H (ανα)κατάληψη της Villa Amalias ως κεντρικό διακύβευμα

ΑΝΑΡΤΗΘΗΚΕ: 30/12/2012
Αναλύσεις & Θέσεις

Κανείς δεν αμφιβάλλει ότι η κατασταλτική επίθεση στην κατάληψη Βίλα Αμαλίας, πριν από δέκα περίπου μέρες, αποτελεί κατάδειξη της αποφασιστικότητας της Εξουσίας για συμβολικά και ουσιαστικά χτυπήματα στην ιστορική υλικότητα του α/α χώρου. Μια άλλου τύπου «παραδοσιακή» τακτική -και σαφώς λιγότερο επισφαλής για την Εξουσία- θα ήταν η αργή διαδικασία του ξεριζώματος των εγχειρημάτων που έχουν τις πιο αδύναμες (για πολλούς και διαφορετικούς μεταξύ τους λόγους) κοινωνικές αναφορές και ο σταδιακός αποκλεισμός (ιδεολογικός και φυσικός) των ιστορικών θυλάκων μέχρι την καταστολή τους. Το γιατί επιλέχθηκε η επισφαλής μέθοδος της κατά μέτωπο επίθεσης από την κεντρική εξουσία μένει να διερευνηθεί.

Ας έχουμε πάντα υπόψη μας ότι βρισκόμαστε σε «καθεστώς εξαίρεσης» όπου ο κανόνας της «έκτακτης ανάγκης» απονομιμοποιεί πλήρως την νομική ρύθμιση του κοινωνικού κράτους (legalisation of the delegalisation κατά την ορολογία του Τζ. Αγκάμπεν). Κανόνας γίνεται η εξαίρεση της οικονομικής και κοινωνικής ρύθμισης. Έχουμε μια ανατροπή των παλαιών αναβλητικών συνταγματικών συμβιβασμών, χάριν των οποίων θεσπίστηκαν οι μορφές του συνδικαλισμού, της εργατικής διεκδίκησης και των κοινωνικών-εργασιακών συμφερόντων. Στην ουσία αλλάζει ο «κυρίαρχος». Ο «κυρίαρχος» είναι πλέον η καθαρή ταξική και κοινωνική βούληση του μονοπωλιακού κεφαλαίου. Με αυτήν την έννοια έχουμε μια καταστρατήγηση της συνταγματικής μορφής: οι ρυθμίσεις-«δικαιώματα» που αφορούν στην επιχειρηματικότητα αποκτούν «απόλυτη» προστασία, ενώ αυτές που αφορούν την κοινωνική προστασία παύουν να έχουν ρυθμιστική δύναμη λόγω της «έκτακτης ανάγκης» της δημοσιονομικής κρίσης (Μπελαντής 2011)

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, όταν τον Μάρτη του 2012 ο Σαμαράς ανακοίνωνε την «ανακατάληψη των πόλεων», φυσικά και δεν περιοριζόταν στη εκδίωξη των μεταναστών. Οι επιλογές της «νέας» ΝΔ  εκπορεύονται από ένα συνολικότερο ιδεολογικό πλαίσιο που έχει συγκροτηθεί με σαφή μετατόπιση από την «άνευρη» κεντροδεξιά προς την ριζοσπαστική ακροδεξιά. Αν κάποιος ρίξει μια ματιά στο βιογραφικό του πρωθυπουργού θα αναγνωρίσει αναμφίβολα τις απαραίτητες προϋποθέσεις για αυτή την μετατόπιση. Αν επιπλέον ρίξει και μια ματιά στους «κοντινούς» του συνεργάτες πιστοποιείται και το ιδεολογικό περίγραμμα. Το «Δίκτυο 21» έχει μια επικυρίαρχη παρουσία με τα ιδρυτικά του μέλη. Ο Χρύσανθος Λαζαρίδης έχει γραφείο στη Ρηγίλλης, είναι σύμβουλος του Αντώνη Σαμαρά και εμφανίζεται με αυτή του την ιδιότητα και σε τηλεοπτικά πάνελ. Επικεφαλής της Γραμματείας Σχέσεων Κόμματος-Κοινωνίας της Νέας Δημοκρατίας είναι ο Διονύσης Καραχάλιος, πρώην αντιπρόεδρος της οργάνωσης και παλιός νομάρχης Ροδόπης. Αναπληρωτής γραμματέας Διεθνών Σχέσεων της Νέας Δημοκρατίας είναι ο Στέφανος Αγιάσογλου, πρώην μέλος του Δ.Σ. της οργάνωσης. Ο δικηγόρος Φαήλος Κρανιδιώτης είναι προνομιακός συνομιλητής του Αντώνη Σαμαρά. Τι είναι όμως το «Δίκτυο 21»; Όπως γράφουν οι ίδιοι:
«Το Δίκτυο ασχολείται με τα μακροχρόνια “εθνικά ζητήματα”. Το “Δίκτυο 21” δεν παρεμβαίνει στα ζητήματα της τρέχουσας πολιτικής διαμάχης, που ανήκουν στην αρμοδιότητα των κομμάτων, στις διαμάχες των οποίων το Δίκτυο δεν αναμιγνύεται επ` ουδενί. Ως μακροχρόνια “εθνικά ζητήματα” ορίζουμε όλα εκείνα που συγκροτούν την κοινή ταυτότητα του Ελληνισμού – ώς προς τον έξω κόσμο και ώς προς το μέλλον του: Ζητήματα εθνικής εξωτερικής πολιτικής και εθνικών απειλών, η Παιδεία, το Δημογραφικό ζήτημα, η Ελληνική Διασπορά, η Γλώσσα, η διάσωση και προβολή της Πολιτισμικής μας κληρονομιάς, και η αντιμετώπιση της “Ευρωπαϊκής Πρόκλησης” είναι, με την έννοια αυτή, “εθνικά ζητήματα”.

Πέρα από μια έμπρακτη αμφισβήτηση επί των αρχών τους, καθώς ιδρυτικά τους μέλη συμμετέχουν στο κυβερνητικό κόμμα και, φυσικά, αναμιγνύονται διαρκώς στις κομματικές διαμάχες, είναι εμφανής η «επιρροή» τους στην κυβερνητική πολιτική. Αποσημειολογώντας την ομιλία του Σαμαρά στην τελευταία ΔΕΘ αντιλαμβανόμαστε ότι γύρω από τις έννοιες «έθνος και κράτος», συγκροτείται μια λαϊκιστική διχοτομία, ηθικού χαρακτήρα, ανάμεσα σε «εμάς» και «αυτούς», ανάμεσα σε εχθρούς και φίλους, βασισμένη στη γνωστή θέση του Carl Schmitt, Γερμανού διανοητή που υπηρέτησε με αφοσίωση το χιτλερικό καθεστώς και που είχε ορίσει την ουσία της πολιτικής ως τη διάκριση ανάμεσα σε Φίλους και Εχθρούς. Χωρίς εχθρούς ο κομματικός σχηματισμός που υιοθετεί αυτή την ιδεολογία, δεν έχει λόγο ύπαρξης. Οι εχθροί είναι το raison d’ être για την πολιτική του παρουσία. Ακριβώς για αυτόν το λόγο, το Έθνος στην αντίληψή της συγκροτείται κυρίως εξ αντιδιαστολής προς τους εχθρούς του. Όπως παρατηρεί η Sabrina Ramet, «ο Άλλος βρίσκεται στο κέντρο της ριζοσπαστικής δεξιάς πολιτικής και για τη ριζοσπαστική δεξιά που αντιλαμβάνεται τον κόσμο με όρους σύγκρουσης, με όρους “εμείς” εναντίον “αυτών”, ο Άλλος μεταφράζεται στον “Εχθρό”».

Ο Άλλος έχει πολλές μορφές και είναι πανταχού παρών. Ήδη από τον Φλεβάρη αλλά και τον Απρίλη του 2012 περιγράφεται από τον Σαμαρά με «λαϊκή» γλαφυρότητα:  «Την πόλη την διέλυσαν. Την αγορά την διέλυσαν. Επέλεξαν παραδοσιακά κτίρια επίτηδες και τα έκαψαν. Να γνωρίζουν αυτά τα καθάρματα ότι, όταν έρθει η ώρα, τις κουκούλες τους θα τις κατεβάσω. Γιατί πρέπει να βγουν οι κουκούλες, για να δούμε όχι μόνο αυτοί ποιοι είναι, αλλά και ποιοι κρύβονται από πίσω τους, οι οποίοι δε θέλουν να μπορεί, να έχει το δικαίωμα ο Ελληνικός λαός να εκφράζεται ελεύθερα».

Με ποιόν τρόπο όμως θα παταχθεί ο εσωτερικός εχθρός; Η ριζοσπαστική Δεξιά διαφοροποιείται από τον φασισμό σε πολλά σημεία αλλά εδώ μας ενδιαφέρει ένα και ουσιαστικό. Η τακτική της ριζοσπαστικής Δεξιάς στοχεύει στον έλεγχο των μηχανισμών εξουσίας παρά σε μια πολιτική από τα έξω κατάκτησης της εξουσίας βασισμένης στην λαϊκή υποστήριξη (S. Payne, 1995).

Έτσι, ο τρόπος αντιμετώπισης των Άλλων ενεργοποιείται από το θεσμικό κατασταλτικό πλαίσιο, από τον σκληρό πυρήνα του κράτους. Ο αρμόδιος υπουργός Δένδιας είναι σαφής: «Οι καιροί είναι κομβικοί. Η χώρα, η κοινωνία, η Πατρίδα μας, διέρχεται υπαρξιακή αγωνία και βασίζεται πάνω σας σ’ ένα πολύ μεγάλο βαθμό για να μπορέσετε να αποκαταστήσετε ένα βασικό πυλώνα επιβίωσης της κοινωνίας μας: την αντίληψη του κάθε ανθρώπου ότι η νομιμότητα τον προστατεύει, ότι η ασφάλεια είναι κάτι το οποίο δικαιούται. Δεν πρέπει να επιτρέψετε, μικρές εικόνες αποτυχιών, αβλεψιών, αμελειών, αδιαφορίας,(σ.σ. αναφέρεται στην ΕΛΑΣ) να αμαυρώσουν μια τεράστια προσπάθεια η οποία διεξάγεται με κίνδυνο της ζωής και της υγείας σας».

Σε ένα καθεστώς έκτακτης ανάγκης ο νόμος αποκτάει κεντρική σημασία. Αλλά διατυπώνεται πλέον με διαφορετικό νόημα. Το νομικό χάνει το νόημα που του παρέχει ο φιλελεύθερος λόγος. Τώρα συγχέεται με το πολιτικό. Ξανασυναντάμε εδώ έναν κομβικό θεωρητικό: «Κάθε νόμος, ως κανονιστική διάταξη, ακόμη και συνταγματικός νόμος, απαιτεί αναγκαστικά σε τελευταία ανάλυση, για να είναι έγκυρος, μια προκαταρτική πολιτική απόφαση παρμένη από μια εξουσία ή από μια υπάρχουσα πολιτική αρχή. Κάθε υπάρχουσα πολιτική μονάδα βρίσκει την αξία της και τη δικαίωση της ύπαρξής της όχι στη δικαιοσύνη ή στην καταλληλότητα των κανόνων αλλά από την ίδια της την ύπαρξη. Αυτό που υπάρχει ως πολιτική οντότητα είναι από νομική άποψη άξιο να υπάρχει». (Carl Schmitt, 1928) Αυτή η νομική θεωρία είναι προάγγελος του πλαισίου που οικειοποιείται ο ναζισμός: το δίκαιο είναι πολιτική και η πολιτική θα είναι βούληση. Η πολιτική ξεφυτρώνει από το ζεύγος «φίλος-εχθρός» και το κράτος γίνεται η αναγκαία της αρχή που τη δαμάζει στα όριά της δίχως να μπορεί -να θέλει- να την καταργήσει. (Φ.Σατελέ-Ε. Πισιέ)

Είναι, όμως, αλήθεια ότι, παρά τις προσπάθειες παραλληλισμών και αντιστοιχίσεων με την Δημοκρατία της Βαϊμάρης, ζούμε υβριδιακές πολιτικές καταστάσεις. Στο πολιτικό σκηνικό παρατηρούνται «θαυμάσιες» συγκλίσεις. Σε όλο αυτό το «σφιχτό» ακροδεξιό ιδεολογικό πλαίσιο της κυβέρνησης έρχονται να συνδράμουν δυνάμεις της σοσιαλδημοκρατίας με εντελώς διαφορετικές καταβολές. Πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι την πρώτη αναφορά στις «εστίες ανομίας», σε αυτή την καραμέλα που ποτέ δεν φτύνει από το στόμα του ο υπουργός δημόσιας τάξης, την έκανε ο δήμαρχος Αθήνας Καμίνης τον Ιούνη 2011. Γεννημένος στη Νέα Υόρκη, σπουδαγμένος στο Παρίσι, επί 7 χρόνια «συνήγορος του πολίτη» και εδώ και δύο χρόνια δήμαρχος Αθήνας αποτελεί κεντρικό πρόσωπο όσον αφορά την ιδεολογική θεσμική διαστολή του καθεστώτος έκτακτης ανάγκης. Πρόσφατη δήλωσή του σχετικά με κινητοποιήσεις δημοτικών υπαλλήλων  αποτελεί δείγμα της ρητορικής του πολυσημίας: «αυτή η ιστορία με τους τραμπουκισμούς, τους προπηλακισμούς, τις καταλήψεις σε όλη τη χώρα πρέπει να τελειώνει… έτσι θα πάμε μπροστά επειδή διαφωνεί ο κ. Μπαλασόπουλος;… Που είναι η αλληλεγγύη των εργαζόμενων απέναντι στους απολυμένους του ιδιωτικού τομέα;». Από την απαξία των αγώνων στην επίκληση του κοινωνικού αυτοματισμού.  Όποιος θεωρεί τον Καμίνη ένα πολιτικό πρόσωπο ήσσονος σημασίας θα εκπλαγεί στο μέλλον…

Είναι γεγονός ότι περνάμε από έναν τύπο πολιτικής διαχείρισης σε έναν άλλο. Από την κυβέρνηση στην διακυβέρνηση. Η κυβέρνηση αποτελεί ένα μέρος της λήψης των πολιτικών αποφάσεων που λαμβάνονται από ένα διευρυμένο διευθυντήριο στο οποίο συγκλίνουν προταγματικές διαφορετικών πολιτικών καταβολών και ετεροβαρών συμφερόντων.

Αν η επιλογή λοιπόν  της καταστολής του εγχειρήματος της κατάληψης Βίλα Αμαλίας απορρέει από αυτό το πολιτικό σκηνικό τότε πρέπει να απαντηθεί ο χρόνος και ο τρόπος για την εφαρμογή της. Ο Σαμαράς σε πρόσφατη ομιλία του, λίγο πριν την «εκταμίευσης της δόσης», είχε προχωρήσει σε μια «κινδυνολογία» για την επερχόμενη κοινωνική έκρηξη… που την τοποθέτησε χρονικά μέσα στην άνοιξη. Την ίδια στιγμή διατυπώθηκε και ένα ενδεχόμενο για πρόωρες εκλογές την… άνοιξη. Αν λοιπόν το διευθυντήριο διακυβέρνησης τοποθετεί την άνοιξη ως κεντρικό διακύβευμα για ενδεχόμενες συστημικές ρηγματώσεις, τότε «σωστά» παίρνει μέτρα που υπερβαίνουν την ασφαλιστική δικλείδα της προκήρυξης εκλογών.

Με αυτή την έννοια αποκτάει βάσιμη ερμηνεία η βιασύνη της Εξουσίας για το ξερίζωμα κοινωνικών εγχειρήματων. Η επίθεση σε παραδοσιακά εδάφη που λειτουργούν ως προπύργια σε γενικευμένες εξεγέρσεις αποτελεί πρώτο μέλημα της κατασταλτικής στρατηγικής. Όπως γνωρίζουμε όλοι και όλες τη στρατηγική σημασία των εξεγερσιακών προπυργίων, είτε καταλήψεων κτιρίων και σχολών, είτε αυτοοργανωμένων χώρων, έτσι την αναγνωρίζει και η Εξουσία. Μία επίθεση στην Βίλα Αμαλίας στο βαθμό που θα αποβεί αποτελεσματική θα αποτελέσει την απαρχή ενός ντόμινο καταστολής για εγχειρήματα που έχουν ήδη στοχοποιηθεί με διάφορους τρόπους όπως είναι  η κατάληψη Σκαραμαγκά και η κατάληψη Κ’Βοξ.

Η αποτελεσματικότητα της κατασταλτικής στρατηγικής ενάντια στη Βίλα Αμαλίας έχει ενσωματώσει πολλές προϋποθέσεις της συγκυρίας. Από την «εκταμίευση της δόσης» και το μούδιασμα των υποτελών τάξεων σχετικά με την σημασία της στην καθημερινή ζωή μέχρι την κοινωνική αδράνεια στην κατανόηση της εφαρμογής του Μνημονίου 3. Από το συναισθηματικό κατακάθισμα των γιορτών μέχρι την παλινδρομούσα ρητορική… ανάσταση των «δεικτών ανάπτυξης».

Ανεξάρτητα από τα υπερασπιστικά φληναφήματα του Σύριζα που εκφράζονται με «προσεγμένες» επερωτήσεις, ανακοινώσεις και τηλεοπτικές συνηγορίες (και μάλιστα με ηθική υπερεκτίμηση από συντρόφους/ισσες  για το… πολιτικό κόστος που ρισκάρουν) χωρίς υπεράσπιση επί της ουσίας (καμία σαφής δήλωση ότι μόνο με μάσκες, σημαίες και με ό,τι άλλο μέσο προσφέρεται… κρατιούνται τα εγχειρήματα απέναντι στην καταστολή και τις παρακρατικές επιθέσεις)  και χωρίς καμία άλλη έκφραση στην πράξη… ο α/α χώρος πρέπει να αντιμετωπίσει την επίθεση στην Βίλα Αμαλίας ως κεντρικό διακύβευμα. Χωρίς καμία αμφιβολία ότι η Εξουσία θα αποδείξει, όποτε χρειαστεί, μανιωδώς το «ενδιαφέρον» της για την συγκεκριμένη κατάληψη μέσα σ’ αυτήν την συγκυρία… πρέπει να διερωτηθούμε πιο σοβαρά από ποτέ αν η επίθεση αυτή θα απαντηθεί αφενός μεν ως όρος ζωής ενός ολόκληρου πολιτικού χώρου, αφετέρου ως «εν τοις πράγμασι»  υπεράσπιση των περιεχομένων της γενικευμένης εξεγερσιακής προταγματικής.

Κατάληψη Σινιάλο