων αυτοκινητόδρομων (που επίσης απορρίπτονται από κάποιους άλλους στη Νοτιοανατολική Γαλλία) ή στο διπλασιασμό των λωρίδων κυκλοφορίας στον αυτοκινητόδρομο του Ηλίου, η επιτυχία της αντίστασης στο TGV θα άνοιγε ένα ρήγμα στην εξαναγκαστική συναίνεση που έχει ολοένα λιγότερο νόημα για τον καθένα. Το ύπουλο ερώτημα «Γιατί να αρνηθείτε αυτή την όχληση ενώ έχετε δεχτεί και νομιμοποιήσει τόσες άλλες;» θα απαντηθεί οριστικά όταν ακολουθήσουν πολλές άλλες αρνήσεις. Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι το σημερινό κύμα των αναπλάσεων κάθε είδους δε θα προκαλέσει αντιδράσεις αποφασισμένες να βάλουν ένα τέλος σε αυτή την οργανωμένη τρέλα, εκτός κι αν το συντριπτικό τους βάρος καταλήξει να αποπροσανατολίσει και να λοβοτομήσει στα μουλωχτά τους πληθυσμούς.

Ας κρίνουμε από το δυναμισμό “χωρίς προκαταλήψεις” που αναμένεται στις μέρες μας από τα στελέχη και τους τεχνικούς της παραγωγής οχλήσεων, με κάποια Nicole Le Hir – κορυφαίο στέλεχος προσλήψεων για έναν άλλο κλάδο αιχμής, τη βιομηχανία τροφίμων – να δηλώνει: «Δεν πρέπει να σκέφτεσαι πολύ σήμερα – πρέπει να βιάζεσαι» (Ouest-France, 18 Απρίλη 1991). Μπορούμε επίσης να σταθούμε στην ανακάλυψη του Pierre Verbrugghe, Αστυνομικού Νομάρχη στο Παρίσι, σχετικά με την επιχείρηση μετάλλαξης των ανθρωποειδών υπό την αιγίδα του: «Ο κάτοικος του Παρισιού σήμερα δεν έχει δύο πόδια αλλά τέσσερις ρόδες» (Le Monde, 27 Απρίλη 1990). Ή ακόμα να αξιολογήσουμε την ωμή τυφλότητα ενός τοπικού εργολάβου, του αντιπροέδρου της περιφέρειας Poitou-Charentes που, για να δικαιολογήσει το σχέδιο κατασκευής του αυτοκινητόδρομου Nantes-Niort εν μέσω της ελώδους περιοχής του Poitou, είπε: «Ανάμεσα στα βατράχια και στους ανθρώπους, διαλέγω τους ανθρώπους» (αλλά τι είδους ανθρώπους;).

Αυτές οι δηλώσεις δεν αποτελούν εξαίρεση, μαρτυρούν την ενεργή βούληση να επιβληθεί παντού το αμετάκλητο. Αυτό το απελπισμένο πείσμα των ιθυνόντων να συνεχίσουν με κάθε κόστος την επιδείνωση της κατάστασης αποδεικνύει ότι δε γνωρίζουν πλέον τίποτα άλλο: Χάνουν τώρα τον έλεγχο αυτού που έθεσαν σε κίνηση εξαλείφοντας τους προηγούμενους τρόπους ζωής και καταστέλλοντας τις χειραφετητικές απόπειρες του αιώνα, καθώς δε διαθέτουν άλλα μέσα εκτός από εκείνα που παράγουν αυτή την καταστροφή. Η στενότητα του πρακτικού πνεύματός τους καθρεφτίζεται στη σκανδαλώδη στενότητα της αντίληψής τους για τη ζωή: Ένα από τα πρώτα μέτρα για τη δημόσια υγεία είναι η αναγκαιότητα να καταπολεμηθεί αυτή η στενότητα, με όποιο προσωπείο και αν εμφανίζεται. Εναπόκειται στους αντιστεκόμενους να εισβάλουν  χωρίς αμηχανία ή δισταγμό στο έρημο πεδίο της σκέψης, προκειμένου να οικοδομήσουν εκεί τα επιχειρήματά τους και να βρουν τους οικουμενικούς λόγους της άρνησής τους: εκείνους που θα μπορέσουν να υπηρετήσουν την εξάπλωσή της.

Συμμαχία για την αντίσταση σε όλες τις οχλήσεις
Ιούλιος 1991

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *